Macro

Όλγα Αθανίτη: Τελικά, είναι η Linke αριστερά;

Την πρόσφατη προεκλογική περίοδο στη Γερμανία –μετά την αποχώρηση της Ζάρα Βάγκενκνεχτ και των οπαδών της από το κόμμα– η Die Linke ανέδειξε ως στοιχείο της πολιτικής και προγραμματικής της πρότασης την αντίσταση στον μιλιταρισμό που εξαπλώνεται στην Ευρώπη.

Εν μέσω γενικευμένης ανασφάλειας μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας που ακουμπά στο πρόσφατο μεταπολεμικό παρελθόν του διαμελισμού της χώρας, ενισχύοντας, από τη μία, αντιρωσικά και αντιαμερικανικά ανακλαστικά και, από την άλλη, την επιθυμία ανατροπής του ταμπού της απαγόρευσης κατοχής πυρηνικού οπλοστασίου από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η νέα κυβέρνηση Μερτς έσπευσε να υπερθεματίσει της λευκής βίβλου για την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις αρχές του μήνα. Στον αντίποδα, η Linke τοποθετήθηκε σαφώς κατά της εξοπλιστικής φρενίτιδας, κατήγγειλε τις προτάσεις Φον ντερ Λάιεν για αποσύνδεση του χρέους των κρατών – μελών της ΕΕ από τις νέες εξοπλιστικές δαπάνες, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα νέα δανειοδοτικά εργαλεία που προφανώς θα κληθούν να πληρώσουν οι φορολογούμενοι που θα δουν τα εισοδήματα τους να συρρικνώνονται και τα κονδύλια για τις κοινωνικές ανάγκες να εξανεμίζονται, λόγω αλλαγής προτεραιοτήτων στους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Την ώρα που το AfD βάζει στη συζήτηση την επαναφορά της στρατιωτικής θητείας και περιφερειακές βιομηχανικές μονάδες παραγωγής τραμ μετατρέπονται σε εργοστάσια παραγωγής αρμάτων μάχης, η Linke αναδεικνύει τα εξοπλιστικά προγράμματα ως εργαλείο μεγαλύτερου χάσματος ανισοτήτων, διεύρυνσης του φαύλου κύκλου της ανασφάλειας που δημιουργεί η ισορροπία τρόμου κατά τα πρότυπα του ψυχρού πολέμου, αποδεικνύοντας γιατί η πολεμική βιομηχανία αποτελεί μέγιστο εχθρό του περιβάλλοντος. Μόλις πριν λίγες μέρες, σε τηλεοπτική συνέντευξη του ο Ντίτμαρ Μπαρτς κατήγγειλε την τακτική της γερμανικής κυβέρνησης να αποσιωπά την αναφορά 90 δισ. ευρώ για στρατιωτικές δαπάνες στα πλαίσια του ΝΑΤΟ το 2024 (τα οποία θα αυξήσει το 2025) και την εγκατάλειψη των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, τονίζοντας πως ο τελευταίος υπουργός Εξωτερικών περισσότερο ασχολήθηκε με εξοπλισμούς παρά με διπλωματία. Η ευθεία αντιπαράθεση με την Ακροδεξιά, η επιμονή στην πολιτική επιλογή της ειρηνευτικής διπλωματίας και του αφοπλισμού αποτυπώνονται στο προγραμματικό και το κινηματικό προφίλ του κόμματος και προφανώς συνέβαλαν στην εκλογική του ενδυνάμωση και τη μετεκλογική δημοσκοπική του άνοδο.

Η πριγκίπισσα – βάτραχος

Όταν η κυβέρνηση Μερτς έσπευσε, την προηγούμενη εβδομάδα, να περάσει στη Μπούντεστανγκ (στην παλιά της ευνοϊκότερη γι’ αυτήν σύνθεση) την τροποποίηση του γερμανικού Συντάγματος ώστε να αρθεί το φρένο χρέους και να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος για τις νέες εξοπλιστικές δαπάνες, η Linke προσέφυγε πρώτα στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να αναστείλει τη διαδικασία και κατόπιν καταψήφισε το πακέτο, οργανώνοντας παράλληλα συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και εκδίδοντας σχετική πολιτική απόφαση. Ωστόσο έφτασαν δύο γραπτές τοποθετήσεις του Γιάνη Βαρουφάκη για να πυροδοτηθεί στα καθ’ ημάς συζήτηση για το αν η γερμανική Αριστερά νοθεύει την αντιμιλιταριστική πολιτική της, ακόμα και αν… παραμένει Αριστερά.

Τα τεκταινόμενα στη Μπούντεστανγκ (Κάτω Βουλή) δεν γίνεται να αμφισβητηθούν, στο οπτικό μας πεδίο, όμως, εισήχθη η Μπούντερστατ (Άνω Βουλή), όπου εκπροσωπούνται τα 16 ομόσπονδα κρατίδια της χώρας με 69 συνολικά διορισμένους εκπροσώπους των τοπικών τους κυβερνήσεων, με βάση το μέγεθος τους. Οι αποφάσεις παίρνονται με πλειοψηφία 2/3 και κάθε κρατίδιο έχει κοινή ψήφο, επιλογής του ισχυρότερου κυβερνητικού εταίρου. Αν συμφωνία δεν επιτευχθεί, η ψήφος του κρατιδίου απορρίπτεται.

Το μήλον της έριδος…

Όταν ο Μερτς εισήγαγε το σχέδιο νόμου προς ψήφιση στην Άνω Βουλή, φρόντισε να εντάξει και ειδικό ταμείο για τη χρηματοδότηση βασικών υποδομών των κρατιδίων, από την περίφημη διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου. Κατάφερε έτσι να πιέσει τους αντιπροσώπους και να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Ποια είναι η πέτρα του σκανδάλου; Σε 2 από τα 16 κρατίδια (Μέκλεμπουργκ και Φορμπόμερν) που η Linke συμμετέχει ως μικρότερος κυβερνητικός εταίρος, δεν καταψήφισε την πρόταση. Πρακτικά, η όποια στάση των στελεχών της δεν άλλαζε το αποτέλεσμα. Η άρνηση ομοφωνίας θα οδηγούσε στην ακύρωση της ψήφου των κρατιδίων τους, αλλά η πλειοψηφία υπέρ της κυβέρνησης παρέμενε. Αυτό που καλούνταν να κάνουν, ήταν να επιλέξουν μεταξύ της σαφέστατα διατυπωμένης κομματικής γραμμής και των συνεπειών της αντίληψης ότι «αγνόησαν το καλό της περιοχής τους».

Προφανώς αυτή η επιλογή ανέτρεψε τον σχεδιασμό απόρριψης του πακέτου στα 2 κρατίδια που η Linke έχει θεσμικό ρόλο, δημιούργησε δυσαρέσκεια και εντάσεις και θα συζητηθεί στο κομματικό συνέδριο του Μαΐου. Οι ισχυρισμοί Βαρουφάκη, όμως, για στρατηγική υπαναχώρηση της Die Linke υπέρ της κατοχύρωσης του μιλιταρισμού, προδοσία της αριστερής πολιτικής στη Σαξονία (όπου το κόμμα δεν εκπροσωπείται καν στην τοπική κυβέρνηση), άγχος της ηγεσίας της να γίνει αποδεκτή από το «ακραίο κέντρο», δεν συναντιούνται με την πραγματικότητα.

Η ΕΠΟΧΗ