Η υιοθέτηση της περσόνας του πλέον συζητημένου χαρακτήρα του σινεμά τα τελευταία χρόνια από την alt-right δεν καθιστά το ίδιο το φιλμ στρατευμένη τέχνη υπέρ της. Ταυτόχρονα, παρά το ότι οι incels (involuntary celibates, όσοι κατηγορούν τις γυναίκες για την σεξουαλική απραγία τους) την υμνούν, και συχνά ο αριστεροί και οι αριστερές την κατηγορούν για το άλογο εξεγερσιακό χάος που προκαλείται από δολοφονίες, η ταινία μάλλον αποτελεί μικρογραφία των πολιτικών αδυνατοτήτων της εποχής μας.
Στη βρώμικη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1980 η νεοσυντηρητική επανάσταση του Ρήγκαν γεμίζει την πόλη με σκουπίδια, για τα οποία τα ΜΜΕ κατηγορούν τους απεργούς καθαριότητας. Ξεσπάσματα βίας, διάδραση μεταξύ πολιτών που φτάνει κοντά στην κακοποίηση ή το βιασμό επωάζουν ό,τι μέλλεται να ακολουθήσει. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι, φυσικά, η φτώχεια των περισσότερων και οι περικοπές του ελάχιστου κοινωνικού κράτους. Η δυστοπική εικόνα στις δύο τις στιγμές, πριν και μετά την εξέγερση, ενώ φαίνεται να περιγράφει το παρελθόν, αφενός προοικονομεί το μέλλον και αφετέρου εικονογραφεί το παρόν της (μετά;)κρισιακής εποχής.
Ο Φλεκ είναι μόνος, ψυχικά ασθενής, εξαρτημένος από τη μητέρα του, φτωχός και μάλλον ατάλαντος. Μετατρέπεται σταδιακά σε Τζόκερ, δολοφόνο που το απολαμβάνει. Δημιουργεί για πρώτη φορά ταυτότητα αυτοπραγμάτωσης και αναγνώρισης που προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ηγέτη. Οι παλινωδίες της εποχής του ύστερου καπιταλισμού συμπυκνώνονται στα υπαρξιακά ερωτήματα «ποιος είμαι» ή «τι κάνω και τι θέλω να κάνω», μιας και συλλογικές/κινηματικές ή κρατικές/οργανωμένες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Το χώρο γεμίζει το φονικό θέαμα, ακόμα και εις βάρος ανθρώπινων ζωών. Αυτή είναι και η συλλογική αδυνατότητα της εποχής μας: «είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού», όπως έλεγε και ο Φρέντρικ Τζέημσον το 2005.
Μιας και η αυτοπραγμάτωση, η συμμετοχή, ο έρωτας, το παιχνίδι, η ίδια η ψυχική και σωματική αναπαραγωγή του Φλεκ έχει αποκλειστεί, ποιες άλλες επιλογές θα είχε; Ο λιπόσαρκος, σχεδόν ανορεξικός πρωταγωνιστής, άνεργος από κάποια στιγμή και έπειτα, τελματώνει, όταν τα 7 χάπια που παίρνει για να διατηρείται λειτουργικός του τα στερεί το σύστημα. Το θέαμα της βίας, λοιπόν, δεν αναλαμβάνει να απαντήσει, ωμά και αναντίρρητα, αλλά να ρωτήσει: τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;
Φυσικά, η ερμηνεία μερίδας του ακραίου Κέντρου έχει παλιώσει. Η Μιλένα Αποστολάκη, για παράδειγμα, γράφει πως με το συγκεκριμένο έργο «η κουλτούρα της βίας απενοχοποιείται, αποκτά αγαθό πρόσημο και συνιστά μηχανισμό απονομής κοινωνικής δικαιοσύνης». Αυτή η ρητορική πλαισίωση, ενάντια στα οργανωμένα κοινωνικά κινήματα, παρόλο το ότι ήταν μιντιακά κυρίαρχη από το 2006 και έπειτα στην Ελλάδα, δεν φαίνεται να μπορεί να επικρατήσει. Η ερμηνεία της Χάνα Άρεντ είναι σαφώς πιο γόνιμη, όταν έγραφε πως «τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι’ αυτό και ο Μαρξ τα παρομοιάζει με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν».
Αυτό το σημείο πριν το μηδέν φιλμογραφείται στο Τζόκερ. Υλιστικά και μεταϋλιστικά αιτήματα των κοινωνιών δεν εκπληρώνονται και το καπάκι φεύγει από την κατσαρόλα, προκαλώντας καταστροφές. Το κοινωνικό κράτος αποσύρεται λόγω νεοφιλελευθερισμού, το τέλος της φροντίδας για όσους και όσες το έχουν ανάγκη έχει ήδη σημάνει. Οι κυνικοί πλούσιοι, αν διοικήσουν αυταρχικά, μπορεί και να μας σώσουν από την ανομία. Τα ΜΜΕ αχολογούν ενάντια στις κοινωνικές ομάδες που απεργούν, κοροϊδεύουν αδύναμους ανθρώπους για τα νούμερα της τηλεθέασης, δηλαδή για τα χρήματα. Η αίσθηση μοναξιάς στη μεγάλη, αφιλόξενη πόλη, οι ανύπαρκτοι ή ιδιοτελείς ψυχικοί δεσμοί, η δομική ανεργία, η περιθωριοποίηση.
Αυτό το ίδιο μαύρο περίβλημα περιγράφει σε χρόνο ενεστώτα ένας οξυδερκέστατος όσο και δημοφιλής ράπερ στη χώρα μας με τους παρακάτω στίχους:
«Προβληματικά παιδιά μέσα στων πόλεων τη βρώμα/τόσοι τρόποι να πεθάνεις μα αναπνέουμε ακόμα.
Πείσαμε τους εαυτούς μας πως το γκρίζο είναι χρώμα/σαν κοπρόσκυλα που αρνούνται να δαγκώσουν τη φόλα.
Στραβοκοιτούσαμε ο ένας τον άλλο στις γειτονιές/με νεύρα τεντωμένα από σκατοδουλειές.
Ματώναμε για λίγα φράγκα, ομάδες και μουσικές/μα, οι πραγματικοί εχθροί δεν ανήκαν σε σκηνές.
Ζήσαμε πόλεμο χωρίς βομβαρδισμένα τοπία/επιβιώσαμε απ’ τη βία του να μην έχεις μία.
Τα πιτσιρίκια μεγαλώνανε σαν άγρια θηρία/χτυπούσανε με kravmaga, muaythai και πυγμαχία.
Η έκφραση μας είπαν οδηγεί στην παρανομία/να μας μαντρώσει όλους θέλανε η αστυνομία.
Παντού συντρίμμια, ζωντανοί ανάμεσα σε κουφάρια/καλλιεργώντας για ασφάλεια μια ελεγχόμενη παράνοια/όσο αιμοδιψείς θεοί παίζουν τη γη μας στα ζάρια».
Έχει έρθει η εποχή να φανταστούμε ξανά ουτοπίες, απείρως πιο ενδιαφέρουσες από αυτές που δείχνει το Χόλιγουντ, πέρα από το θέαμα ή μετά το «σημείο μηδέν» της έκρηξης. Να επανεφεύρουμε σχέσεις περιεχομένου και όχι μορφής, σε σύγκρουση με το μεταμοντέρνο σχετικισμό ή την αισθητικοποίηση των πάντων. Αν «τρυφερό θα ήταν μόνο το χονδροειδές, πως κανείς δεν πρέπει να πεινά», όπως έγραφε κάποτε ο Αντόρνο, μπορούμε να σκεφτούμε και πολλά παραπάνω: Ώριμη μεταρρύθμιση είναι η στιβαρή χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας και όχι η ιδιωτικοποίηση της. Ώριμη μεταρρύθμιση είναι η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού και όχι η υποτίμηση του χρόνου εργασίας των ανθρώπων. Ώριμη μεταρρύθμιση είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο να καταστεί ηγεμονικό όχημα μετάβασης σε ένα μέλλον γεμάτο νόημα, και όχι οι αρλούμπες των κολεγίων. Ώριμη μεταρρύθμιση είναι η νομιμοποίηση της ευφορικής κάνναβης, ο πολιτικός γάμος των ομοφυλοφίλων, η οικολογία, η αμεσότερη δημοκρατία, και όχι οι σκοροφαγωμένες εμμονές της Δεξιάς. Εχθροί μας δεν είναι οι μετανάστες, αλλά τα διευθυντήρια που εξευτελίζουν τους ανθρώπους. Αυτές οι κοινωνικές αναμονές δεν μπορούν να παραμείνουν αναμονές για πολύ καιρό. Σύντομα οι άνθρωποι θα αναζητήσουν τους φορείς και τους τρόπους για να τις πραγματοποιήσουν.
Πηγή: Η Αυγή