Macro

Ολιβιέ Μπεζανσενό, Μικαέλ Λεβί «Κόκκινος Σεπτέμβρης. Το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 στη Χιλή», μετάφραση: Σπύρος Γιανναράς, εκδόσεις Θεμέλιο, 2024

«Μας είπαν τι να θυμόμαστε και τι όχι», έλεγε σε μια συνέντευξή της η χιλιανή συγγραφέας Νόνα Φερνάντες, μιλώντας για το πώς πολλαπλοί παράγοντες έχουν προσπαθήσει να γράψουν μια «επίσημη ιστορία» για το πραξικόπημα και τη χούντα του Πινοτσέτ, για να θυμίσει αλλού, αναφερόμενη σε έναν από τους προέδρους της χώρας στη μεταδικτατορική/δημοκρατική περίοδο της Χιλής: «ας ξεχάσουμε ότι αυτός ο ίδιος ήταν που απευθύνθηκε στους στρατιωτικούς ζητώντας να γίνει το πραξικόπημα του 1973» («Η ζώνη του λυκόφωτος», εκδ. Gutenberg).
 
Η (ελεγχόμενη από τους στρατιωτικούς) μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία κληροδότησε στη μεταδικτατορική Χιλή πολλά βάρη από τη σκοτεινή περίοδο της χούντας: ατιμωρησία των δολοφόνων, ένα αντιδημοκρατικό Σύνταγμα που έγινε στόχος των διαδηλωτών στις κινητοποιήσεις του 2019 και κατόπιν αντικείμενο δημοψηφίσματος, αμετακίνητος νεοφιλελευθερισμός και άλλα. Όταν τα ΜΜΕ έλεγαν «έκπληκτα» ότι όλη αυτή η μεγάλη εξέγερση του 2019 έγινε για μια «μικρή» αύξηση στο εισιτήριο στις συγκοινωνίες, οι διαδηλωτές και οι διαδηλώτριες φώναζαν, μέσα στις πλαστικές σφαίρες της αστυνομίας της δημοκρατίας: «δεν είναι τα 30 πέσος, είναι τα 30 χρόνια».
 
Το γεγονός όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος της Δεξιάς, οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες (το μπλοκ της «εργοδοτικής αντιπολίτευσης» στον Αλιέντε), μεγάλα τοπικά ΜΜΕ και οι ΗΠΑ συνεργάστηκαν με τους αξιωματικούς στην προετοιμασία και στην επιβολή του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ απαιτούσε και κάτι ακόμα: να ξεχαστούν πράγματα, να ξαναγραφτεί η Ιστορία. Να υπάρξει, όχι λήθη, αλλά επιλεκτική μνήμη.
 
Έτσι, βιβλία όπως αυτό που έγραψαν πρόσφατα (πέρυσι, στα 50 χρόνια από το πραξικόπημα) ο Μικαέλ Λεβί και ο Ολιβιέ Μπεζανσενό, δύο σημαντικές προσωπικότητες της Αριστεράς και συγγραφείς πολλών βιβλίων, είναι απολύτως χρήσιμα και κρίσιμα. Είναι, πέρα από όλα τα άλλα, εργαλεία στον διαρκή πόλεμο κατά της λήθης. Το συγκεκριμένο, δε, είναι και ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.
 
Οι δύο συγγραφείς αναπλάθουν όλη την προετοιμασία και την υλοποίηση του πραξικοπήματος, αλλά και το επόμενο μικρό διάστημα, βασισμένοι μεν στο ιστορικό υλικό και στα ντοκουμέντα, αλλά με τρόπο μυθοπλαστικό. Όπως οι ίδιοι λένε, «το βιβλίο αυτό είναι μια ιστορική μυθοπλασία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα», για να συμπληρώσουν ότι «ορισμένοι από τους διαλόγους αντιστοιχούν, σχεδόν κατά γράμμα, σε διασταυρωμένα ιστορικά έγγραφα [ενώ άλλες] συνομιλίες αποτυπώνουν την ουσία των πεποιθήσεων των συγκεκριμένων ατόμων, όπως αυτές εκφράστηκαν σε πολλές περιπτώσεις».
 
Γράφουν, έτσι, ένα συναρπαστικό βιβλίο, στο οποίο ο αναγνώστης και η αναγνώστρια βλέπουν να ζωντανεύει όλη η συνωμοσία για το πραξικόπημα, είτε οργανώνεται από το 1970 στον Λευκό Οίκο και στις συνομιλίες του Νίξον με τον Κίσινγκερ και άλλους είτε εξελίσσεται στις συνεδριάσεις των βιομηχάνων και άλλων μέσα στη Χιλή· έρχονται αντιμέτωποι με το ταξικό μίσος των μεγαλοαστών της Χιλής για τον Αλιέντε και τους εργάτες του, αλλά και με τον βρόμικο ρόλο που με το αζημίωτο έπαιξαν τα μεγάλα ΜΜΕ της χώρας· μαθαίνουν λεπτομερώς για εκείνη τη μαύρη μέρα του πραξικοπήματος και τον θάνατο του Αλιέντε (όπου τα γεγονότα στα διάφορα μέτωπα, μεταξύ των οποίων και οι δραματικές στιγμές στο εσωτερικό της Λα Μονέδα, του προεδρικού μεγάρου, περιγράφονται σχεδόν λεπτό λεπτό με κινηματογραφικό τρόπο)· θυμούνται τις αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν, ειδικά τις πρώτες μέρες, ενάντια στο πραξικόπημα και τη βάρβαρη καταστολή που ακολούθησε μετά τη νίκη των πραξικοπηματιών.
 
Ένα βιβλίο που σκαλίζει τη μνήμη, αλλά συνάμα, με τον τρόπο του, μιλάει και για πράγματα διαχρονικά – «η εμπειρία της Χιλής του 1973 είναι μια τρομερή υπενθύμιση: αυταρχικά, δικτατορικά, φασιστικά ή νεοφασιστικά καθεστώτα δεν είναι απαραίτητα το αντίθετο του φιλελευθερισμού. Μπορούν να αποτελέσουν την προέκτασή του σε περιόδους κρίσης», λέει σε μια συνέντευξή του ο Μπεζανσενό· ίσως όχι με τέτοιου τύπου πραξικοπήματα αλλά με άλλους είδους περιστολές της δημοκρατίας. Όπως έγραφε και μια δεξιά εφημερίδα λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα, προετοιμάζοντας το έδαφος γι’ αυτό, «η εκλογική δραστηριότητα και ο κοινοβουλευτικός βίος ανταποκρίνονται σε ένα σχήμα εξουσίας που έχει αρχίσει σταδιακά να ξεπερνιέται»…
 
Ένα βιβλίο, τελικά, πολύτιμη ψηφίδα σε όσα έχουν γραφτεί για εκείνον τον Σεπτέμβρη που βάφτηκε κόκκινος – κόκκινος από το «πολιτικό χρώμα των αγωνιστών που αντιτάχθηκαν στο πραξικόπημα (“οι κόκκινοι”)», όπως λένε οι συγγραφείς, αλλά και από το «αίμα των χιλιάδων Χιλιανών που βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν από τους πραξικοπηματίες» – περίπου 30.000 άνθρωποι πέρασαν από βασανιστήρια τα χρόνια της χούντας του Πινοτσέτ.
 
Κώστας Αθανασίου