Οι εκλογές κερδίζονται από το κέντρο. Το κύριο είναι τα κόμματα εξουσίας να απευθύνονται στον ενδιάμεσο ψηφοφόρο, να αποφύγουν τις «ακρότητες» που τρομάζουν τους μεσαίους ψηφοφόρους. Το παραπάνω αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα κλισέ της πολιτικής. Και είναι βαθύτατα προβληματικό.
Καταρχάς δεν στηρίζεται στα εμπειρικά δεδομένα. Ούτε η Θάτσερ ούτε ο Ρίγκαν, στα πρώτα βήματα του νεοφιλελευθερισμού, κέρδισαν τις εκλογές απευθύνοντας στο κέντρο. Αντιθέτως, η στρατηγική και των δύο ήταν να τα σπάσουν με την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική συναίνεση. Έκαναν ευθεία αντιπαράθεση με αυτή τη συναίνεση: υπέρ των αγορών και κατά του παρεμβατικού κράτους, υπέρ της επιχειρηματικότητας και κατά των συνδικάτων, κατά του κράτους πρόνοιας που στήριζε την τεμπελιά αντί της προσωπικής ευθύνης.
Ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές το 2015 με μια στροφή προς το κέντρο – κατέβηκε και κέρδισε τις εκλογές ως ριζοσπαστική αριστερά. Υπάρχουν πάμπολλα αλλά παραδείγματα.
Είναι πάντα λάθος η στροφή προς το κέντρο ως εκλογική στρατηγική; Για τα συστημικά κόμματα σε περιόδους ηγεμονίας ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος έχει τη λογική του. Για παράδειγμα στη Βρετανία τη δεκαετία του εξήντα οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί πάλευαν για το μεσαίο χώρο εντός της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Παρομοίως στην Ελλάδα μετά το 1993 το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ έκαναν το ίδιο εντός της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.
Στη δεύτερη περίοδο, αυτή η τάση ενισχύθηκε παγκοσμίως από το φαινόμενο των κομμάτων καρτέλ, δηλαδή κόμματα που αποκόπηκαν από την κοινωνική τους βάση και στηριζόταν όλο και περισσότερο σε κρατικούς πόρους για να διατηρήσουν τη θέση τους εντός του πολιτικού συστήματος. Με αυτό τον τρόπο ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κόμματα του δικομματισμού αμβλύνεται καθώς έχουν συμφέρον να προστατέψουν τα κοινά τους συμφέροντα και να αποκλείσουν αλλά μικρότερα κόμματα από την εξουσία.
Από τη σκοπιά της Αριστεράς όλα αυτά είναι εντελώς προβληματικά. Η Αριστερά που αποκόπτεται από την κοινωνική της βάσης δεν μπορεί να παίξει κανένα προωθητικό ρόλο. Και όταν μιλάμε για βάση, δεν μιλάμε για μέλη κόμματος των δύο ευρώ. Η εμπειρία του PCI στην Ιταλία και του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτική. Και στις δύο περιπτώσεις, μετά από πολλές επιτυχίες, αποφασίστηκε μια στροφή προς το κέντρο με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στην Ιταλία, η διαδικασία διάλυσης του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος άρχισε πολύ πριν από τον Ρέντζι, αλλά ο τελευταίος την ολοκλήρωσε. Με στόχο το μεγάλο κόμμα, όπου τα μέλη-οπαδοί υποτίθεται θα αποφάσιζαν για τα πάντα, χωρίς όμως πολλές πολιτικές και ιδεολογικές διαδικασίες, είδαμε, μετά από την πρώτη πύρρεια άνοδο, την εξαέρωση του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2019 ακολούθησε την ίδια πορεία εξαέρωσης. Το κέντρο δεν αποκρίθηκε στο κάλεσμα ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση.
Η δουλειά της Αριστεράς δεν είναι να στηρίξει το «προοδευτικό» μπλοκ εντός του συστήματος, πόσο μάλλον όταν μετά από τις πολλαπλές κρίσεις μετά το 2008 έχει διαρρηχθεί και η σοσιαλδημοκρατική και η νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Αντιθέτως έχουμε ένα μπλοκάρισμα του συστήματος που δεν δίνει λύσεις ούτε για τις κοινωνικές ανισότητες, ούτε για την κλιματική κρίση, ούτε για την επανεμφάνιση των πολέμων, ούτε, τέλος, για τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.
Αντιθέτως, η δουλειά της Αριστεράς είναι, βασισμένη στις αναλύσεις και αξίες της, να προτείνει λύσεις. Είναι να δημιουργήσει τη δίκη της συναίνεση. Είναι να ενεργοποιεί και να ενδυναμώνει την κοινωνική της βάσης, το δικό της μπλοκ εξουσίας. Η πολιτική της δεν μπορεί να βασίζεται στο άθροισμα των αριστερών, προοδευτικών, κεντρώων απόψεων. Η σχέση είναι πάντα διαδραστική, την ίδια στιγμή που η Αριστερά ακούει τη βάση, προσπαθεί να αλλάξει συνειδήσεις, να κάνει τον κόσμο να δει τα προβλήματά του αλλιώς, να πράξει διαφορετικά. Αυτό προσπαθεί να κάνει η Νέα Αριστερά, να είναι μέρος μιας νέας ώθησης για το ξεμπλοκάρισμα του συστήματος.
Υπάρχουν συνθήκες όπου η Αριστερά μπορεί να στραφεί στο κέντρο; Υπάρχουν. Αλλά ως αμυντική στρατηγική, για παράδειγμα όταν κινδυνεύουμε από τον φασισμό. Ευτυχώς δεν είμαστε εκεί ακόμα. Ο κίνδυνος από την άνοδο της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη είναι υπαρκτός. Αλλά για να αποκοπεί χρειαζόμαστε ρίξεις με τις πολιτικές που την τροφοδοτούν – τη φτώχεια, την ακρίβεια, τη στεγαστική κρίση, την αίσθηση γενικευμένης ανασφάλειας. Και αυτό έχει αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται ούτε με κεντρώες λύσεις ούτε υιοθετώντας μέρος της πολιτικής ατζέντας της Ακροδεξιάς.
Η Νέα Αριστερά θα κάνει τα πάντα για να μη φτάσουμε πάλι στην ανάγκη για λαϊκά μέτωπα κατά του φασισμού, που τη δεκαετία του τριάντα δεν είχαν και μεγάλη επιτυχία.
Όλγα Νάσση