Η εξαγγελία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ για επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, αλλά και για τη διατήρηση του δημοσίου ελέγχου στην Εθνική Τράπεζα, έγινε δεκτή με ειρωνικά σχόλια από την κυβέρνηση και από φίλια μέσα ενημέρωσης. Οι πιο τολμηροί έκαναν λόγο για «βόμβα Τσίπρα», αλλά επειδή η ενεργειακή κρίση έχει αλλάξει τα δεδομένα και έχει κλονίσει στερεότυπα, έπειτα έπρεπε να εξηγήσουν τι μπορεί να κοστίσει στο δημόσιο ταμείο η υπόσχεση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και τι διαφορές έχει από αυτό που ήδη κάνουν σε πρωτοφανή κλίμακα οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας ή της Ισπανίας.
Μετά, οι εγχώριοι ρέκτες των ιδιωτικοποιήσεων θα έπρεπε να εξηγήσουν γιατί η κρατικοποίηση των ελληνικών τραπεζών μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων, που από το 2012 κόστισαν τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ στο Δημόσιο και στους φορολογούμενους, ήταν καλό πράγμα, ενώ αυτές οι κρατικοποιήσεις θα φέρουν συμφορές. Δύσκολες οι απαντήσεις. Αλλά, σε έναν βαθμό έχουν κάποιο δίκιο όταν ισχυρίζονται πως η «εθνικοποίηση» της EDF, της γαλλικής ΔΕΗ, από τον Μακρόν, της Uniper, της γερμανικής ΔΕΠΑ, από τον Σολτς και πολλών ακόμη εταιρειών ενέργειας από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι ακριβώς κρατικοποίηση ή επανακρατικοποίηση, αλλά κρατική διάσωση από κατάρρευση με χρήματα των πολιτών.
Πράγματι, οι κρατικοποιήσεις που διαπερνούν όλη την Ε.Ε. από την αρχή του χρόνου είναι μεν μια παραδοχή του νεοφιλελεύθερου φιάσκου, μια υποχώρηση από τη λατρεία της αγοράς και της ιδιωτικής απληστίας, αλλά δεν συνοδεύονται από μια ρητή δέσμευση ότι οι στρατηγικές υποδομές και επιχειρήσεις της ενέργειας, της ύδρευσης, των μεταφορών θα μείνουν για πάντα στον έλεγχο του Δημοσίου, στο όνομα του κοινωνικού συμφέροντος.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ειλικρίνεια των κυβερνήσεων, που με σχεδόν μοναδική εξαίρεση την ελληνική, τολμούν να προχωρήσουν σε ανάκτηση του κρατικού ελέγχου σε σειρά ζωτικών τομέων της οικονομίας, το παγκόσμιο κύμα –ενδεχομένως και κίνημα– απο-ιδιωτικοποίησης έρχεται πολύ πριν από την ενεργειακή κρίση, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τους εκβιασμούς της Μόσχας με το αέριο. «Το μέλλον είναι δημόσιο», διακηρύσσει η έκθεση που συντάσσει και ενημερώνει διαρκώς με νέα στοιχεία από τουλάχιστον 71 χώρες σε όλο τον πλανήτη το Transnational Institute (https://www.tni.org), οργανισμός με δραστηριότητα μισού αιώνα, αφοσιωμένος στην υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών από τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού.
Η έκθεση «The Future is Public» –και η αντίστοιχη ιστοσελίδα (https://publicfutures.org/)– καταγράφει «ζωντανά» ένα παγκόσμιο κύμα ανάκτησης του δημόσιου ελέγχου στην ενέργεια, στα συστήματα ηλεκτροδότησης, στην ύδρευση, στις μεταφορές, στις τηλεπικοινωνίες, αλλά και σε άλλους τομείς την τελευταία εικοσαετία. Γιατί η «δύση» του νεοφιλελευθερισμού και το φιάσκο των συνταγών με τις οποίες στέρησε το νερό από κοινότητες, βύθισε στο σκοτάδι ολόκληρες πόλεις ή προκάλεσε τραγικά δυστυχήματα σε σιδηροδρομικές ράγες και αυτοκινητόδρομους, ξεκίνησε στις αρχές του 21ου αιώνα.
Η απο-ιδιωτικοποίηση μετρά ήδη περί τις 1.600 επιτυχίες σε 71 χώρες σε όλες τις ηπείρους. Καταγράφεται σε όλους τους κλάδους και σε όλα τα επίπεδα διοίκησης. Από τις μικρές κοινότητες, που μαζί με οργανώσεις πολιτών ανακτούν τον δημόσιο έλεγχο του ηλεκτροφωτισμού ή της υδροδότησης, μέχρι τις κεντρικές κυβερνήσεις, που αντιλαμβάνονται ότι ο δημόσιος έλεγχος ενός αγωγού μεταφοράς αερίου ή ενός ηλεκτρικού δικτύου υπερυψηλής τάσης είναι εξίσου σημαντικός με το να έχει στρατό και οπλικά συστήματα για να αμυνθεί σε μια εχθρική επίθεση.
Στα στοιχεία που παραθέτουμε στο γράφημα απεικονίζεται αυτό το παγκόσμιο κύμα, εστιάζοντας στην Ευρώπη, στο οποίο η ελληνική κυβέρνηση αντιπαραθέτει μια πείσμονα εμμονή στις αποτυχημένες συνταγές αποκρατικοποίησης του περασμένου αιώνα. Μόνη εναντίον όλων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο παραδέχονται πως το «μέλλον είναι δημόσιο», επιμένει ότι «το μέλλον είναι ιδιωτικό». Φυσικά, αν πρόκειται για το μέλλον των φίλων και των κολλητών της.
Ο καταστροφικός κατακερματισμός του ενεργειακού συστήματος
Πώς η βίαιη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και άλλων στρατηγικών υποδομών από την κυβέρνηση Μητσοτάκη φέρνει την ίδια σε πλήρες αδιέξοδο στη διαχείριση της κρίσης και τη χώρα εκτεθειμένη στους ανταγωνισμούς ετερόκλητων ξένων και εγχώριων επιχειρηματικών σχημάτων;
Μια ανακεφαλαίωση του βίου και της πολιτείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο πεδίο των αποκρατικοποιήσεων καταλήγει σε ένα καταστροφικό και πολιτικά επιζήμιο ακόμη και για την ίδια αποτέλεσμα. Οχι μόνο γιατί από την αρχή της θητείας της ανέβηκε στο άρμα του νεοφιλελεύθερου δογματισμού της ιδιωτικοποίησης, σε πείσμα ενός αντίστροφου ρεύματος που επικρατούσε στην Ευρώπη και στον κόσμο ιδιαίτερα όσον αφορά τον δημόσιο έλεγχο των στρατηγικών υποδομών και δικτύων. Αλλά και γιατί στη μοναδική συγκυρία που έχει δημιουργήσει η ενεργειακή κρίση αδυνατεί –αν υποθέσουμε ότι θέλει– να επιβάλει στους εγχώριους κρίκους της ενεργειακής αλυσίδας μια στοιχειώδη συμπεριφορά αυτοσυγκράτησης στην κερδοσκοπία, ώστε να αποφύγει τουλάχιστον τη δημόσια κατακραυγή.
Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίφασης είναι η ΔΕΗ. Η πρόθεση να ξεπουληθεί η πολυτιμότερη δημόσια επιχείρηση της χώρας ήταν εκφρασμένη ήδη προεκλογικά, με την προβολή μιας καταστροφολογικής εικόνας για την κατάστασή της, στην οποία υποτίθεται ότι η μόνη σωτηρία ήταν η μερική πώληση και απεμπόληση του 51% του Δημοσίου.
Κερδοσκοπία
Μετά και το τρικ της αύξησης κεφαλαίου τον Οκτώβριο του 2021, μέσω του οποίου το ποσοστό του Δημοσίου έπεσε στο 34%, η ΔΕΗ συμπεριφέρεται ανοιχτά σαν μια ιδιωτική, κερδοσκοπική επιχείρηση που λογοδοτεί αποκλειστικά στους μετόχους της, ανάμεσά τους και το επενδυτικό fund CVC που ελέγχει πάνω από το 10% και μαζί με άλλους ιδιώτες μετόχους απαιτεί τα μερίσματά του. Ηταν αυτή, λοιπόν, που τσουρούφλισε καταναλωτές και επιχειρήσεις με την πιο κυνική και ληστρική εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής και ήταν η ίδια που πρωταγωνίστησε στο πάρτι αισχροκέρδειας στο χρηματιστήριο ενέργειας, με τη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής του ρεύματος στα ανώτατα δυνατά επίπεδα. Κι ενώ το επιχείρημα της κυβέρνησης ήταν ότι η βίαιη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ έφερε χρήματα στα δημόσια ταμεία (ένα μέρος από το 1,3 δισ. της αύξησης κεφαλαίου και μερίσματα από την όποια κερδοφορία της), την ίδια στιγμή η πρώην δημόσια επιχείρηση έχει κοστίσει πολλαπλάσια στα δημόσια ταμεία με τις επιδοτήσεις των λογαριασμών που μέσω προϋπολογισμού ή Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης επιστρέφουν στα ταμεία της.
Ενεργειακό καρτέλ
Προφανώς, ο μεγαλύτερος ηλεκτροπαραγωγός της χώρας υπό δημόσιο έλεγχο θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο, ως leader της αγοράς, στη συμπίεση των τιμών ρεύματος προς τα κάτω, παρασύροντας και τους ανταγωνιστές του σε μια ανάλογη συμπεριφορά. Πλην όμως η ιδιωτική στην ουσία ΔΕΗ λειτούργησε ξεκάθαρα ως επικεφαλής του ενεργειακού καρτέλ, προκαλώντας χάος στην αγορά ρεύματος και ένα πρωτοφανές θεσμικό βέρτιγκο στην ίδια την κυβέρνηση, που έχει αλλάξει τέσσερις φορές μοντέλο επιδότησης ανεβάζοντας το κόστος σε πάνω από 7 δισ. ευρώ.
Θύμα της νεοφιλελεύθερης εμμονής και –δυστυχώς– επιτυχίας της κυβέρνησης στην περίπτωση της ΔΕΗ ήταν φυσικά και το μεγάλο φιάσκο της απολιγνιτοποίησης, που δύο χρόνια μετά τη θορυβώδη προβολή και επιβολή της, αναστρέφεται ή αναβάλλεται επ’ αόριστον, αλλά με περιορισμένα αποτελέσματα. Η αποεπένδυση που έχει συντελεστεί στα λιγνιτικά πεδία καθιστά αδύνατο να αξιοποιηθεί πλήρως, τουλάχιστον στον χρόνο της ενεργειακής κρίσης, το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας και της ίδιας της ΔΕΗ.
Φυσικά, έχει προηγηθεί μια δεκαετία μνημονιακών ιδιωτικοποιήσεων και άλλων στρατηγικών υποδομών της χώρας (ΔΕΣΦΑ, ΑΔΜΗΕ κ.ά.), για τις οποίες οι εταίροι δανειστές που τις επέβαλαν, στο όνομα της απελευθέρωσης της ενεργειακής αγοράς, αντιμετωπίζουν σήμερα απροσδόκητα γεωπολιτικά διλήμματα (κυρίως… ρωσικά ή κινεζικά).
Την ώρα, λοιπόν, που κυβερνήσεις όπως της Γαλλίας ή της Γερμανίας παίρνουν τον πλήρη έλεγχο των εθνικών πρωταθλητών τους στην ενέργεια, συχνά με τον κίνδυνο να προσκρούσουν στις ευρωπαϊκές απαγορεύσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι αντιμέτωπη με ένα πλήρως κατακερματισμένο από αλλεπάλληλα κύματα ιδιωτικοποίησης ενεργειακό σύστημα, όπου συνυπάρχουν και συχνά συγκρούονται ελληνικές ιδιωτικές και ημιδημόσιες εταιρείες, με (κυρίως κρατικές) ιταλικές, κινεζικές, ρωσικές, γερμανικές, αυστραλέζικες, αζερικές, αμερικανικές ή απροσδιόριστης προέλευσης εταιρείες και επενδυτικά κεφάλαια, των οποίων η στρατηγική και οι επιδιώξεις είναι απίθανο να συμπέσουν με αυτό που σχηματικά αποκαλείται «εθνικό συμφέρον». Πολύ περισσότερο με το κοινωνικό συμφέρον.
Αδιέξοδο
Το αποτέλεσμα είναι ένα αδιέξοδο. Η κυβέρνηση αδυνατεί να ενορχηστρώσει και να συντονίσει στοιχειωδώς τους «παίκτες» της περίπλοκης αγοράς ενέργειας που περιλαμβάνει τους εισαγωγείς αερίου και πετρελαίου, τους μεταφορείς τους –κυρίως τους εφοπλιστές–, τους επενδυτές των σταθμών αποθήκευσης, τους ηλεκτροπαραγωγούς όλων των τεχνολογιών, τις διαφορετικές εταιρείες που ελέγχουν τα δίκτυα υπερυψηλής, υψηλής, μέσης και χαμηλής τάσης, όλο το ετερόκλητο πλήθος των προμηθευτών ρεύματος και αερίου, το χρηματιστήριο ενέργειας και τους παίκτες του και φυσικά όλο το πλέγμα διασύνδεσης με τα ενεργειακά δίκτυα των γειτονικών χωρών. Τα οποία, όταν τα πράγματα σφίξουν και ο ανταγωνισμός της εξοικονόμησης οξυνθεί, είναι μάλλον απίθανο να θέσουν ως προτεραιότητα την ενεργειακή αλληλεγγύη και να σπεύσουν για τις αναγκαίες εξαγωγές ρεύματος στην Ελλάδα ή αποθεμάτων αερίου από τις αποθήκες τους.
Πώς να ξεπουλήσετε χωρίς να… πουλήσετε
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εισήγαγε νέες τεχνικές αποκρατικοποίησης, πέρα από τις παραδοσιακές της άμεσης πώλησης μεριδίων κρατικών εταιρειών και συμμετοχών, μέσω του υπερταμείου ή του ΤΑΙΠΕΔ. Προφανώς η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ΔΕΗ, όπου η μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου έγινε διά της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Προφανώς ζωτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η διοίκηση Στάσση την οποία εγκατέστησε στη δημόσια επιχείρηση, η οποία εγκαινίασε τη θητεία της με την πρώτη μεγάλη αύξηση στα τιμολόγια ρεύματος κατά 17%, στο όνομα της κάλυψης των ζημιών της. Ωστόσο, αυτή η κίνηση στην πράξη ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα οριστικής αποκοπής της ΔΕΗ από τον κοινωφελή χαρακτήρα της.
Η ΔΕΗ βροντοφώναζε στους υποψήφιους επενδυτές ότι μετασχηματίζεται σε μια εταιρεία με πρωταρχικό στόχο την κερδοφορία της. Εναν χρόνο μετά η υπό κατάρρευση ΔΕΗ έγινε διά μαγείας κερδοφόρα και αισθάνθηκε εαυτήν αρκετά ελκυστική για να καλέσει, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, επενδυτές να βάλουν τα λεφτά τους στην αύξηση κεφαλαίου. Κυρίως, με ιδιωτική τοποθέτηση, δηλαδή με μια προσυμφωνημένη συναλλαγή με τη CVC που εδώ και χρόνια αγοράζει ό,τι κινείται και… τσουλάει στην Ελλάδα. Τα (αφορολόγητα ακόμη) υπερκέρδη της ενέργειας δικαίωσαν τους επενδυτές και τη διοίκηση της ΔΕΗ, που έχει λαμβάνειν και από τα stock options αρκετών εκατομμυρίων, για την επιλογή τους.
Η τεχνική τού… «ξεπουλάω χωρίς να πουλάω» εφαρμόστηκε και στην περίπτωση των ΕΛΠΕ με έναν πολύ πιο αδάπανο τρόπο για τον «εθνικό επενδυτή», τον όμιλο Λάτση. Με γελοίο πρόσχημα την εφαρμογή ευρωπαϊκής οδηγίας για την εταιρική διακυβέρνηση, η κυβέρνηση προώθησε την κατάργηση της συμφωνίας που ίσχυε από την εποχή συγχώνευσης της Petrola με τα ΕΛΠΕ βάσει της οποίας το Δημόσιο είχε το προνόμιο του ορισμού επτά από τα δεκατρία μέλη στη διοίκηση της εταιρείας. Ηταν τόσο εξόφθαλμη η μεθόδευση πλήρους παράδοσης του μάνατζμεντ των ΕΛΠΕ στον όμιλο Λάτση, με την εκλογή των μελών του Δ.Σ. από τη συνέλευση των μετόχων, όπου ο τελευταίος έχει την πλειοψηφία, ώστε αντέδρασε ακόμη και το ΤΑΙΠΕΔ! Βεβαίως, τελικώς ο στόχος επιτεύχθηκε, έστω κι αν ο «εθνικός επενδυτής» επέτρεψε στο Δημόσιο να έχει 4 εκπροσώπους στο Δ.Σ. της εταιρείας. Αυτό, βεβαίως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το Δημόσιο να πουλήσει στο μέλλον και το 35,5% που διατηρεί στο μεγαλύτερο διυλιστήριο της χώρας.
Ισως η πιο πανούργα τεχνική ιδιωτικοποίησης που επινόησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη εφαρμόστηκε όχι στην ενέργεια, αλλά στην ύδρευση. Και δη στην περίπτωση της ΕΥΔΑΠ. Ο λόγος για την απόπειρα εκποίησης του Εξωτερικού Υδροδοτικού Συστήματος της Αττικής, του μεγαλύτερου της χώρας που εξυπηρετεί σχεδόν τον μισό πληθυσμό της (εκτείνεται σε τέσσερις νομούς σε μήκος 495 χιλιομέτρων, περιλαμβάνει τις λίμνες Εύηνου, Μόρνου, Μαραθώνα και Υλίκης και όλες τις υποδομές μεταφοράς του νερού μέχρι τις μονάδες επεξεργασίας του). Το υπουργείο Μεταφορών προκήρυξε διαγωνισμό για ΣΔΙΤ 300 εκατ. ευρώ, από τον οποίο φρόντισε να αποκλειστεί η ίδια η ΕΥΔΑΠ! Στον διαγωνισμό συμμετείχαν ΑΚΤΩΡ, ΙΝΤΡΑΚΑΤ-ΤΕΡΝΑ και ΜΗΧΑΝΙΚΗ, διεκδικώντας την εκμετάλλευση του συστήματος για είκοσι χρόνια.
Τρελά λεφτά! Μόνο που το σχέδιο έπεσε στα… νύχια του ΣτΕ, το οποίο ακύρωσε τον διαγωνισμό μόλις προ ολίγων ημερών, αποδεχόμενο την προσφυγή των εργαζομένων της επιχείρησης, αλλά και πολιτών. Ισως είναι αξιοσημείωτο -μια χαραμάδα ελπίδας- ότι στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο με κάποιο τρόπο έχει φτάσει ο απόηχος του παγκόσμιου κύματος απο-ιδιωτικοποίησης του νερού και των δικτύων παροχής του. Ας διασωθεί τουλάχιστον ένα δημόσιο αγαθό, αυτό που θεωρείται αιτία της ζωής στη Γη, από την απληστία και την αχρηστία!
Γιάννης Κιμπουρόπουλος