Αν υπήρξε μια ελπιδοφόρα είδηση από τη Γερμανία, την εβδομάδα που πέρασε, αυτή αφορούσε τη συγκέντρωση ενάντια στο ρατσισμό, αλλά και στον αυταρχισμό της κυβέρνησης, που έγινε την περασμένη Τετάρτη και στην οποία η συμμετοχή ξεπέρασε τις προσδοκίες των διοργανωτών. Όλα τα βλέμματα είναι έτσι κι αλλιώς στραμμένα στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, όπου την ερχόμενη Κυριακή, όπως όλα δείχνουν, θα λάβει χώρα η ιστορικών διαστάσεων αποκαθήλωση των ακραίων συντηρητικών Χριστιανοκοινωνιστών από το θρόνο της παντοδυναμίας-αυτοδυναμίας τους.
Ακόμα μια εκλογική μάχη επί γερμανικού εδάφους πλησιάζει και για ακόμα μια φορά το αποτέλεσμά της αναμένεται με ενδιαφέρον σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όλα δείχνουν ότι η Χριστιανοκοινωνική Ένωση CSU δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από το πεπρωμένο της, που δεν είναι άλλο από την απώλεια της αυτοδυναμίας, που εδώ και έξι δεκαετίες είχε μάθει τους πολιτικούς της να κινούνται με την αυτοπεποίθηση που τους έδινε η άποψη ότι «εμείς είμαστε το κράτος». Όλες οι δημοσκοπήσεις επιμένουν ότι όσο και αν έστριψε το τιμόνι προς τα δεξιά, όσο και αν προσπάθησε να πείσει ότι όλα είναι υπέροχα εκεί στο Νότο της Γερμανίας, όσο και αν προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από την κυβέρνηση Μέρκελ, η CSU για πρώτη φορά θα πέσει σε ποσοστά αρκετά κάτω από το 40% και θα αναγκαστεί να αναζητήσει συμμάχους για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Είναι η μοίρα ενός κόμματος που μοιάζει να μην μπορεί να ξεκολλήσει από το συντηρητικό του παρελθόν, εκτός από τις στιγμές που αποφασίζει να οικειοποιηθεί συνθήματα της «σύγχρονης» ακροδεξιάς. Όλα δείχνουν ότι τη νύφη θα πληρώσει ο πρόεδρος -ακόμα- του κόμματος Χορστ Ζέεχοφερ, ο οποίος από τη θέση του υπουργού Εσωτερικών στο Βερολίνο προσπάθησε να βοηθήσει το κόμμα του πουλώντας «ασφαλή σύνορα και φτηνό πατριωτισμό», αλλά έχει πλέον απαξιωθεί πλήρως, όπως δείχνουν και οι μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης μετά την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, που δύο φορές μέσα σε λίγες εβδομάδες δοκίμασε στο έπακρο τις αντοχές της κυβέρνησης Μέρκελ.
Η κατάρρευση της CSU, γιατί περί τέτοιας πρόκειται για ένα κόμμα που συνήθιζε να παίρνει ποσοστά πάνω από το 50% μερικά χρόνια πριν και είχε μάθει να αντιμετωπίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως κατώτερα όντα, είναι σίγουρο ότι θα πυροδοτήσει εξελίξεις και σε εθνικό επίπεδο. Θα βρεθούν και πάλι εκείνοι που θα θελήσουν να ρίξουν τις ευθύνες στην Ανγκέλα Μέρκελ για την αποσύνθεση που βιώνει η συντηρητική παράταξη, την ώρα που η ακροδεξιά καλπάζει στην ανατολική Γερμανία, ενώ στην ίδια τη Βαυαρία διεκδικεί με αξιώσεις την τρίτη θέση έχοντας στο τσεπάκι το διψήφιο ποσοστό.
Επέτειος για λίγους
Η πραγματική αιτία αυτής της ανόδου, η κοινωνική διάλυση στην Ανατολική Γερμανία που συντελέστηκε κατά την επανένωση με νεοφιλελεύθερες διαδικασίες εξπρές, δεν αναφέρθηκε φυσικά σε κανέναν από τους επετειακούς λόγους, που εκφωνήθηκαν την περασμένη Τετάρτη με αφορμή την 28η επέτειο αυτής της ιστορικής στιγμής. Ο μόνος που έδειξε διάθεση να θίξει κάποια ζητήματα με το γνωστό κυνικό του τρόπο, ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Κάποιοι έγραψαν πάντως ότι αυτές οι εορτές που θυμίζουν πια το φθαρμένο καθεστώς του Εριχ Χόνεκερ λίγο πριν τη δική του κατάρρευση, είναι καιρός να καταργηθούν. Ήταν ωστόσο το Μόναχο που έστειλε ένα ελπιδοφόρο μήνυμα αυτήν την ημέρα, αφού περίπου 40.000 άνθρωποι διαδήλωσαν εκεί με σύνθημα «τώρα είναι που μετράει» εκφράζοντας την αντίθεσή τους στο ρατσισμό, αλλά και στην αστυνομοκρατία που έχει προωθήσει το τελευταίο διάστημα το κόμμα-κράτος των Χριστιανοκοινωνιστών στη Βαυαρία.
Ήταν άνθρωποι από όλες τις παρατάξεις και ανάμεσά τους και οι επικεφαλής του ψηφοδελτίου των Πρασίνων Σούλτσε και Χάρτμαν, που όπως όλα δείχνουν θα ξεπεράσουν το 16 με 17% και θα αναδειχθούν άνετα σε δεύτερο κόμμα, υποχρεώνοντας τη συντηρητική CSU να ξεκινήσει συνομιλίες μαζί τους για το σχηματισμό της τοπικής κυβέρνησης.
Για όσους αναρωτιούνται που μπορεί να βρίσκεται το SPD, θα πρέπει να κοιτάξουν πιο χαμηλά στον κατάλογο με την κατάταξη των κομμάτων την ερχόμενη Κυριακή. Η σοσιαλδημοκρατία θα βιώσει ακόμα ένα δράμα στην ολοένα και πιο ορατή πλέον πορεία «πασοκοποίησης» της, την οποία η ηγεσία του κόμματος ούτε σε τοπικό, ούτε και σε εθνικό επίπεδο δείχνει ικανή να αναστρέψει. Είναι πολύ πιθανό να βρεθεί ακόμα και στην τέταρτη θέση και ουσιαστικά στην πολιτική ασημαντότητα, εκτός αν έρθει κάποιο σήμα από το Βερολίνο που θα ζητάει από τους Χριστιανοκοινωνιστές να επιχειρήσουν και εδώ μια συνεργασία, σαν εκείνη του κατ’ όνομα μεγάλου συνασπισμού.
Το «αίνιγμα» Μέρκελ
Σε κάθε περίπτωση τα σχόλια για τη δύση του άστρου της Ανγκέλα Μέρκελ θα συνεχίσουν να πληθαίνουν, καθώς και οι εικασίες για το πότε και πώς σκοπεύει να σκηνοθετήσει η ίδια την οριστική της αποχώρηση από την καγκελαρία. Μερίδα του Τύπου, όπως το Spiegel, την καλεί πλέον σε εβδομαδιαία βάση να το κάνει, διασώζοντας την ίδια την πολιτική της αξιοπρέπεια. Οι δελφίνοι στο μεταξύ διαρρέουν τις φιλοδοξίες τους στον Τύπο και προσπαθούν να κερδίσουν και αυτοί χρόνο για να προλάβουν να κτίσουν ηγετικό προφίλ. Κανείς τους δεν αμφισβητεί την ουσία της πολιτικής που υπηρέτησε με πίστη η καγκελάριος τα τελευταία 13 χρόνια, και η οποία ήταν σταθερά νεοφιλελεύθερη. Αντίθετα, κάποιοι είναι έτοιμοι να αναιρέσουν όποια ψήγματα κοινωνικού φιλελευθερισμού μπορεί να …εισχώρησαν στο κόμμα της κυρίας Μέρκελ τα τελευταία 13 χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι στην κριτική που της ασκείται για την αποστράγγιση του κόμματος, το κεντρικό επιχείρημα του συστημικού Τύπου είναι ότι μετακίνησε τη Χριστιανοδημοκρατία αριστερότερα.
Η έλλειψη πάντως σοβαρών αντιπάλων που θα μπορούσαν να την αμφισβητήσουν ανοικτά, δίνει στη Μέρκελ κάποια χρονικά περιθώρια κινήσεων. Θα περιμένει σίγουρα και τις εκλογές στην Έσση στις 28 Οκτωβρίου, με ένα νέο ηχηρό ράπισμα να θεωρείται επίσης ως πιθανότερο σενάριο. Το αν θα αρχίσει να προετοιμάζει την αποχώρησή της, θα φανεί στο συνέδριο του κόμματος τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Η Μέρκελ υπεράσπιζε ως τώρα σθεναρά την άποψη ότι αρχηγός σε κυβέρνηση και κόμμα πρέπει να είναι το ίδιο πρόσωπο. Αν αποφασίσει να μην διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, τότε θα στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς όλους. Κυρίως με τον ποιον ή ποια θα αποφασίσει να υποδείξει ως διάδοχό της. Μετά την αποτυχία της όμως να επιβάλει το δικό της υποψήφιο, Φόλκερ Κάουντερ, για τη θέση του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής της ομάδας, κανείς δεν εγγυάται ότι μια τέτοια υπόδειξη θα εξασφαλίσει μια πορεία στρωμένη με ροδοπέταλα για τον όποιον «εκλεκτό» της.
Δημήτρης Σμυρναίος
Πηγή: Η Εποχή