Τετάρτη, 22 Απριλίου 1970. Οι ελληνικές εφημερίδες ασχολούνται με την οργισμένη αντίδραση του υπουργείου Εξωτερικών της Χούντας σε καταγγελίες των κυβερνήσεων Δανίας, Νορβηγίας και Σουηδίας, για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Ασχολούνται, επίσης, με την προκήρυξη εκλογών στην Κύπρο, με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, με αλλόκοτα εγχώρια εγκλήματα. Δημοσιεύεται και κάτι πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά όχι σε «κανονική» εφημερίδα. Δημοσιεύεται σε ΦΕΚ. Είναι η κατάργηση του εργασιακού οκταώρου, στην Ελλάδα του «γύψου»…
Πρόκειται για το Ν.Δ. 515, που επιτρέπει σε επιχειρήσεις να απασχολούν το προσωπικό τους μέχρι και τρεις ώρες πέραν του οκταώρου, αρκεί να επικαλούνται «επείγουσα εργασία», ή «εξαιρετική σώρευση εργασιών», ή «εξαιρετικώς επείγουσα ανάγκη εξυπηρετήσεως του κοινού», ή «προπαρασκευαστικές εργασίες, κ.λπ. Για κάποιες κατηγορίες «επειγούσης εργασίας», μάλιστα, η παροχή ελευθερίας στους εργοδότες είναι ακόμη μεγαλύτερη: Μπορούν να απασχολούν όσες ώρες θέλουν (!) τους εργαζόμενους την πρώτη ημέρα της υπερωριακής εργασίας και έως τέσσερις ώρες για κάθε μία από τις επόμενες τέσσερις ημέρες.
Διεθνώς, η κίνηση αυτή καταγράφεται -ιδίως στις τάξεις των συνδικαλιστικών φορέων εργαζομένων- ως επιβεβαίωση της αντεργατικής – αντικοινωνικής «γραμμής πλεύσης» του χουντικού καθεστώτος. Θα έχει όμως και συνέχεια: Τον Δεκέμβριο του 1973, επί κυριαρχίας του «αόρατου δικτάτορα» Δημ. Ιωαννίδη και εικονικής πρωθυπουργίας Ανδρουτσόπουλου, το Ν.Δ. 264 θα επεκτείνει τις διατάξεις του Ν.Δ. 515 σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Ο βρικόλακας του 1969…
Από τις απαρχές της δικτατορικής περιόδου και έως τον Μάιο του 1971 (Ν.Δ. 890/71), ένα πλέγμα ρυθμίσεων κατάργησε, ουσιαστικά, όλες τις διεκδικητικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες. Προτού, όμως, ολοκληρωθεί αυτή η «αλυσίδα», η Χούντα έκανε μια ρύθμιση που έμελλε να… βρικολακιάσει, δεκαετίες αργότερα. Τον Μάιο του 1969, με το άρθρο 16 του Ν.Δ. 186, η «εθνοσωτήριος» απέσπασε από τους «κοινωνικούς εταίρους» και εκχώρησε στην κυβερνητική εξουσία την αρμοδιότητα καθορισμού των κατώτατων (βασικών) μισθών και ημερομισθίων. Δεν το άφησε καν στις – εξ ορισμού «ευνουχισμένες» – διαπραγματευτικές διαθέσεις των δοτών «εκπροσώπων των εργαζομένων»…
… και η νεκρανάσταση το 2013
Το άρθρο 16 του εν λόγω νόμου καταργήθηκε στην πρώιμη Μεταπολίτευση, το 1975. «Νεκραναστήθηκε» όμως 38 χρόνια αργότερα, υπό την μορφή του άρθρου 103, του μνημονιακού νόμου 4172/2013 (γνωστού και ως «νόμου Βρούτση»). Κι έτσι η μηχανή του χρόνου πήγε στο 1969…
Δεν φανταζόμαστε να υπήρχαν το ’69 κάποιοι τόσο αφελείς ώστε να φαντάζονταν ότι η Χούντα «πήρε πάνω της» την αρμοδιότητα του καθορισμού των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων επειδή σκόπευε να προβεί σε… γενναίες αυξήσεις. Αλλά κι αν υπήρχαν, πολύ γρήγορα θα προσγειώθηκαν… Ας δούμε τα πορίσματα μιας αναλυτικής μελέτης του ΣΕΒ («Αγορά εργασίας και διάρθρωσις αμοιβών εις την ελληνικήν βιομηχανίαν»), που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1974: Η πραγματική αγοραστική αξία των κατώτατων ημερομισθίων αυξήθηκε κατά 5,1% στα έτη 1951- 59, κατά 5,9% στη δεκαετία 1960 – 69, αλλά μόνο 1,3% στην τριετία 1970 – 72.
«Η σημαντική πτώσις μεταξύ 1969 – 1972 δεικνύει ουσιώδη μεταβολήν πολιτικής» υπογράμμισε ο ΣΕΒ, που φυσικά μόνο… αντιχουντικές διαθέσεις δεν τον διακατείχαν. Κι όλα αυτά προτού γιγαντωθεί ο πληθωρισμός, με βασικό χαρακτηριστικό τη μεγάλη ακρίβεια σε βασικότατα αγαθά διατροφής και ένδυσης. Ακρίβεια η οποία κινήθηκε σε ποσοστά μεγαλύτερα έως και πολλαπλάσια εκείνων που αφορούσαν τις ονομαστικές αυξήσεις στα κατώτατα μεροκάματα (1972-74).
Στην ίδια έρευνά του ο ΣΕΒ επεσήμανε, φυσικά με ψυχρό, τεχνοκρατικό πνεύμα, δυο βασικές επιπτώσεις που είχε η τόσο μεγάλη καθήλωση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων επί Χούντας. Πρώτον, ότι συνέβαλε καταλυτικά ώστε να διατηρηθεί η εξωτερική μετανάστευση σε επίπεδα τόσο υψηλά όσο σε καμία άλλη χώρα του ευρωπαϊκού Νότου, τα χρόνια εκείνα. Δεύτερον, ότι η πενιχρότητα των κατώτατων αποδοχών καθήλωνε και τους μισθούς σημαντικού τμήματος των εργαζομένων.
Τα στοιχεία του ΥΠΕΘΟ αποτυπώνουν ανάγλυφα τη βούληση της Χούντας: Στην τετραετία 1964 – 67 η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ήταν 9,15% και των μισθών 9,05%. Σχεδόν το ίδιο, δηλαδή. Στην επταετία 1968 -74, η μέση ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας ήταν 7,22% και των μισθών 5,11%. Εξυπακούεται πως αυτό το πενιχρό 5,11% ενσωμάτωνε και «γερές» αυξήσεις, σε τομείς όπου αυτό «έπρεπε» να γίνει. Όπως π.χ. στις Ένοπλες Δυνάμεις, ειδικά το ’68 (αυξήσεις 19,05%).
Νεοφιλελεύθερα μέτρα με άρωμα Χούντας
Υπήρξαν, φυσικά, και άλλα πεπραγμένα της Χούντας που θυμίζουν αντίστοιχα, πολύ πιο… πρόσφατα. Όπως οι μειώσεις των εργοδοτικών εισφορών. «Πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές των εργαζομένων δωρίζει το κράτος στους εργοδότες», παρατηρούσε, στις 20.12.1973, ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος». Τόσα θα έχανε το ’73 το ΙΚΑ εξαιτίας της εφαρμογής των Ν.Δ. 1312 και 1313 του ’72.
Τα νεοφιλελεύθερα μέτρα του 2010 και εντεύθεν προωθήθηκαν στο όνομα των συνεπειών της κρίσης και της ύφεσης, της ανάγκης να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις κ.λπ. Αλλά η «πρωτονεοφιλελεύθερη πολιτική» (χαρακτηρισμός του καθηγητή Ηλία Νικολόπουλου) της Χούντας τα είχε εφαρμόσει και στην «υπερτασική» περίοδο του 1968-72, όταν η κερδοφορία «κάλπαζε» και οι αναπτυξιακοί δείκτες διατηρούσαν την ανοδική τροχιά της προδικτατορικής περιόδου. Διότι ο νεοφιλελευθερισμός – μονεταρισμός δεν νοιάζεται πολύ για προσχήματα, ούτε κουράζεται υπερβολικά για «στενές παρακολουθήσεις» διαφορετικών συνθηκών και εποχών.
Γι’ αυτό ο Γ. Βρούτσης, το 2013, «ζήλεψε» τον νόμο του ’69 κι ο Κ. Χατζηδάκης, τώρα, δείχνει να εμπνέεται από εκείνον του ’70…
Διονύσης Ελευθεράτος
Πηγή: Η Αυγή