Macro

Όταν η πλεμπάγια χορεύει στους ρυθμούς της επανάστασης

Μαριάνο Ασουέλα «Οι καταδικασμένοι», μτφ: Σταμάτης Πολενάκης, εκδόσεις Ενύπνιο, 2020
Ο λόγος για τον συγγραφέα, γιατρό και μαχητή της Μεξικάνικης Επανάστασης, Μαριάνο Ασουέλα, που έγινε ευρύτερα γνωστός από τα βιβλία του σχετικά με αυτήν. Ήταν πιστός οπαδός του Πάντσο Βίγια, ενός από τους τρεις, αρχικά, ηγέτες της επανάστασης μαζί με τον Εμιλιάνο Ζαπάτα και τον Βανουστιάνο Καράνσα, που λίγο αργότερα γύρισε εναντίον τους. Το βιβλίο του, «Οι καταδικασμένοι» («Los de abajo» – το 1940 μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη), θεωρείται το grand opus του συγγραφέα καθώς αφηγείται τα ιστορικά γεγονότα και τις μάχες σε όλο τους το μεγαλείο μιας και ο λογοτέχνης συμμετείχε ψυχή τε και σώματι σε αυτές. Όπως ακριβώς ο Ντιέγκο Ριβέρα φιλοτεχνεί τις μεγάλες τοιχογραφίες του, έτσι και ο Ασουέλα περιγράφει περίτεχνα την υπόσταση μιας μακριάς επανάστασης που άρχεται τον Νοέμβριο του 1910 και τερματίζεται τον Μάη του 1920.

 

Η διαπάλη μεταξύ των εκπροσώπων της ελίτ –μεταξύ, δηλαδή, του επί 31 χρόνια Προέδρου της χώρας, Πορφίριο Δίας και του μετριοπαθή Φρανσίσκο Μαδέρο– κατέληξε στο να βάλει σε κίνηση τον τροχό της ιστορίας με την άμεση εμπλοκή των αγροτικών μαζών, της οργανωμένης εργατικής τάξης αλλά και των μεσοαστικών στρωμάτων. Ο Μαριάνο Ασουέλα ζει τα νεανικά του χρόνια στη μεγάλη φάρμα του μεγαλοκτηματία πατέρα του και το σκηνικό αυτό παίζει βαρύνοντα ρόλο στο μετέπειτα λογοτεχνικό του έργο. Ενάντιος στο καθεστώς Δίας δέχεται τον πολιτικό διορισμό του υπό την προεδρία του Μαδέρο. Όταν, ο τελευταίος, δολοφονείται εντάσσεται ως γιατρός στον στρατό του Χουλιάν Μεδίνα, ακόλουθου του Βίγια.

Η ιστορία των Καταδικασμένων κινείται με βάση δυο χαρακτήρες: του αγρότη Δημήτριο Μασίας και του Λουίς Σερβάντες, φοιτητή ιατρικής και δημοσιογράφου. Ο Μασίας έρχεται σε σύγκρουση με τον τσιφλικά της περιοχής ο οποίος στέλνει στο κατόπι του τον Ομοσπονδιακό Στρατό, στρατιώτες το οποίου τρομοκρατούν τον ίδιο και την οικογένειά του ενώ σκοτώνουν τον σκύλο του Παλομίνο. Τότε είναι που ορκίζεται εκδίκηση και αποφασίζει να πάρει μέρος στην Επανάσταση με μια δράκα εξεγερμένων. Βέβαια, η ομάδα υπό τις διαταγές του αποτελείται από κάθε καρυδιάς καρύδι καθώς βρίθει αμόρφωτων και σκληροτράχηλων φτωχοδιάβολων. Οι οποίοι μέσα στη φωτιά της μάχης ενάντια στην άπληστη Ομοσπονδιακή εξουσία μεταμορφώνονται ψυχικά σε αγωνιστές για μια δίκαιη πιο ανθρώπινη ζωή. Ένας ελάσσων ήρωας, ο Σολίς αναρωτιέται κάποια στιγμή: «Θα με ρωτήσετε λοιπόν γιατί συνεχίζω να υποστηρίζω την επανάσταση… Επειδή η επανάσταση είναι ένας τυφώνας που σε παρασύρει και ο άνθρωπος που παρασύρεται από την επανάσταση δεν είναι άνθρωπος πια, είναι ένα νεκρό φύλλο που το παίρνει μακριά ο άνεμος».

 

Τρελαμένοι απ’ την ελευθεριακή ατμόσφαιρα

Στην πορεία συναντούν και εντάσσουν τον διανοούμενο Σερβάντες άρτι λιποτάκτη από τους Federales. Προφανώς, εκπρόσωπος του συγγραφέα στη σκηνή του έργου, συνειδητοποιεί σταδιακά τι πραγματικά συμβαίνει. Φωνή ρεαλισμού που γρήγορα καταλαβαίνει πού πηγαίνει η υπόθεση της εξέγερσης. Όμως, πέρα από αυτό, η πλεμπάγια, οι από κάτω, ζουν το όνειρό τους που τείνει να γίνει πραγματικότητα με την απίστευτη μέθεξη, τρελαμένοι απ’ την ελευθεριακή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί: «Ποιος ανάμεσά τους θυμόταν τον αρχηγό της αστυνομίας, τον σκυθρωπό χωροφύλακα και τον αλαζόνα γαιοκτήμονα; Ποιος ανάμεσά τους θυμόταν το θλιβερό καλύβι που ζούσε άλλοτε κάτω από το άσπλαχνο βλέμμα του αφεντικού, αναγκασμένος να είναι πάντοτε στο πόδι πριν ακόμα βγει ο ήλιος, με το φτυάρι στο χέρι ή το καλάθι ή το βούκεντρο για τα ζώα, μόνο και μόνο για να κερδίσει ένα πιάτο φαΐ, και ένα ξεροκόμματο; Τώρα τραγουδούσαν, γελούσαν μεθυσμένοι από το φως του ήλιου, απ’ τον αέρα των πεδιάδων από την ίδια τη ζωή». Παρ’ όλα τα προβλήματα επιβίωσης, παρ’ όλη τη βία του εμφύλιου και την προδοσία πολλών εκ των αξιωματούχων τους οι «μη προνομιούχοι» μετέχουν ολόψυχα στη γιορτή της επανάστασης.

 

Σαν κόκκινο μελάνι στη χώρα

Ο Ασουέλα δεν χαρίζεται σε κανένα, δεν ωραιοποιεί ούτε ηρωοποιεί τους εξεγερμένους και τις άκαμπτες σχέσεις εξουσίας που αναπαράγουν μεταξύ τους. Πολυεπίπεδο έργο με συμβολισμούς – ο Δημήτριος παραπέμπει στην θεά της γεωργίας Δήμητρα, ο σκύλος Παλομίνο, απ’ το paloma, περιστέρι – ειρήνη, η φιλοπόλεμη γυναικεία φιγούρα της Λα Πιντάδα (Pintada – χρωματισμένη) κ.α. Διάχυτη η αίσθηση πως η επανάσταση έχει προδοθεί ύστερα από τις δολοφονίες του Ζαπάτα και του Βίγια και τον αιματηρό εμφύλιο που απλώνεται σαν κόκκινο μελάνι στη χώρα. Πολύ λίγοι πλέον πιστεύουν στην κοινωνική αλλαγή: «Τι με νοιάζουν εμένα όλοι αυτοί; Εγώ μόνο την επανάσταση αγαπώ όπως αγαπώ ένα ηφαίστειο που βρυχάται και ξερνά την πύρινη λάβα του. Αγαπώ το ηφαίστειο επειδή είναι το ηφαίστειο και μόνο. Αγαπώ την επανάσταση επειδή είναι η επανάσταση.» Διάφοροι στρατοί συγκρούονται με τους ηγέτες τους να αλλάζουν στρατόπεδα κάθε ημέρα. Χωρίς να είναι σίγουροι για τι ή για ποιόν πολεμούν εξασκούν πρακτικές που άλλοτε αισθάνονταν πάνω τους από τους παλιούς κυρίαρχους. Ούτως, ο Ασουέλα – Σερβάντες ζει την παρακμή της επανάστασης αλλά δεν αλλάζει πρόσημο όντας μαχητής για την υπόθεση. Στο φινάλε του δράματος, καθώς ο Μασίας χάνει τους πιο έμπιστους συντρόφους του, γυρίζει στη φάρμα του και την οικογένειά του. Δεν μπορεί όμως να αποσυρθεί από τον αγώνα ακόμη και τώρα που θεωρείται χαμένος. Επιστρέφει στη μάχη. Η τελευταία σκηνή θυμίζει την αντίστοιχη της Άγριας Συμμορίας του Σαμ Πέκινπα, πνιγμένος από μια θάλασσα εχθρικών στρατιωτών, σίγουρος για τον χαμό του στέκεται όρθιος και πυροβολεί συνεχώς: «Ξαφνικά ο Δημήτριο είχε απομείνει ολομόναχος. Ολόγυρα του οι σφαίρες έπεφταν σαν χαλάζι… Κρύφτηκε πίσω από μια μεγάλη πέτρα και πρηνής άρχισε να πυροβολεί. Ο Δημήτριο σημάδεψε προσεκτικά προσπαθώντας να μην χαραμίσει ούτε μια σφαίρα… Όπου πήγαινε το βλέμμα του πήγαινε και η σφαίρα… Γέμισε άλλη μια φορά το όπλο του και σκόπευσε ξανά… Στους πρόποδες της τεράστιας μεγαλοπρεπούς ρωγμής του βουνού, που έμοιαζε με την πρόσοψη παλιού καθεδρικού, ο Δημήτριο Μασίας με τα μάτια ακίνητα για πάντα, σκόπευε ακόμα με την κάννη του όπλου του…»

Έως την τελευτή του, το 1952, ο Ασουέλα ακολουθεί τα ιδανικά του· γράφει για (και γιατρεύει) τους φτωχούς συμπολίτες του.

Αντώνης Ν. Φράγκος

Πηγή: Η Εποχή