Macro

Όψεις μιας ψευδεπίγραφης οικονομίας

Ο πόλεμος για τον έλεγχο του κόσμου θα είναι πόλεμος ορισμών,
Th. Szasz

 

Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και της κατανάλωσης, αλλά όχι μόνο, η λεγόμενη «συνεργασιακή οικονομία» ή «οικονομία της διαμοίρασης» (économie collaborative ή de partage), η οποία αυξάνεται παγκοσμίως και με διάφορες μορφές. Αποτελεί ένα αντικείμενο δύσκολα προσδιορίσιμο, τόσο ένεκα των ετερόκλητων δρώντων και της ετερογένειας δραστηριοτήτων και πλαισίου όσο και ένεκα της φιλοσοφίας και των κινήτρων και στόχων που τα διέπει.
Πρόκειται (R. Botsman, 2015) για «οικονομικό σύστημα αποτελούμενο από αποκεντρωμένα δίκτυα και θέσεις στην αγορά, που αναδεικνύει υποχρησιμοποιημένες αξίες ενεργητικού, μέσω της επαφής των ιδιοκτητών με εκείνους που τις έχουν ανάγκη, παρακάμπτοντας τους παραδοσιακούς μεσάζοντες». Οι δραστηριότητες της δικτυακής αυτής οικονομίας μπορούν να αφορούν στην κατανάλωση, στην επιδιόρθωση και την κατασκευή αντικείμενων, στη συμμετοχική χρηματοδότηση (crowdfunding) αλλά και στο μοίρασμα των γνώσεων (μαζικά μαθήματα σε πραγματικό χρόνο, Alternat. Econom., no 363, 2016).
Γενικά, τα παραπάνω δίκτυα τα διαχειρίζονται ηλεκτρονικές πλατφόρμες τις οποίες μπορεί να κατέχουν απλοί πολίτες, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες, αλλά και πολυεθνικές οι οποίες φέρνουν σε επαφή τους συναλλασσόμενους. Οι πλατφόρμες αυτές «αποζημιώνονται» ποικιλοτρόπως: συνήθως με προμήθεια, διαφημίσεις, χορηγίες, συνδρομές κ.α. Μπορούν, όμως, να δρουν και σε εθελοντική βάση (Alternat. Econom., οπ.παρ.).
Το μεγαλύτερο τμήμα-αντικείμενο της οικονομίας αυτής είναι η «συνεργασία» στον τομέα της κατανάλωσης και αφορά πρωτίστως στην κατοικία (μοίρασμα, συνενοικίαση, ανταλλαγές κ.α) και στη μετακίνηση (συναυτοκίνηση μικρών ή μεγάλων διαδρομών κ.α) και, δευτερευόντως, στη διατροφή (μικρά, συλλογικά και άμεσα δίκτυα παραγωγών–καταναλωτών, όπως στη Γαλλία τα AMAP, κ.α) και στην ενέργεια (συμπαραγωγή ή ομαδική αγορά, Alternat. Econom., οπ.παρ.)

 

Μεταμισθωτή οικονομία

Στο πεδίο αυτό τα τελευταία χρόνια αναδύονται εκδοχές ψευδεπίγραφης και παραπλανητικής «συνεργασίας» ή συνεργατικότητας ή «διαμοίρασης» στην οικονομία. Πρόκειται συνήθως για επιχειρήσεις start–up, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από καπιταλιστικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που συνδέουν το κέρδος και την επισφάλεια με την διαδικτυακή τεχνολογία (διαδικτυακές πλατφόρμες) στο πλαίσιο της λεγόμενης ψηφιακής οικονομίας (των δικτύων).
Οι παραπάνω επιχειρήσεις έχουν ως σκοπό, καθόλα θεμιτό, τη «διευκόλυνση» των πολιτών ή τη «λύση προβλημάτων» καθημερινότητας, γρήγορα και φθηνά, ιδίως, αλλά όχι μόνο, στον τομέα της μετακίνησης (με ιδιωτικό αυτοκίνητο οποιουδήποτε για συμπλήρωση του εισοδήματός του, π.χ Blablacar Γαλλία, πολυεθνική πλέον σε 19 χώρες ή Uber ΗΠΑ) και της κατοικίας (ενοικίαση κατοικιών ή διαμερισμάτων ιδίως θερινών). Στις «λύσεις» αυτές συμμετέχουν και «συνεργάζονται» πολίτες-πελάτες, οι οποίοι και βαθμολογούν τον πάροχο της υπηρεσίας (γίνεται γι’ αυτό λόγος συχνά και για καταναλωτική συνεργασία, ως υποσύνολο μάλλον της «συνεργασιακής» οικονομίας). Η όλη διαδικασία, ωστόσο, θολώνει τα όρια ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές, αξιοποιώντας με καινοτόμο τρόπο, μέσω του διαδικτύου, τα υλικά αγαθά και τους κοινωνικούς πόρους. Από αυτή την άποψη φαίνεται να διαφέρει από την τυπική οικονομία της αγοράς (B. Perret, 2015).
Παρακολουθήσαμε έτσι τη μετάλλαξη ενός φαινομένου που στις αυθεντικές, μη αγοραίες και πραγματικά αλληλέγγυες–κινηματικές του απαρχές είχε ως βάση την συναυτοκίνηση (covoiturage). Μια πρακτική όπου γνωστοί και γείτονες μιας συγκεκριμένης συνοικίας ή γειτονιάς μοιράζονταν εναλλάξ, με προσυνεννόηση, τα αυτοκίνητά τους για να μεταβούν στο κέντρο της πόλης ή σε μια κοινή για όλους κοντινή διαδρομή. Αρχικά, όπως φαίνεται, επρόκειτο για μικρές διαδρομές και για συγκεκριμένο καθημερινό σκοπό (συνήθως μετάβαση στον τόπο εργασίας). Με την ίδια μορφή λειτουργούσε και η χαριστική ανταλλαγή διαμερισμάτων ή κατοικιών ή και με εναλλακτικά εικονικά νομίσματα (GuestToGuest, Couchsurfing) σε αντίθεση με την σημερινή πλατφόρμα Airbnb (βλ. και παρακ.). Είχαμε δηλαδή την εισαγωγή μιας χρηματιστικής συναλλαγής εκεί που αρχικά η ανταλλαγή δεν ήταν αναγκαστικά νομισματική. Το φαινόμενο μεταλλάχθηκε και εμπορευματοποιήθηκε, και έτσι γίνεται συχνά πλέον λόγος για «μεταμισθωτή» οικονομία (προσωρινής βέβαια απασχόλησης με μειωμένη κοινωνική προστασία). Οικονομία με «θολό» νομικό καθεστώς, ιδίως όσον αφορά στο εργατικό και φορολογικό δίκαιο. Είναι ενδεικτικό ότι με πρόσφατες αμερικανικές και βρετανικές δικαστικές αποφάσεις αναφορικά με την Uber, οι πάροχοι-οδηγοί θεωρούνται πλέον υπάλληλοι μισθωτοί και όχι ανεξάρτητοι επαγγελματίες· μια νομολογιακή, βέβαια, εξέλιξη που πλήττει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αυτών των πλατφορμών. Παράλληλα όμως η εξέλιξη αυτή έρχεται να υπενθυμίσει τις κερκόπορτες που καθημερινά σχεδόν ανοίγονται σε μια απορυθμισμένη αγορά. Μια αγορά, δηλαδή, που δίνει όλο και περισσότερο χώρο στην επέλαση ενός «παράτυπου καπιταλισμού» (E. Laurent, 2016), ο οποίος ενθάρρυνε την εμφάνιση φαινομένων, όπως το εδώ περιγραφόμενο, που εξαπλώνονται και δεν είναι ούτε νομικά-πολιτικά νομιμοποιημένα ούτε, εν τέλει, και οικονομικά–παραγωγικά αποτελεσματικά (E. Laurent, 2016). Καπιταλισμού, όμως, που με την νέα του μετάλλαξη καταφέρνει να εκμεταλλεύεται την απουσία κρατικής ρύθμισης (όπως στην περίπτωση της Uber στην Καλιφόρνια) και την κινητοποίηση μη εμπορικού κεφαλαίου στην ιδιωτική σφαίρα (αντικατάσταση του ελεύθερου χρόνου από χρόνο εργασίας, μετατροπή, ευκαιριακά, του ιδιωτικού αυτοκίνητου σε επαγγελματικό, η της ιδιωτικής κατοικίας σε εμπορική κλπ). Ως αρκετά ενδεικτικό παράδειγμα μπορεί σχετικά να αναφερθεί το ότι θεωρήθηκαν ως τέτοιες «συνεργασιακού» τύπου επιχειρήσεις στον τομέα της μετακίνησης ακόμα και δύο κορυφαίες μονοπωλιακές επιχειρήσεις του τομέα, η Βlablacar και η Uber, με τις συνακόλουθες πάντα ευκαιρίες που έτσι προσφέρθηκαν σε πάσης φύσεως επενδυτές.
Ωστόσο, είναι πλέον σαφές πως ούτε η διαχείριση είναι δημοκρατική ούτε ισοδίκαιη είναι η διανομή της παραγόμενης αξίας, όπως για παράδειγμα στους συνεταιρισμούς (Alternat. Econom. no 351/2015). Επιπλέον αντίθετα απ ότι εύκολα και άκριτα υποστηρίζουν οι θιασώτες παρόμοιων εγχειρημάτων, πρέπει ν’ αμφισβητηθεί εάν θεμελιώνεται κοινωνικός δεσμός και μια κοινωνική σχέση μέσω αυτής της οικονομίας (οικονομία των σχέσεων). Γνωρίσματα δηλαδή που αποτελούν χαρακτηριστικά της συνεργατικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Πέρα του ότι τα κίνητρα είναι οικονομικά —με τις διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες να δημιουργούν στην ουσία μονοπώλιο θέσης σε αγορά με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, ένεκα του «φαινομένου του δικτύου» (η πραγματική χρησιμότητα δηλαδή μιας τεχνολογίας ή ενός προϊόντος αυξάνει όσο περισσότεροι την χρησιμοποιούν). Έτσι στο μέτρο που καμία «στράτευση», όπως αναφέραμε, δεν χαρακτηρίζει αυτή την «εναλλακτική» οικονομία (σε αντίθεση με προγενέστερες γνήσιες σχεσιακές και στρατευμένες ανταλλαγές και χρήσεις) γίνεται φανερό πως αυτή δεν αμφισβητεί το μοντέλο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας μέσω ακριβώς της οποίας επιτρέπει εξ άλλου την απάλειψη κάποιου εισοδήματος .
Επιπρόσθετα είναι αμφίβολος και ο περιβαλλοντικός ισολογισμός παρόμοιων εγχειρημάτων, παρόλο που το φαινόμενο μπορεί να θεωρηθεί από οικολογική άποψη (βιώσιμη κινητικότητα) ως το τέλος του «μοναχικού» αυτοκινητιστή (autosolisme) και, επίσης, ευνοεί την χρήση (επαναχρησιμοποίηση) ενός αγαθού (δηλαδή την υπηρεσία που προσφέρει) ή την «αμοιβαιοποίησή» του (διαμοίραση) από την κατοχή του.

 

Αμφίβολος οικολογικός ισολογισμός

Υποστηρίζεται δηλαδή βάσιμα, πως τέτοια εναλλακτικά εγχειρήματα μέσω του διαδικτύου (τα οποία εντάσσονται και στην κυκλική οικονομία ή και οικονομία της λειτουργικότητας) δεν έχουν πάντοτε υπό οικολογικό πρίσμα, τόσο θετική έκβαση όση αρχικά υπόσχονταν. Κατ’ αρχήν οι χρήστες δεν ωθούνται πρωτίστως από οικολογικά κίνητρα όταν χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες, αλλά μάλλον από τη διευκόλυνση και την εξοικονόμηση χρημάτων και χρόνου. Επίσης, η συνολική κατανάλωση μέσω αυτής της συνεργασιακής οικονομίας δεν μειώνεται, ενώ όχι σπάνια αυτή πέφτει θύμα του γνωστού φαινομένου της αναπήδησης: η εξοικονόμηση χρημάτων (π.χ από την επιλογή της συναυτοκίνησης) μπορεί ύστερα να οδηγήσει στην απόφαση σ ένα μακρινό ταξίδι με αεροπλάνο, π.χ σ’ ένα μακρινό εξωτικό νησί. Αντίστοιχα, επομένως, η προώθηση της συναυτοκίνησης (Blablacar κ.α) δεν οδηγεί γενικά και αναγκαστικά και στη μείωση της αυτοκινητιστικής κυκλοφορίας. Τούτο στο βαθμό που ενθαρρύνει μετακινήσεις οι οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα γίνονταν ( Alternat. Econom. no 363/2016, ). Επί πλέον, μακροπρόθεσμα το φαινόμενο μπορεί να παρακινήσει τις δημόσιες αρχές να μειώνουν τις λεωφορειακές γραμμές και γενικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Από την άλλη, η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής ενός προϊόντος μπορεί να οδηγήσει στην επιβράδυνση της τεχνολογικής προόδου σχετικά με τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης. Τέλος, η χρήση του διαδικτύου (αναζήτηση στο Google) είναι η ίδια ενεργοβόρα (ενδεικτικά το 2013 το 1,5% της παγκόσμιας ηλεκτρικής κατανάλωσης το κατανάλωσαν οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες συνεργασίας–ανταλλαγής, ποσότητα που ισοδυναμεί με παραγωγή 30 πυρηνικών σταθμών, Altrenat. Econom. no 350/ 2015). Πρέπει να συνεκτιμηθεί, εξ άλλου, πως το φαινόμενο δεν παύει να θέτει τεράστια προβλήματα «αθέμιτου» ανταγωνισμού στη μαζική δημόσια μετακίνηση (π.χ. τρένα) αλλά και στα επαγγελματικά κατοχυρωμένα ταξί.
Δεν θεωρείται καθόλου τυχαίο, πάντως, το γεγονός ότι το φαινόμενο εξαπλώθηκε εκεί που οι δημόσιες μεταφορές ήσαν ελλιπείς ή ανύπαρκτες (ΗΠΑ, όπου και εμφανίσθηκε η Uber) λόγω μη κρατικής χρηματοδότησης. Τούτο στο βαθμό που, όπως έχει παρατηρηθεί, οι δημόσιες μαζικές μεταφορές συρρικνώνονται, καθώς το κράτος αποχωρεί σταδιακά και οι περικοπές λόγω λιτότητας κυριαρχούν όλο και πιο συχνά. Ενώ επιπρόσθετα έχει παρατηρηθεί (G. Allegre, 2016) πως η μεταμισθωτή αυτή εργασία (γνωστή ως uberisation), που εμπεριέχουν, αποαμοιβαιοποιεί τους κινδύνους (ανεργία, ασθένεια κλπ)

 

Ξεκάθαρες εμπορικές συναλλαγές

Ανάλογες επιφυλάξεις εκφράζονται άλλωστε και σχετικά με άλλες μορφές διαδικτυακής συναλλαγής όπως οι ενοικιάσεις–ανταλλαγές διαμερισμάτων και (ιδίως θερινών) κατοικιών (Airnbnb), αγορές μεταχειρισμένων οικιακών συσκευών, ενοικίαση εργαλείων κήπου ή μαστορεμάτων, οικιακού καθαρισμού κ.α, μέσω start–up επιχειρήσεων. Μορφές και πρακτικές που ενδύονται παραπλανητικά τον όρο της «οικονομίας διαμοίρασης», παραπέμποντας αφενός στις πρώτες μη εμπορευματικές κοινότητες της διαμοίρασης (M. Sahlins, 1997) και στα αυτοδιαχειριζόμενα κοινά (commons, E. Ostrom) (βλ. και παρακ.), και αφετέρου σε σημερινές εκδοχές που διεκδικούν χώρο από το πεδίο της αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας. Τούτο, αν και είναι προφανές πως και εδώ ελλείπει ο κοινωνικός δεσμός των συμμετεχόντων, αλλά και πως επιπρόσθετα πρόκειται για αδήλωτη και χωρίς άδεια («Εφ. των Συντακτών», 9/10/2015) και καθαρά εμπορευματική συναλλαγή. Συναλλαγή η οποία εδώ (σε αντίθεση προς την πιο εκτεταμένη αρχική και γνήσια συναυτοκίνηση που προαναφέρθηκε) βασίζεται στην κατοχή κεφαλαίου (π.χ κατοχή μιας θερινής κατοικίας) και στην καλύτερη αξιοποίησή του (Alternat. Econom. no 351/2015). Σχετικά ας υπενθυμίσουμε πως και τα ψηφιακά κοινά (communs numeriques) που συνδέονται με τη λεγόμενη συνεργασιακή οικονομία χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ως βιτρίνα και ως αγορά για τα προϊόντα τους και τις υπηρεσίες τους (B. Coriat, 2015). Μια αγορά προορισμένη να υπόκειται σε συστηματική εκμετάλλευση από τα μεγάλα αρπακτικά του χώρου αυτού (Coogle, Amazon, Yahoo, Apple). Επίσης είναι αρκετά ενδεικτικό των παραπάνω ότι πρόσφατα ( Εφημ. «Η Καθημερινή –οικονομική», 6/11/2016) η πολιτεία της Νέας Υόρκης ψήφισε νόμο που προβλέπει πρόστιμο 7.500 δολαρίων σε όσους κατοίκους της διαφημίζουν το ακίνητό τους στην πλατφόρμα βραχυπρόθεσμης ενοικίασης της Airbnb, μιας εταιρίας δηλαδή, η οποία λαμβάνει προμήθεια από κάθε ενοικίαση που πραγματοποιείται μέσω αυτής (προμήθεια μάλιστα και από τον ενοικιαστή και από τον ιδιοκτήτη) .

 

Νέο Ελ Ντοράντο;

Από τα παραπάνω αναδείχθηκε πιστεύουμε το διάσπαρτο και η ετερογένεια του φαινομένου: μερικοί συμμετέχουν για την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας πιο γενναιόδωρης, αλληλέγγυας και ανταλλακτικής στη βάση του «κοινού» ή του δώρου ή της λεγόμενης οικονομίας του ελεύθερου ή της λειτουργικότητας, και άλλοι, οι περισσότεροι, για το κέρδος. Τέλος, για άλλους, δεν πρόκειται παρά για οπισθοδρόμηση στην «εργασία με το κομμάτι» (στο πλαίσιο μιας υπηρεσίας «κατά ζήτηση»).
Τελικά, γίνεται φανερό πως παρ’ όλη τη χρήση όρων με θετικό και εύηχο πρόσημο (συνεργασία-διαμοίραση), που υπονοεί την ενεργή συμμετοχή των πολιτών (και άρα μια οικονομία «εκ των κάτω»), τέτοια φαινόμενα δεν συνιστούν παρά ένα νέο  Ελντοράντο ( Les dossiers de l’ Alternat. Econom. Novembre 2014, no 4), ή, αλλιώς, μια ακόμα αναγέννηση και μεταμόρφωση του καπιταλισμού (σε «συνεργασιακό»). Τούτο παρ’ όλες τις ωραίες εναλλακτικές λέξεις που οικειοποιείται και θέτει στην υπηρεσία του, ενώ πρόκειται κατ’ ακρίβεια, όπως προαναφέραμε, για «παροχή υπηρεσίας κατά ζήτηση». Για μερικούς (ήδη J. Rifkin, 2001) πρόκειται για ένα ακόμα μετασχηματισμό του καπιταλισμού σε μια μετα-αγοραία κατάσταση μέσω της μετάβασης από τη γεωγραφία (χώρο) στον κυβερνοχώρο, όπου συναντώνται προμηθευτές και χρήστες, πάροχοι και πελάτες «κατά ζήτηση». Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι που ισχυρίσθηκαν, πως έτσι μπορεί, κατά προέκταση, να νοηθεί εμπορευματική δραστηριότητα έξω από τη αγορά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως παραμένει το ερώτημα μήπως όλα αυτά δεν συνιστούν παρά μια ακόμα στρατηγική για σταδιακή επέκταση της ιδιωτικής εμπορευματικής εξουσίας και επί των σημασιών που αντιστοιχούν στους κοινωνικούς πειραματισμούς και τις θεσμικές καινοτομίες του ανταγωνιστικού εναλλακτικού παραδείγματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, πως ενίοτε, οι λέξεις εκδικούνται και μάλιστα μπορούμε να πούμε, παραφράζοντας τον Μπαχτίν, πως κάποτε κάποτε επιστρέφουν και εκδικούνται για την υφαρπαγή του αληθινού νοήματός των.

Πηγές :
Le monde diplomatique, sept. 2015, Alternatives économiques nο 331/janv. 2014, no 347/Juin 2015, no 349/Sept. 2015, nο 350/ octobre 2015, no 351/novembre 2015, no 363/décembre 2016
Εφημ. «Καθημερινή-οικονομική», 6/11/2016

Οι Τάκης Νικολόπουλος και Δημήτρης Καπογιάννης διδάσκουν κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία στο ΤΕΙ Δ. Ελλάδας (Μεσολόγγι)

Πηγή: Η Εποχή