Macro

Οι προϋποθέσεις για την ηγεμονία της Αριστεράς στη μεταμνημονιακή εποχή

Η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια αλλάζει ριζικά το πολιτικό σκηνικό, αναδεικνύει νέες διαιρετικές τομές και φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά μπροστά σε νέα καθήκοντα. Η αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο που καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις τα προηγούμενα χρόνια δεν υφίσταται πλέον, χωρίς όμως να έχει διαφανεί ακόμη εκείνη που θα τη διαδεχτεί.

Μπαίνουμε, με άλλα λόγια, σε ένα interregnum, μία περίοδο ασυνέχειας όπου διευρύνεται το πεδίο του ανταγωνισμού και αναδιατάσσονται οι πολιτικές και οι κοινωνικές συμμαχίες. Μία περίοδο στην οποία τίθεται ξανά και με επιτακτικούς όρους το ζήτημα της ηγεμονίας, ποιες δηλαδή δυνάμεις θα καθορίσουν την πορεία της χώρας τις επόμενες δεκαετίες και πάνω σε ποιο πρόγραμμα.

Στη ρευστή εποχή που διανοίγεται μπροστά μας η Αριστερά μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει. Περισσότερο ίσως και από το 2015 δημιουργούνται τώρα οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μίας πλειοψηφικής κοινωνικής συμμαχίας γύρω από τα βασικά προτάγματα της Αριστεράς που θα της επιτρέψει να δώσει με αξιώσεις τη μάχη για την ηγεμονία και να είναι εκείνη που θα αφήσει το στίγμα της στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.

Τέσσερα είναι τα επίδικα που θα κρίνουν αυτή τη μάχη.

Το πρώτο, αναντίρρητα, είναι αυτό της οικονομίας. Ποιο είναι το σχέδιο που μπορεί να διασφαλίσει βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη και ποιες οι κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες θα πάρουν πάνω τους την παραγωγική ανασυγκρότηση που έχει ανάγκη η χώρα; Η Αναπτυξιακή Στρατηγική που εκπόνησε η κυβέρνηση επιχειρεί για πρώτη φορά να απαντήσει ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα. Θέτει ως κεντρικό στόχο την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου που χρεοκόπησε το 2010, προτάσσοντας την επαναβιομηχάνιση, την ενίσχυση στρατηγικών κλάδων της οικονομίας, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την επένδυση στην έρευνα και την καινοτομία και την αναβάθμιση των υποδομών, με έμφαση στην περιφερειακή/τοπική κλίμακα.

Στον πυρήνα της διαδικασίας παραγωγικού μετασχηματισμού τίθεται η εργασία, προφανώς για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά ταυτόχρονα και με αναπτυξιακούς όρους. Το μεγαλύτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Ελλάδας δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει το χαμηλό εργατικό κόστος, η φθηνή και χωρίς δικαιώματα εργασία. Είναι αντίθετα, οι άνθρωποί της, οι μορφωμένοι και καταρτισμένοι εργαζόμενοι και τα νέα δημιουργικά παραγωγικά στρώματα που μπορούν να μεταμορφώσουν την οικονομία επινοώντας τα κατάλληλα εργαλεία και δίνοντας χώρο σε νέα συλλογικά υποκείμενα (ενδεικτικά: ομάδες παραγωγών, κοινωνικές επιχειρήσεις, ενεργειακές κοινότητες). Απέναντι λοιπόν, στη διαρκή απαξίωση της εργασίας που θέλει η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η Αριστερά προωθεί τη δημιουργία σταθερών και ποιοτικών θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων με πολιτικές όπως η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η αύξηση του κατώτατου μισθού.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση με πρωταγωνιστή τις δυνάμεις της εργασίας που διεκδικεί στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο από τη θέση της κυβέρνησης όσο και στην κοινωνία, του δίνει ένα μεγάλο προβάδισμα στον πολιτικό ανταγωνισμό για την εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων. Προβάδισμα που μπορεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, καθώς και την προοδευτική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, ζήτημα κομβικό που είχε υποτιμηθεί σε παλιότερες επεξεργασίες του χώρου μας, ώστε να προσφέρει ποιοτικές υπηρεσίες στους πολίτες και να συνδράμει αποφασιστικά την ανάπτυξη. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο επίδικο και οι διαχωριστικές γραμμές είναι εξίσου ξεκάθαρες.

Η αξιωματική αντιπολίτευση και όσοι στοιχίζονται πίσω της εξαγγέλλουν τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την εκχώρηση κρίσιμων λειτουργιών του δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα – το έκαναν πράξη άλλωστε στα πρώτα χρόνια της κρίσης. Στον αντίποδα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες και δρομολογεί νέες προσλήψεις προσωπικού για την ενίσχυση της υγείας και της παιδείας. Ενώ το παλιό πολιτικό σύστημα συνεχίζει να αντιμετωπίζει το κράτος ως λάφυρο ιδιωτικών συμφερόντων και μέσο για την αναπαραγωγή πελατειακών δικτύων, η κυβέρνηση προχωρά σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις που κατοχυρώνουν τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Εδώ δεν πρέπει να φοβηθούμε τον όρο «μεταρρυθμίσεις», δεν ήταν πάντοτε συνώνυμος της λιτότητας και των περικοπών. Τον επανοικειοποιούμαστε, αποδίδοντάς του την πρότερη σημασία του, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την Αριστερά – αυτή των θεσμικών τομών προς όφελος της λαϊκής πλειοψηφίας.

Οι τομές αυτές συνιστούν το τρίτο επίδικο και δεν περιορίζονται μόνο στη δημόσια διοίκηση, αλλά εκτείνονται στην κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών για όλους τους πολίτες (πχ σύμφωνο συμβίωσης και αναδοχή παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια, ιθαγένεια για τα παιδιά των μεταναστών), στη διεύρυνση της δημοκρατίας και την καθιέρωση θεσμών άμεσης δημοκρατίας (απλή αναλογική, ενίσχυση της Βουλής, δημοψηφίσματα) και τη διεκδίκηση μίας νέας σχέσης κράτους – εκκλησίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει η φωνή όλων όσων δεν έχουν φωνή, να βρεθεί δίπλα σε κάθε κοινωνική ομάδα που υφίσταται καταπίεση και αδικία και να αποτελέσει το όχημα για τη διόρθωση αυτής της αδικίας και τη διεκδίκηση μίας ανοικτής και χωρίς αποκλεισμούς, κοινωνίας.

Τέλος, το τέταρτο επίδικο, δεν είναι άλλο από την αλλαγή προσανατολισμού στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Η πρόσφατη συμφωνία με την ΠΓΔΜ έφερε στο προσκήνιο δύο ανταγωνιστικές λογικές. Από τη μία, η κυβέρνηση προχωρά στην επίλυση χρόνιων προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες, κατοχυρώνοντας στην πράξη τα εθνικά συμφέροντα, προωθεί την οικονομική συνεργασία στα Βαλκάνια με όρους ισοτιμίας και συνανάπτυξης και οικοδομεί συμμαχίες στην Ευρώπη με στόχο την επαναφορά της αλληλεγγύης, των κοινωνικών αναγκών και της δημοκρατίας στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Στην αντίπερα όχθη, η αξιωματική αντιπολίτευση ηγείται μίας ετερόκλητης συμμαχίας με θέσεις που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην εθνικιστική αναδίπλωση και την καθήλωση της χώρας στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων. Την ίδια στιγμή, δηλητηριάζει το δημόσιο βίο με ανιστόρητα και εμφυλιοπολεμικά ιδεολογήματα ρίχνοντας νερό στον μύλο της Άκρας Δεξιάς. Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές λογικές δεν περιορίζεται στη συμφωνία με την ΠΓΔΜ, αλλά θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τους πολιτικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της χώρας για τα επόμενα χρόνια.

Οι απαντήσεις που δίνουμε στα τέσσερα αυτά επίδικα συνιστούν τον πυρήνα της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ στη μεταμνημονιακή εποχή και θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει όχι μόνο την εκλογική επικράτηση έναντι μίας συντηρητικής, εθνικιστικής και ακραία νεοφιλελεύθερης Δεξιάς, αλλά και την ηγεμονία στην ελληνική κοινωνία. Με αυτή την πρόταση μπορεί και πρέπει να είναι τολμηρός στη συγκρότηση πλατιών κοινωνικών συναινέσεων και ευρέων πολιτικών συμμαχιών.

Η οικοδόμηση μιας νέας αριστερής και προοδευτικής ηγεμονίας πάνω στα επίδικα της μεταμνημονιακής εποχής θα σφραγίσει την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, χωρίς τον κίνδυνο επιστροφής στις καταστροφικές λογικές του παρελθόντος και θα ανακόψει την ενίσχυση συντηρητικών και ακροδεξιών αντανακλαστικών στην κοινωνία.

Δυστυχώς, η Ν.Δ. δεν έχει απογαλακτιστεί από τη νοοτροπία του παλιού πολιτικού συστήματος και επιδιώκει την επάνοδό της στην εξουσία με κάθε κόστος, κοινωνικό ή εθνικό. Μια νέα εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ θα παγιώσει την αλλαγή πορείας που ξεκίνησε το 2015 και θα επιταχύνει τον μετασχηματισμό του συνόλου του πολιτικού συστήματος, τοποθετώντας οριστικά στο παρελθόν τις παθογένειες που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία.

Απέναντι στην προσκόλληση στο χθες που εκφράζει η Ν.Δ., ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει ένα πλατύ μέτωπο απευθυνόμενος σε όλους όσοι αντιλαμβάνονται την ιστορική σημασία της μετάβασης στη μεταμνημονιακή εποχή. Αυτή είναι η πιο σημαντική υπηρεσία που καλούμαστε να φέρουμε σε πέρας τον επόμενο χρόνο όπου σε μια σειρά εκλογικές μάχες ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να υπερασπιστεί το δικαίωμα της ελληνικής κοινωνίας να ατενίσει το μέλλον με θετικό βλέμμα και αισιοδοξία.

Ο Αλέξης Χαρίτσης είναι αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης

Πηγή: Η Αυγή