Στην όμορφη πλατεία,
που μετά την είπαν κόκκινη,
ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι,
όταν ο ήλιος θέρμαινε τα ομοιόχρωμα τούβλα των τειχών,
που πλαισίωναν το πλήρες ανθρώπων τοπίο,
ανεβάζοντας, λόγω μιας απροσδιορίστου αιτίας,
έτι περαιτέρω τη θερμοκρασία και την ένταση των στιγμών,
ο φίλος μου ο Αναστάς ένιωσε να υπερίπταται του πλήθους,
που είχε σηκώσει στα χέρια τη λιμουζίνα του,
όχι για να επευφημήσει τη νέα ηγεσία,
αλλά για να κερδίσει λίγα μέτρα στην πορεία του προς το ταμείο.
Δεν έστεκαν οι εργάτες και οι εργάτριες,
οι φοιτητές και οι φοιτήτριες στην απέραντη ουρά για τα τρόφιμα της ημέρας,
μα για τα ποιήματα της ζωής τους γραμμένα από τον εκρηκτικό Ευγένιο.
Αυτό ονειρεύτηκε ο παλιός μπολσεβίκος και χάθηκε.
Γιώργος Μπουγελέκας