Macro

Oι συγχύσεις του Σεμπάστιαν Κουρτς

Σήμερα Κυριακή, διεξήχθηκαν στην Αυστρία οι κοινοβουλευτικές εκλογές. Οπως στην περίπτωση της Γερμανίας οι πολιτικοί αναλυτές και οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούσαν τη νίκη της Μέρκελ, έτσι και στην περίπτωση της Αυστρίας, η επικράτηση του συντηρητικού κόμματος (ÖVP) με επικεφαλής τον νεαρό (είναι μόλις 30 ετών) Σεμπάστιαν Κουρτς θεωρείται δεδομένη.

Από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας μάς ενδιαφέρει να εξετάσουμε δύο ζητήματα.

Το πρώτο είναι καθολικό και γενικό και ως ερώτημα μπορεί να διατυπωθεί με τον ακόλουθο τρόπο: Μπορούν οι επικείμενες εκλογές στην Αυστρία να λειτουργήσουν ως πραγματολογική συνθήκη, η οποία θα προσδιορίσει σε νέες βάσεις την πολιτική ταυτότητα της αυστριακής κοινωνίας, όπως συνέβη με τη Γαλλία και τη Γερμανία;

Το δεύτερο ζήτημα είναι εξειδικευμένο, μπορεί να θεωρηθεί πτυχή εφαρμοσμένης πολιτικής θεωρίας και διατυπώνεται ως ερώτημα με τον εξής τρόπο: Ποιες από τις ακολουθούμενες πολιτικές σε όλα τα πεδία, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (π.χ. στην οικονομία, στην αγορά εργασίας, στη θεσμική οργάνωση της κοινωνίας κ.α.) θα ενισχυθούν ή θα τροποποιηθούν ή μπορεί και να καταργηθούν;

Οσον αφορά το πρώτο ζήτημα, δηλαδή για τη σχέση των κοινοβουλευτικών εκλογών με την πολιτική δομή και την ταυτότητα μιας πολιτικής κοινωνίας, μπορούμε να τονίσουμε τα εξής: στην περίπτωση της Γερμανίας συνετελέσθη πράγματι μια ριζική τομή μετά τις πρόσφατες εκλογές (το ζήτημα αναλύθηκε σε κείμενό μας: βλ. «Εφημερίδα των Συντακτών», 28.9.2017).

Η τομή αυτή δεν έχει να κάνει μόνον με μια νέα κομματική γεωγραφία, αλλά με μια ριζική ανακατασκευή της πολιτικής συνείδησης των Γερμανών πολιτών.

Τέτοιου τύπου τομή δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα στην περίπτωση της Αυστρίας.

Η αυστριακή κοινωνία, κατά την ιστορική φάση η οποία εκτείνεται από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι τις μέρες μας, δεν προώθησε κοινωνικές διεργασίες και μαθησιακές διαδικασίες στο επίπεδο της συνείδησης και του πνευματικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά περιορίστηκε στο επίπεδο ορθολογικής οργάνωσης του κοινωνικού βιόκοσμου.

Επεξεργάστηκε μεθόδους και τεχνικές στο πλαίσιο της λογικής του κοινοβουλευτισμού, οι οποίες διαμόρφωσαν την ορθολογική δομή της ίδιας της κοινωνίας.

Με τις επικείμενες εκλογές διαβλέπω ότι παγιώνεται η στροφή της αυστριακής κοινωνίας προς τον συντηρητισμό. Οπότε καλούμαστε να διερευνήσουμε το δεύτερο ζήτημα των επιμέρους πολιτικών.

Η ιστορική φάση της πολιτικής στροφής της Αυστρίας προς το πνεύμα και τις πρακτικές του συντηρητισμού συνδέεται με το όνομα του Σεμπάστιαν Κουρτς, ο οποίος για πολλούς λόγους έχει καταστεί το ίνδαλμα του δεξιού πολιτικού πολιτισμού.

Από σημειολογική άποψη ακροβατεί μεταξύ ενός σταρ της ποπ μουσικής και ενός τεχνοκράτη, για τον οποίο η πολιτική ορίζεται ως μέθοδος προσωπικής αυτοπροβολής.

Οσοι σπεύδουν να κάνουν συγκρίσεις με τον Εμανουέλ Μακρόν (Γαλλία) και τον Τζάστιν Τριντό (Καναδάς) αναφέρονται στην πολιτική ως θέαμα και γι’ αυτό οι συγκρίσεις τους είναι και άστοχες και παραπλανητικές.

Γίνεται αποδεκτό στη θεωρία ότι κάθε κοινωνία, κάθε πολιτική μορφή ζωής ορίζει μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών (στις δημοκρατίες εννοείται) τον ηγέτη, ο οποίος υποστασιοποιεί το πνεύμα της.

Ο Σεμπάστιαν Κουρτς λοιπόν ως ο επόμενος καγκελάριος της Αυστρίας εκφράζει το πνεύμα της αυστριακής κοινωνίας. Δείγματα γραφής όμως ήδη έχει δώσει ως υπουργός Εξωτερικών.

Οι ιδεολογικές παράμετροι του πολιτικού έργου του συνοψίζονται στα εξής δύο σημεία: πρώτον, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δεν εντάσσονται σε κανένα πρόγραμμα υποδοχής και ενσωμάτωσης και, δεύτερον, η ίδια Ευρώπη ως «τόπος» (κατά τον Αριστοτέλη) ή ως «συνείδηση της οικουμένης» (κατά τον Χούσερλ) δεν υφίσταται, οπότε ο ίδιος ως συντηρητικός πολιτικός μπορεί να καταφύγει στο υποκατάστατο της πολιτικής, το οποίο δεν είναι άλλο από την τεχνοκρατία.

Ο μεγάλος Αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942) δημοσίευσε το 1906 το μυθιστόρημα «Οι συγχύσεις του νεαρού Τέρλες», στο οποίο αναλύει την πορεία της ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης στην καθολική πανανθρώπινη οντότητα.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μαθησιακή διαδικασία την οποία οφείλουν να ακολουθήσουν όλοι οι πολιτικοί ηγέτες της οικουμένης.

Ο Κουρτς φαίνεται πως δεν έχει μελετήσει το μυθιστόρημα του συμπατριώτη του, Μούζιλ. Γιατί πώς μπορεί κανείς διαφορετικά να ερμηνεύσει την ιδεολογική και πολιτική εμμονή του για μια αμυντική στάση απέναντι στον ξένο, απέναντι στο άτομο που έχει χάσει τις ταυτότητές του και έχει αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις συνθήκες μέσω των οποίων αυτοπροσδιορίζεται;

Στο καθεστώς της πολιτικής σύγχυσης στο οποίο ζει ο Σεμπάστιαν Κουρτς, επιχειρεί την ανατροπή της ίδιας της πολιτικής.

Εάν δεχτούμε ότι πολιτική είναι η διαμεσολάβηση της θεωρίας (της φιλοσοφίας) με την πράξη, τότε ο νέος καγκελάριος της Αυστρίας δεν επιχειρεί μια κάποια τεχνοκρατική εφαρμογή των πολιτικών ιδεών (π.χ. της πολιτικής αλληλεγγύης στην υπόθεση των προσφύγων), όπως κάνει η Μέρκελ, αλλά αντιθέτως «υψώνει τείχη», όπως κάνει ο Βίκτορ Ορμπαν, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η στροφή της αυστριακής κοινωνίας προς τον συντηρητισμό, ας εξετάσουμε ένα ακόμη ενδεικτικό φαινόμενο της δημόσιας σφαίρας: οι οπαδοί του Kουρτς τον επευφημούν και τον ονομάζουν «κάιζερ», ανατρέχοντας στη μακραίωνη ιστορική πολιτική παράδοση της Αυστροουγγαρίας.

Ως πολιτικός φιλόσοφος υποστηρίζω ότι οι σύγχρονες πολιτικές κοινωνίες του εικοστού πρώτου αιώνα έχουν διανύσει μακρύ ιστορικό δρόμο εξορθολογισμού και εκκοσμίκευσης και κατά συνέπεια η ίδια η αυστριακή κοινωνία δεν θα πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό της να αποφασίσει για το μέλλον της με βάση τις αυτοκρατορικές παραδόσεις, χωρίς στοιχειώδη διαφωτιστική επεξεργασία.

Ως σύνοψη, ας τονιστούν τα εξής σημεία: Στην Αυστρία, μετά από μια ιστορική πορεία που ξεκίνησε με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, με τις επικείμενες εκλογές παγιώνεται η πολιτική στροφή προς τον συντηρητισμό.

Βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα, οι επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στροφής θα φανούν και στον σχεδιασμό της Ευρώπης, αλλά προ πάντων στην πνευματική και τη συνειδησιακή γειτνίαση με τα κράτη και τις χώρες του Βίζεγκραντ, που, ως γνωστόν, δεν έχουν ενσωματωθεί στο ευρωπαϊκό πνεύμα.

Ο Θεόδωρος Γεωργίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών