Θα είναι σοβαρό λάθος να επαναπαυθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να θεωρήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη απλή παρένθεση. Ήδη από τις πρώτες κινήσεις η ηγετική ομάδα της ΝΔ μοιάζει αποφασισμένη να εφαρμόσει ένα τεχνοκρατικής έμπνευσης αλλά συνεκτικό σχέδιο υπέρ των λίγων, όπου διαπλέκονται στοιχεία οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και πολιτικού. ρεπουμπλικανισμού. Η συνεκτικότητα του σχεδίου βασίζεται στην κατ’ επίφαση ουδετερότητα των δομών και των διαδικασιών στη βάση των αυτονόητων (θα αναφερθώ πιο κάτω) που έχει καλλιεργήσει εδώ και σαράντα βάλε χρόνια το πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού και ηγεμονεύουν στο δημόσιο λόγο.
Θα ξεκινήσω με το τετριμμένο, ότι χάρη στις δυνατότητες των υπολογιστών να διακινούν άμεσα τερατώδη όγκο δεδομένων, έγινε δυνατή η επέκταση των χρηματοπιστωτικών διαδικασιών σε πλανητική κλίμακα, μεγιστοποιήθηκαν οι ρυθμοί κεφαλαιακής κυκλοφορίας και αναδείχθηκε το χρήμα στο κατ’ εξοχήν εμπορικό προϊόν. Τελικό αποτέλεσμα των μονοδιάστατων αυτών πρακτικών η ατελεύτητη οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική κρίση που συμπυκνώνεται στη φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού την περαιτέρω απορρύθμιση του παγκόσμιου του καταμερισμού της εργασίας. Σήμερα ωστόσο μοιάζει να περνάμε και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς, σε νέες καταστάσεις όπου την πρωτοκαθεδρία των άυλων χρηματιστικών ανταλλαγών έρχεται να αμφισβητήσει η παραγωγή και η κυκλοφορία υλικών αγαθών.
Τα πολιτικά σχέδια που προτάθηκαν προεκλογικά ήταν οι αποκρίσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στις ανάγκες μιας κοινωνίας με κατεστραμμένη παραγωγική βάση. Ανταποκρίνονταν κυρίως στην αδήριτη ανάγκη της παραγωγικής ανασυγκρότησης πράγμα που εκτός των άλλων σημαίνει και ότι η σημασία των υλικών προϊόντων αναβαθμίζεται έναντι των άυλων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Και αν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα έχουν χαρακτήρα παγκόσμιο και δεν διαφοροποιούνται από τη μια χώρα στην άλλη, η παραγωγή υλικών αγαθών εμπλέκει εθνικές ιδιαιτερότητες. Πράγματι, το κλίμα και το ανάγλυφο, οι τοπικές οικολογίες, τα κυρίαρχα ηθικά προτάγματα και περιορισμοί, οι υφιστάμενες υποδομές, οι τοπικές παραδόσεις και οι συνήθειες συνιστούν σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο στον διεθνή καταμερισμό και τον διεθνή ανταγωνισμό. Με βάση τα παραπάνω (με τα οποία αξίζει να ασχοληθεί κανείς συστηματικά) διαμορφώθηκαν τα νέα πολιτικά σχέδια.
Εδώ θα με απασχολήσουν αυτά της ΝΔ τα οποία με έντονο εθνικιστικό αποτύπωμα διαβάζουν τις κοινωνικές διεργασίες ως μετασχηματισμό του λαού σε απλώς διαμαρτυρόμενο, μη-συνειδητό και άρα μη-ελεγχόμενο όχλο στη διάθεση των λαϊκιστών. Ως απάντηση, η σύγχρονη εθνικιστική ρητορική μιλάει για την ανάγκη περιορισμών και ελέγχων στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης με βάση την εθνική εκδοχή της ιστορίας, τα εθνικά χαρακτηριστικά και τις εθνικές προτεραιότητες, σημαντικό μέρος των οποίων φιλοτεχνεί η ορθόδοξη εκκλησία. Κοντολογίς, η κοινωνική συνοχή και η κοινωνική πειθαρχία τροφοδοτούνται από τις εθνικιστικές αυταπάτες και έχουν ως στόχο το μετασχηματισμό του όχλου σε συνεκτικό λαό με εθνικόχριστιανικό φρόνημα, την πάταξη της παραβατικότητας και την αποκατάσταση του νόμου και της τάξης. Ενός νόμου και μιας τάξης που ενδύονται ένδυμα καθολικότητας και εμφανίζονται με τρόπο ουδέτερο, ταχαμ’ δήθεν χωρίς κοινωνικές αναφορές. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αναβαθμίζεται και η σημασία των ιδιοσυγκρασιακών εθνικών χαρακτηριστικών. Μάλιστα, στο Ευρωπαϊκό επίπεδο, η άκαμπτη και κατά βάση ατομικιστική προτεσταντική ηθική της λιτότητας έρχεται να συγκρουστεί στο έδαφος της πολιτικής και της οικονομίας με την κοινωνικοποιημένη ηθική λαϊκότητα του Νότου, με αποτέλεσμα να πυκνώνει η εθνικοφροσύνη και να γενικεύονται οι φυγόκεντρες τάσεις.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής ρητορικής πηγάζει από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση θα πραγματοποιηθεί με όχημα την τεχνολογική καινοτομία στους χώρους, της βιοτεχνολογίας, των νανοεπιστημών, της τεχνολογίας των υλικών, της επικοινωνίας της πληροφορικής και της ρομποτικής. Οι προτάσεις της ΝΔ μοιάζουν ωσάν να αναβιώνουν το τεχνοκρατικό κίνημα που αναπτύχθηκε μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 29 και κυριάρχησε για σύντομο χρονικό διάστημα. Η κεντρική ιδέα αυτού του κινήματος θέλει την επιστήμη ικανή να προσφέρει τεχνικές θεραπείες στα πάσης φύσεως κοινωνικά προβλήματα. Αξιώνει επίσης την ουδετερότητα της επιστήμης έναντι των κοινωνικών διεκδικήσεων και παραδέχεται επομένως ότι οι τεχνικές λύσεις των κοινωνικών ζητημάτων είναι ελεύθερες κοινωνικών αναφορών και γι’ αυτό ουδέτερες. Με άλλα λόγια, η τεχνοκρατική ελίτ βγάζει τον εαυτό της έξω από την κοινωνία και από θέση οιονεί ουδετερότητας υπαγορεύει στην κοινωνία της λύσεις της. Μάλιστα δεν έχει ανάγκη τη διαμεσολάβηση του πολιτικού προσωπικού. Αναλαμβάνει αυτοπροσώπως την πολιτική διαχείριση ζητημάτων όπως η σύμβαση για το ελληνικό, μισθολογικά κλπ.
Στο επίπεδο της ιδεολογίας το έδαφος είναι έτοιμο από καιρό και εκφέρεται στη βάση μιας ορολογίας που κυριαρχείται από ουδέτερα αυτονόητα, στην πραγματικότητα όμως έννοιες υπερφορτισμένες με κοινωνικό φορτίο νέοφιλελεύθερης προέλευσης. Γνωστότεροι όροι είναι οι καλές πρακτικές, οι ευγενείς συμπεριφορές, η αριστεία, η ευελιξία, και προπάντων η αποτελεσματικότητα. Την ίδια στιγμή, εμφανίζονται ως αυταξία δομές έξω από κάθε έλεγχο, όπως ορισμένες μη κυβερνητικές οργανώσεις, άλλες αυτόνομες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, ανεξάρτητες αρχές, θεσμοθετημένες δομές έξω από κάθε έλεγχο, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Υπερταμείο κ.ά. Στην πράξη, οι τεχνοκρατικές λογικές και οι ανεξάρτητες δομές διαμορφώνουν ένα άκαμπτο αριστοκρατικό πλαίσιο παλαιο-ρεπουμπλικανικής έμπνευσης. Σε αυτή τη συγκυρία αναδύονται αντιλήψεις που περιγράφουν την κοινωνική δυναμική ως διαδοχή γεγονότων που ελέγχονται από διαταξικές δυνάμεις, όπως η θρησκεία, τα ηθικοπολιτικά στερεότυπα κλπ. Αυτό διευκολύνει τη διαμόρφωση τοπίου, όπου κυριαρχούν οι τεχνοκρατικές ελίτ και η δήθεν αξιοκρατία των άριστων, ενώ τίθενται και απαράβατοι περιορισμοί. Εντέλει, η ελευθερία των πολιτικών επιλογών, δηλαδή η Δημοκρατία νοείται μόνο εντός αυτών των απαράβατων πλαισίων.
Γιώργος Στάμου