Macro

Όταν ο Βορίδης στενοχωριέται για την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς»

«Πώς γίνεται, η Αριστερά, που ηττήθηκε στον Εμφύλιο και ξαναηττήθηκε με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, να επιβάλλει τις ιδέες της στην Ελλάδα;». «Πώς μπορεί να είναι αποδεκτό να επικαλείται ο Τσίπρας τους μαυροσκούφηδες του Άρη;». «Γιατί ντρεπόμαστε να λέμε ότι είμαστε δεξιοί;».

Αν και τα αγωνιώδη αυτά ερωτήματα τα θέτει συστηματικά ο Μιχαλολιάκος, εν προκειμένω είναι ο Μάκης Βορίδης που τα εκφώνησε σε συγκέντρωση νεοδημοκρατών της Κορινθίας. Αγγίζουν την ανησυχία του βαθέος κομματιού της Δεξιάς για την περίφημη «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς».

*

Διάφοροι τα τελευταία χρόνια γκρινιάζουν από διάφορες οπτικές γωνίες για την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Κάποιοι π.χ. διαμαρτύρονται ότι στις μέρες μας ποινικοποιούνται ακόμα και οι λέξεις «επιχειρηματικότητα», «κέρδος», «ανταγωνιστικότητα». Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με τους μαυροσκούφηδες του Άρη. Έχει να κάνει με αυτό που επιβλήθηκε παγκοσμίως το 1991 και καταρρέει συνεχώς από το 2008. Και φυσικά με το ηθικό μέγεθος του πολιτικού κατεστημένου που υπηρέτησε αυτές τις αξίες στην Ελλάδα.

Άλλοι πάλι καταριούνται ως «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» τον ανυπόφορο πασοκικό συνδικαλισμό που επιβλήθηκε στο Δημόσιο τη δεκαετία του 1980, την ιδεολογικοπολιτική γραφικότητα ή τα διαφόρων ειδών μπάχαλα και προβοκάτσιες με «επαναστατικό» πρόσημο. Δηλαδή ζητήματα στα οποία δεν υφίσταται καμία απολύτως ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς.

Δεν είναι αυτά που κυρίως ενδιαφέρουν τον Βορίδη. Τον ενδιαφέρει να αφυπνίσει τη βαθιά Δεξιά και να τη χρησιμοποιήσει για τις πολιτικές του επιδιώξεις. Και γι’ αυτό καταφεύγει τόσο συχνά στη μετεμφυλιακή ιστορία, ακριβώς όπως και ο Μιχαλολιάκος άλλωστε.

Σε ορισμένα ερωτήματα βέβαια οι απαντήσεις είναι πολύ απλές. Για παράδειγμα, ο Τσίπρας μπορεί να επικαλείται τον Βελουχιώτη, γιατί ο Βελουχιώτης πολέμησε τους Γερμανούς στην Κατοχή. Ο Βορίδης ποιον έχει να επικαλεστεί από την περίοδο εκείνη και ζητάει και ιδεολογική ηγεμονία;

*

Το μετεμφυλιακό κράτος στην Ελλάδα συγκροτήθηκε από τη Δεξιά. Η Δεξιά συγκροτήθηκε από δύο ρεύματα: από αυτούς που επί Κατοχής ήταν με τους Άγγλους και από αυτούς που επί Κατοχής συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Απέναντι στον κίνδυνο του ΕΑΜ τα ρεύματα αυτά ενοποιήθηκαν αβίαστα, και μάλιστα πολύ πριν καν τελειώσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Έκτοτε, επί τρεις δεκαετίες, στην Ελλάδα η συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση ήταν λόγος για να μην βρίσκεις δουλειά ή να σε στείλουν στην εξορία, ενώ η ευδόκιμος προϋπηρεσία στα Τάγματα Ασφαλείας και στις συμμορίες της μεταβαρκιζιανής τρομοκρατίας επιβραβευόταν ως αξιοπιστία και νομιμοφροσύνη προς το κράτος.

Στο διάστημα αυτό, το μετεμφυλιακό καθεστώς που νοσταλγεί ο Βορίδης έκανε ό,τι μπορούσε για να μην χάσει την εξουσία με δημοκρατικά μέσα. Έσυρε στις εξορίες και στα αποσπάσματα ανθρώπους που οι πάντες ήξεραν ότι αγωνίζονται μόνο για πολιτικές ελευθερίες και για το τέλος του εμφύλιου μίσους. Οργάνωσε εκλογικές νοθείες. Άσκησε μαζική βία εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων φτάνοντας μέχρι τη δολοφονία. Ανέτρεψε εκλεγμένες κυβερνήσεις. Επέβαλε στρατιωτικό καθεστώς. Σκότωσε και βασάνισε νέα παιδιά. Και το 1974 δεν διέθετε καμιά νομιμοποίηση.

Όταν ένα αντιδημοκρατικό σύστημα καταρρέει, την ηγεμονία θα την έχουν για πάντα αυτοί που του αντιστάθηκαν. Αυτό συμβαίνει στα πρώην ανατολικά κράτη, αυτό συμβαίνει και εδώ. Αυτή είναι η απάντηση στον Βορίδη.

*

Η Δεξιά που ανασυγκροτήθηκε το 1974 ήταν πολλά πράγματα. Υπήρχαν άνθρωποι που, παρά τον βαθύ συντηρητισμό τους, πίστευαν πραγματικά στη δημοκρατία. Υπήρχαν οι πολλοί, που συντάχθηκαν με τον Καραμανλή γιατί ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της παράταξης, παρ’ όλο που μέσα τους πίστευαν ότι «μέσα στο Πολυτεχνείο δεν σκοτώθηκε κανένας» (για κάποιο λόγο οι έξω δεν μετράνε) και ότι «η χούντα έκανε δρόμους».

Υπήρχε και ο χουντοφασιστικός χώρος που θεωρούσε ότι ο Καραμανλής ήταν προδότης και παρέδωσε τη χώρα στους κομμουνιστές. Σε αυτόν τον τελευταίο χώρο διαμορφώθηκαν ιδεολογικά ο Βορίδης και ο Μιχαλολιάκος.

*

Σε αντίθεση με τον Μιχαλολιάκο, που επέλεξε μια καθαρή επένδυση στη σβάστικα, ο Βορίδης είναι προσδεδεμένος με τον λεπενισμό. Και σε αντίθεση με τον φύρερ, που προσπαθεί να αναβιώσει ολόκληρη την ιστορική διαδρομή του ιδεολογικού του προτύπου, από τις μπυραρίες μέχρι το Ράιχ, ο Βορίδης τρέχει παράλληλα με τον λεπενισμό και αφομοιώνει τις μεταλλάξεις του, φτάνοντας στο υπέροχο σημείο να επικαλείται τον Γκράμσι.

Δυστυχώς, η μνημονιακή πόλωση του εξασφάλισε τη δυνατότητα να διεκδικήσει κεντρικό πολιτικό ρόλο στη Ν.Δ., οπότε αναγκάζεται να τηρεί προσχήματα. Υπό άλλες συνθήκες, σήμερα θα μιλούσε πιο ανοιχτά για τους ξένους που τρώνε το ψωμί των Ελλήνων και για την κακή φιλελεύθερη Ευρώπη που διαβρώνει ιδεολογικά και πολιτισμικά τη χώρα μας. Και αυτό θα τον βοηθούσε πολιτικά πολύ περισσότερο από το να παλεύει για την ιστορική αποκατάσταση της Βασιλικής Χωροφυλακής.

Ο Βορίδης στοχεύει στην ανασυγκρότηση μιας «ριζοσπαστικής» Δεξιάς, δηλαδή μιας Δεξιάς που διακηρύσσει τον κοινωνικό αυταρχισμό ως εργαλείο για ένα καλύτερο μέλλον. Η σύγκρουση με την κεντροδεξιά και τη φιλελεύθερη (ο Θεός να την κάνει) πτέρυγα της Ν.Δ. δεν είναι ακόμη ώριμη. Θα εκδηλωθεί με την πρώτη πολιτική κρίση που θα προκύψει στο εσωτερικό της Ν.Δ. Τότε θα έχει έρθει η ιστορική ευκαιρία για τον Βορίδη να δρομολογήσει τη συγκρότηση ενός εκσυγχρονισμένου ακροδεξιού λαϊκιστικού σχηματισμού, σαν αυτούς που κερδίζουν συνεχώς έδαφος στην Ευρώπη.

Μέχρι τότε, θεμελιώνει τα εσωκομματικά του ερείσματα κατακεραυνώνοντας την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Επί της ουσίας, στη Ν.Δ. απευθύνεται. Ερωτήματα του είδους «γιατί παραχωρούμε ιστορικό χώρο στον Βελουχιώτη» «γιατί δεν υπερασπιζόμαστε τη νίκη μας στον Εμφύλιο» και «γιατί ντρεπόμαστε να λέμε ότι είμαστε δεξιοί» στρέφονται ως έμμεση μομφή στους κληρονόμους της καραμανλικής παράδοσης και στους νεοφιλελεύθερους συστημικούς καιροσκόπους του κόμματος.

Το σοβαρό ηγετικό έλλειμμα του Κ. Μητσοτάκη και η πολιτική ανεπάρκεια των εσωκομματικών αντιπάλων διευκολύνουν αφάνταστα τον Βορίδη.

*

Η Αριστερά δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με τη διατήρηση κάποιας κατακτημένης ιδεολογικής ηγεμονίας, τουλάχιστον όπως την εννοούν οι ακροδεξιοί. Δίνει μια διαρκή μάχη για τις ανθρώπινες αξίες, τον ορθολογισμό, την κριτική σκέψη, τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη, τα δικαιώματα, με το μυαλό όχι σε αυτά που έχει κερδίσει, αλλά σε αυτά που έχει να υπερασπιστεί.

Το περίφημο ηθικό της πλεονέκτημα το επικαλείται περισσότερο προς τα μέσα για να ελέγχει τον εαυτό της, παρά προς τα έξω για να τον διαφημίζει. Και όταν ο Βορίδης προσπαθεί να αμφισβητήσει την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» δανειζόμενος από αυτήν τον Γκράμσι, η Αριστερά απλά διασκεδάζει. Σοβαρά τώρα;

Άγγελος Τσέκερης

Πηγή: Η Αυγή