Υπό κανονικές συνθήκες ο Κ. Μητσοτάκης θα ήθελε να κάνει η κυβέρνηση όλη τη «βρόμικη δουλειά» των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων την πρώτη διετία, ώστε αμέσως μετά να έχει την ευχέρεια, με τη βοήθεια και των πόρων του ταμείου ανάκαμψης, να πετύχει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να κάνει κάποιες παροχές που θα του επέτρεπαν να προσφύγει πρόωρα σε εκλογές.
Ωστόσο, καμία βεβαιότητα δεν υπάρχει για το σενάριο αυτό για τέσσερις βασικά λόγους. Πρώτον, ένας τέταρτος γύρος πανδημίας εξαιτίας των μεταλλάξεων του κορωνοϊού και της χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων του καλοκαιριού είναι ήδη σε εξέλιξη. Δεύτερον, μπορεί οι οικονομίες να ανακάμπτουν μετά τη μεγάλη ύφεση της πανδημίας του 2020, όμως στον ορίζοντα πλανάται η απειλή ενός νέου χρηματοπιστωτικού κραχ εξαιτίας της φούσκας των χρηματιστηριακών αγορών και της μεγαλύτερης υπερχρέωσης των οικονομιών στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Τρίτον, επίκειται νέα δημοσιονομική λιτότητα 16 δισ. ευρώ στη διετία 2022 – 2023 σύμφωνα με το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα (2022 – 2025). Τέταρτον, η κλιματική κρίση είναι εκτός ελέγχου, οι κυβερνήσεις χάνουν τον αγώνα δρόμου με τον χρόνο όσον αφορά την απανθρακοποίηση και εφεξής πρέπει να αναμένονται πιο αυστηρά πράσινα περιοριστικά μέτρα.
Οι κίνδυνοι αυτοί είναι πιθανό να ωθήσουν την κυβέρνηση σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο κι αυτό εξηγεί γιατί ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θέτει σε κατάσταση συναγερμού το κόμμα του κλιμακώνοντας την πολεμική ρητορική του κατά της κυβέρνησης και αναζητώντας κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Στόχος, η νίκη ακόμη και με μία ψήφο διαφορά στις εκλογές και η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού βάσει της απλής αναλογικής.
Βεβαίως, μια κυβέρνηση με μία ψήφο διαφορά θα ήταν μια ευάλωτη κυβέρνηση, αφού θα είχε τη μισή κοινωνία πολιτικά απέναντι. Επίσης, θα ήταν ευάλωτη αν η όψιμη πολιτική συμμαχία επί της οποίας θα στηριζόταν δεν θα ήταν προϊόν μιας στέρεας κοινωνικής συμμαχίας μισθωτών – μικρομεσαίων στρωμάτων και ενός συζητημένου και ίσως προσυμφωνημένου μίνιμουμ πολιτικού προγράμματος, αλλά ενός μετεκλογικού συμβιβασμού της τελευταίας στιγμής.
Κοινωνική συμμαχία
Η οικοδόμηση μιας κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας αποτελεί παράλληλη διαδικασία. Όμως προτεραιότητα έχει η κοινωνική συμμαχία, γιατί μέσω αυτής και της πίεσης που θα ασκήσει μπορεί οι πολιτικές διαφωνίες να υποταχθούν στα προγραμματικά σημεία σύγκλισης. Αντίστοιχα, μέσα σε μια κοινωνική συμμαχία μεταξύ μισθωτών και μικρομεσαίων κάποια τάξη πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο. Και σε ένα αριστερό κόμμα δεσπόζουσα θέση έχει η μισθωτή εργασία. Αυτό δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο έως τώρα και με όρους χρηματικών ενισχύσεων το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία φαίνεται να ευνοεί τα μικρομεσαία στρώματα.
Αντίστοιχα, στο μπλοκ της πολιτικής συμμαχίας αναπότρεπτα κάποια πολιτική δύναμη θα ηγείται και με τα σημερινά δεδομένα αυτή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι θα υπάρχει μια προγραμματική βάση και ένα πολιτικό πλαίσιο επί των οποίων θα συμφωνηθεί το μίνιμουμ κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Αυτά δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί (βλ. αβεβαιότητα συνεδρίου) και πολύ περισσότερο συζητηθεί, ανεπισήμως έστω, με τις άλλες υποψήφιες για συμμαχία πολιτικές δυνάμεις.
Συναγερμός για εκλογές
Ο πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας πολύ καλά πράττει και θέτει σε συναγερμό τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών το φθινόπωρο. Όμως χρειάζεται ένα εκλογικό πρόγραμμα με πολιτικές αιχμές και συγκεκριμένα μέτρα δράσης, που να ανταποκρίνονται και να ικανοποιούν τις λαϊκές ανάγκες. Τέλος, χρειάζεται ένα οραματικό στοιχείο και μια δημοκρατική εσωκομματική λειτουργία ικανά να εμπνεύσουν τα κομματικά μέλη και τις τάξεις των εργαζομένων σε κινητοποιήσεις.
Από την έως τώρα συμμετοχή στην εσωκομματική προσυνεδριακή συζήτηση, όπως και από τη συσπείρωση και κινητοποίηση των κομματικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων με αφορμή την Πρωτομαγιά, τον αντεργατικό νόμο ή και άλλες τοπικές εκδηλώσεις προκύπτει ότι ένα μικρό ποσοστό του δυναμικού των κομματικών μελών και της κοινωνίας των πολιτών ανταποκρίνεται στις σχετικές εκκλήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συμμετοχή ακόμη και στις διαδικασίες της Συνδιάσκεψης που αφορά τα κορυφαία στελέχη του κόμματος κυμάνθηκε στο 30% – 44%.
Το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει θριαμβολογίες και πρέπει να προβληματίζει την ηγεσία τόσο για την πολιτική ελκυστικότητα του κεντροαριστερού της ανοίγματος όσο και για την αποτελεσματικότητα της με κάθε τρόπο διεύρυνσης του κόμματος. Γιατί η εικονική εγγραφή μελών και η περιστασιακή ψηφιακή επικοινωνία χωρίς άμεση επαφή και γνωριμία ναι μεν διευκολύνει τις διαδικασίες σε πρακτικό επίπεδο, όμως δημιουργεί συνθήκες αποξένωσης και άνισης συμμετοχής που αποθαρρύνει τη δράση.
Για να το θέσουμε απλά, πόσο λειτουργική και βιώσιμη είναι μια οργάνωση βάσης που με τη διεύρυνση έφθασε τα 100 μέλη, αλλά ψηφίζουν οι 80, ενώ συμμετέχουν στις συζητήσεις 20 – 30 και τρέχουν για όλες τις πρακτικές δουλειές και κινητοποιήσεις οι 10; Όταν χτίζεις ορόφους, φτιάχνεις υποστυλώματα για να αποφύγεις να καταρρεύσουν αυτοί πάνω σου. Δεν φτάνει να εγγράφεις νέα μέλη, πρέπει και να τα αφομοιώνεις. Διαφορετικά δημιουργείς κόμμα πολλαπλών ταχυτήτων και ανισοτήτων. Και δεν πείθεις την κοινωνία για τον βασικό σου στόχο, να καταπολεμήσεις τις ανισότητες, όταν τις έχεις αναπαράγει πρωτύτερα στο ίδιο σου το κόμμα.
Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι οικονομολόγος
Πηγή: Η Αυγή