Ήταν κάτι που πολλοί υποψιάζονταν αλλά κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορούσε να αποδείξει. Τον τρόπο με τον οποίο η, υποτίθεται, αμερόληπτη δικαστική έρευνα με την κωδική ονομασία «Πλυντήριο Αυτοκινήτων» χρησιμοποιήθηκε ως βασικό εργαλείο για την ανατροπή της κυβέρνησης του Κόμματος των Εργαζομένων στη Βραζιλία και την παλινόρθωση της πιο αποκρουστικής μορφής της εγχώριας Δεξιάς.
O ιστότοπος ερευνητικής δημοσιογραφίας Ιntercept έδωσε στη δημοσιότητα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που φωτίζει αρκετές πτυχές του δικαστικού δράματος ή, στην προκειμένη περίπτωση, πραξικοπήματος. Θα ήταν βαρύς χαρακτηρισμός αν τα στοιχεία δεν αποδείκνυαν ότι οι ανώτατες δικαστικές αρχές της Βραζιλίας συνωμοτούσαν επί μήνες για να αποτρέψουν μια πιθανή επιστροφή του ΡΤ στην εξουσία.
Το ρεπορτάζ, που υπογράφεται από τον Γκλεν Γκρινγουολντ -γνωστό για τις αποκαλύψεις του σε σχέση με το δίκτυο ηλεκτρονικής παρακολούθησης της NSA- και τον Βίκτορ Πούγκι, επικαλείται μια αποκλειστική και ανώνυμη πηγή που παρείχε απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες μεταξύ δικαστικών λειτουργών. Συνομιλίες που αποκαλύπτουν την πολιτική και ιδεολογική ατζέντα των υπεράνω πάσης υποψίας υπευθύνων του «Πλυντηρίου».
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι οι συνομιλίες που έλαβαν χώρα μόλις δέκα μέρες πριν τις εκλογές που έφεραν τον ακροδεξιό Ζαΐρ Μπολσονάρου στην προεδρία. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιτρέψει σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «Folha de São Paulo» να πάρει συνέντευξη από τον φυλακισμένο πρώην Πρόεδρο της χώρας Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα σήμανε συναγερμό στα ανώτατα κλιμάκια του «Πλυντηρίου».
Αμέσως μόλις πληροφορούνται την απόφαση, τα μέλη της task force αρχίζουν να συζητούν σε chat group της υπηρεσίας Telegram για το πώς θα μπλοκάρουν την κίνηση. Το θεωρούν απολύτως απαραίτητο καθώς δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο επιστροφής του ΡΤ στην εξουσία.
«Μια συνέντευξη τις παραμονές του δεύτερου γύρου των εκλογών θα μπορούσε να οδηγήσει στη νίκη του Χαντάντ» προειδοποιεί πρώτη η εισαγγελέας Λάουρα Τέσλερ, αναφερόμενη στο ενδεχόμενο επικράτησης του αντίπαλου του Μπολσονάρου και υποψηφίου του PT, Φερνάντο Χαντάντ.
Διάλογοι ευσεβών δικαστικών
Ο επικεφαλής της task force, Ντελτάν Νταλανιόλ, έχει τη δική του συζήτηση με έναν στενό συνεργάτη και επίσης εισαγγελέα. Καταλήγουν στην αμοιβαία υπόσχεση να προσευχηθούν προκειμένου ο Ύψιστος να αποτρέψει την εκλογή Χαντάντ. Ακολουθεί ο εξής διαφωτιστικός διάλογος.
«Βρισκόμαστε σε ένα τρένο που έχει εκτροχιαστεί και δεν ξέρω τι μας περιμένει». «Το μόνο βέβαιο είναι ότι είμαστε μαζί». «Με ανησυχεί πολύ η πιθανότητα επιστροφής του PT αλλά προσεύχομαι στον Θεό να φωτίσει τον πληθυσμό μας και να μας σώσει ένα θαύμα». «Είμαι μαζί σου, Κάρολ». «Ας προσευχηθούμε λοιπόν».
Η εισαγγελέας Τέσλερ δεν κρύβει την αγανάκτησή της: «Τι φάρσα! Αποκρουστικό! Θα κάνει και συγκέντρωση στη φυλακή. Πραγματικό τσίρκο. Μετά τη Μόνικα Μπέργκαμο (σ.σ.: τη δημοσιογράφο που επρόκειτο να πάρει τη συνέντευξη), είμαι σίγουρη ότι θα ακολουθήσουν κι άλλοι δημοσιογράφοι». Ένας άλλος εισαγγελέας, ο Αθαΐντε Ριμπέιρο, συμμερίζεται την αγανάκτηση γράφοντας τη λέξη «Μαφιόζοι» και παραθέτοντας καμιά δεκαριά θαυμαστικά.
Περισσότερο πρακτικός, ένας άλλος εισαγγελέας, ο Ζανουάριο Παλούντο, αρχίζει να καταστρώνει σχέδια για να εμποδίσει τη συνέντευξη. «Σχέδιο Α, θα μπορούσαμε να ασκήσουμε έφεση. Σχέδιο Β, να πραγματοποιήσουμε ανοιχτή συγκέντρωση Τύπου την ίδια μέρα. Θα είναι χαοτική και θα μειώσει τις πιθανότητες μιας στοχευμένης συνέντευξης» προτείνει.
Τελικά οι εισαγγελείς αποφασίζουν να μην ασκήσουν έφεση καθώς κάτι τέτοιο θα επιβεβαίωνε στην πράξη αυτό για το οποίο το ΡΤ τούς κατηγορούσε από την πρώτη στιγμή: ότι δεν είναι πολιτικά ουδέτεροι και υπηρετούν συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Τελικά από τη δύσκολη θέση τούς βγάζει το δεξιό κόμμα Novο που υποβάλει τη δική του έφεση. Και τότε ακολουθούν πανηγυρισμοί. «Μόλις το έμαθα!» «Η ατμόσφαιρα στο Ανώτατο Δικαστήριο θα είναι φανταστική.» «Θα είναι πόλεμος δικαστικών αποφάσεων». «Θα έπρεπε να ευχαριστήσουμε το Novo!».
Η περίπτωση Μόρο
Οι «προσευχές» των εισαγγελέων τελικά εισακούονται και η συνέντευξη αναβάλλεται για μετά τις εκλογές. Για την ιστορία, ο Λούλα, που εξελέγη δύο φορές, το 2002 και το 2006, και αποχώρησε από την προεδρία με το πρωτοφανές ποσοστό δημοτικότητας 87%, ήταν το μεγάλο φαβορί για τις περσινές εκλογές μέχρι την καταδίκη του για διαφθορά από τους δικαστές του «Πλυντηρίου Αυτοκινήτων» και την επακόλουθη απαγόρευση συμμετοχής του στην αναμέτρηση.
Μεγάλος πρωταγωνιστής των ερευνών και ο άνθρωπος ο οποίος χαιρετίστηκε ως εξυγιαντής της δημόσιας ζωής στη Βραζιλία από ντόπιο και διεθνή Τύπο ήταν ο δικαστής Σέρζιο Μόρο, που μετά την εκλογή του Ζαΐρ Μπολσονάρου ανέλαβε ένα υπουργείο Δικαιοσύνης περιβεβλημένο με διευρυμένες εξουσίες.
Οι διαδικτυακές συνομιλίες που παρουσιάζει το Intercept αποκαλύπτουν έναν δικαστικό λειτουργό που παρεμβαίνει ανοιχτά στο ανακριτικό έργο: αλλάζει τη σειρά των ανακρίσεων, προγραμματίζει τις επιδρομές, ενημερώνει προκαταβολικά τους εισαγγελείς για τις επόμενες κινήσεις του. Και το πιο περίεργο, δεν εμφανίζεται ως δικαστής αλλά ως συντονιστής των εισαγγελέων.
«Τι νομίζετε γι’ αυτές τις τρελές ανακοινώσεις του ΡΤ; Θα έπρεπε να τις διαψεύσουμε επισήμως;» διερωτάται στις ηλεκτρονικές συνομιλίες μαζί τους χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Σημειωτέον ότι το ποινικό σύστημα της Βραζιλίας διαχωρίζει αυστηρά τον ρόλο της πολιτικής αγωγής από εκείνον του δικαστή, ο οποίος υποτίθεται ότι κρίνει τις υποθέσεις με τρόπο απολύτως αμερόληπτο.
Ο δικαστής και μετέπειτα υπερυπουργός Δικαιοσύνης διέψευδε πάντα κατηγορηματικά ότι συντόνιζε την ειδική ομάδα των ανακριτών. «Ο δικαστής απλώς αντιδρά. Λέμε ότι ένας δικαστής θα έπρεπε να καλλιεργεί αυτές τις παθητικές αξίες» τόνιζε τον Μάρτιο του 2018. Οι «παθητικές» του αξίες βέβαια ταυτίζονται απολύτως με την ατζέντα «νόμος και τάξη» που η ακροδεξιά κυβέρνηση της Βραζιλίας προωθεί επιθετικά μετά την εκλογή του Μπολσονάρου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μόρο κωδικοποίησε πρόσφατα την προεκλογική υπόσχεση του Προέδρου να «λύσει τα χέρια» της αστυνομίας διευρύνοντας τα όρια της νόμιμης αυτοάμυνας. Τα όργανα της τάξης θα απαλλάσσονται πλέον από κάθε κατηγορία αν η Δικαιοσύνη κρίνει ότι σκότωσαν κάποιον ύποπτο υποκινούμενοι από «φόβο, έκπληξη ή βίαια συναισθήματα».
Παραμένει αβέβαιο κατά πόσο οι αποκαλύψεις του Intercept θα κλονίσουν τη νέα κυβέρνηση ή θα εντείνουν τις κοινωνικές κινητοποιήσεις εναντίον της. Τίποτε όμως δεν είναι όπως πριν. Το Κόμμα των Εργαζομένων ζήτησε ήδη τη διεξαγωγή έρευνας για την υπόθεση -ποιος να την κάνει άραγε;- κάνοντας λόγο για «το μεγαλύτερο θεσμικό σκάνδαλο του δημοκρατικού πολιτεύματος». Από την πλευρά του, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε εσπευσμένα να επανεξετάσει το αίτημα αποφυλάκισης του Λούλα. Θα μπορούσε επομένως να είναι η αρχή για τη μεγάλη επιστροφή. Παρ’ όλες τις προσευχές για το αντίθετο.
Μιχάλης Τρίκκας
Πηγή: Η Αυγή