Macro

Οι νέοι ποινικοί κώδικες και η δεξιά ρητορική

Την 1η Ιουλίου 2019 ξεκινά η εφαρμογή των νέων κωδίκων. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από την αρχή της θητείας της έως και σήμερα, είχε ως κεντρική προτεραιότητα την αποκατάσταση της δικαιοκρατικής αρχής στο χώρο του ποινικού δικαίου, την εξάλειψη των φαινομένων κατάχρησης και αυθαιρεσίας της ποινικής καταστολής, και την προσαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής στις σύγχρονες ανάγκες και αντιλήψεις.

Στο πεδίο της καταστολής, τα φαινόμενα παράνομων αυθαιρεσιών και υπερβάσεων, ως αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής, που συνοψίζεται σε φράσεις πολιτικών της Νέας Δημοκρατίας προς τους αστυνομικούς, όπως «εσείς είστε το κράτος» και «εσείς είστε οι Πραίτορες», φράσεις δηλαδή που απηχούν ευθέως την αρχή του αστυνομικού κράτους παρά τη δικαιοκρατική αρχή, δεν ανήκουν στις μακρινές απαρχές της μεταπολίτευσης αλλά, μάλλον, στο πρόσφατο παρελθόν.

Στο πεδίο της αντεγκληματικής-σωφρονιστικής πολιτικής, επίσης νωπή είναι η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας για καθιέρωση των φυλακών υψίστης ασφαλείας, των φυλακών «τύπου Γ΄», δηλαδή τόπων εξαίρεσης από τα νομίμως προβλεπόμενα δικαιώματα των φυλακισμένων. Πίσω από την πρόταση για φυλακές τύπου Γ΄ εμφιλοχωρεί η σκέψη ότι ο εγκληματίας δεν είναι πρόσωπο, που φέρει δικαιώματα και μετέχει της κοινωνίας και των συνταγματικών εγγυήσεων προστασίας- και- της δικής του ζωής, αλλά ένας φυσικός κίνδυνος που πρέπει να εξουδετερωθεί στο όνομα της ασφάλειας. Πέραν της νομιμότητας και των δικαιωμάτων, η διεθνής εμπειρία βεβαιώνει ότι αυτές οι επιλογές, τελικά, αναβαθμίζουν περαιτέρω τη μεγάλη εγκληματικότητα.

Στο πεδίο, τέλος, του ποινικού δικαίου, ο άρτιος και ιδιαίτερα προοδευτικός για την εποχή του Ποινικός Κώδικας του 1950 συνοδεύτηκε από τροποποιήσεις και ειδικούς ποινικούς νόμους, που δεν υπηρετούσαν πάντοτε την δικαιοκρατική αρχή, αλλά προσλάμβαναν μια ιδιάζουσα αυστηρότητα για λόγους συμβολικούς και ιδεολογικά χρωματισμένους, ενώ, ταυτόχρονα, διέλυσαν τη συνοχή των προβλέψεων του ποινικού συστήματος.

Η διαχρονική ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα φαινόμενα διαφθοράς στη χώρα μας, για παράδειγμα, οδήγησε όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις  να διατηρήσουν τον μετεμφυλιακό, δρακόντειο νόμο 1608/1950 περί καταχραστών του δημοσίου χρήματος, προκειμένου να κρυφτεί η ανικανότητα και πολλές φορές η συμπαιγνία του πολιτικού προσωπικού και των κρατικών μηχανισμών ελέγχου πίσω από την καθαρά συμβολική αυστηρότητα των ποινών ισόβιας κάθειρξης. Σε ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, η συγκυρία της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης οδήγησε, το 2011, στην τροποποίηση του άρθρου 25 ν. 1890/1990, ώστε να ποινικοποιηθεί η μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο, όταν αυτά υπερβαίνουν τις 5.000 ευρώ. Ως πρόσφατο παράδειγμα ιδεολογικού χρωματισμού του ποινικού δικαίου, μπορούμε να αναφέρουμε ,τέλος, τον περίφημο «κουκουλονόμο», που επέτεινε τις ποινές για μια σειρά εγκλημάτων, εφόσον ο δράστης τα έπραττε με καλυμμένα χαρακτηριστικά. Η αύξηση της ποινής γινόταν, δηλαδή, με βάση ένα στοιχείο που δεν αφορούσε το άδικο ή την ενοχή του δράστη, αλλά τα φρονηματικά του χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου εμφανιζόταν αδικαιολόγητη.

Και στα τρία αυτά αλληλένδετα πεδία, η πολιτική της παρούσας κυβέρνησης επέφερε άμεσα καρπούς. Στο πεδίο της καταστολής, μπορούμε να θυμηθούμε την κατάργηση ειδικών σωμάτων ασφαλείας, των οποίων η δράση είχε ταυτιστεί στη συνείδηση της κοινής γνώμης με την αυθαιρεσία και την αστυνομική βία εναντίον διαδηλώσεων. Στο πεδίο της σωφρονιστικής πολιτικής, μπορούμε να αναφέρουμε την αποτελεσματική -αλλά ανολοκλήρωτη ακόμη- προσπάθεια αντιμετώπισης του σύνθετου και συστημικού φαινομένου υπερπληθυσμού των φυλακών, που οδηγεί σε αδυναμία εξασφάλισης των στοιχειωδών συνθηκών ανθρώπινης μεταχείρισης των κρατουμένων και συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει την «απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση».

Στο πεδίο του ποινικού δικαίου, η ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αποτελεί το επιστέγασμα και την ολοκλήρωση της εν λόγω πολιτικής, με την προσαρμογή των ποινών στα αποδεκτά ευρωπαϊκά επίπεδα, έναντι του ιδιαίτερα δυσανάλογου ελληνικού μοντέλου, και με την αναβάθμιση των τρόπων εναλλακτικής έκτισης της ποινής εκτός φυλακής, όπως η κοινωφελής εργασία. Ταυτόχρονα, η σύγκλιση των ονομαστικών με τις επιβαλλόμενες ποινές, προσδίδει στο σύστημα ποινών μια προβλεψιμότητα, σαφήνεια και διαφάνεια. Ενισχύεται τελικά και η γενικοπροληπτική λειτουργία των ποινών, καθώς η μεγάλη έως σήμερα απόκλιση μεταξύ της ονομαστικής ποινής και της πράγματι εκτιόμενης ποινής καθιστούσε τελικά συμβολικής μόνο σημασίας ένα μεγάλο μέρος των απειλούμενων ποινών και ιδίως αυτών που προβλέπονται για πλημμεληματικού χαρακτήρα εγκλήματα, απομειώνοντας έτσι την αποτρεπτική λειτουργία της ποινής.

Τολμώ να συγκρίνω τη σπουδαιότητα αυτών των κωδίκων με τις ριζικές αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο του 1983.

Στον αντίποδα αυτών των πολιτικών τοποθετούνται οι εξαγγελίες της Ν.Δ., η οποία επενδύει ιδιαίτερα σε ένα φοβικό και υπερσυντηρητικό δόγμα περί ασφάλειας. Όπως γνωρίζουμε από τον Τόμας Χόμπς, η εξουσία θεμελιώνει τη νομιμοποίησή της πάντοτε στην ανθρώπινη αβεβαιότητα και τρωτότητα πάνω στην οποία βασίζεται για να παρουσιαστεί ως αναγκαίος εγγυητής της ασφάλειας. Και η Ν.Δ. σήμερα διψάει για εξουσία, περισσότερο από ποτέ. Το πρόγραμμά της συνιστά μια πολιτική αντιδραστικής παλινόρθωσης: επαναφορά της ομάδας ΔΕΛΤΑ, ενίσχυση της ομάδας ΔΙΑΣ, κατάργηση του ασύλου, επαναφορά των φυλακών τύπου Γ΄, κατάργηση του «νόμου Παρασκευόπουλου», ο οποίος έτσι κι αλλιώς καταργείται με την έναρξη ισχύος των νέων κωδίκων, καθότι παύει πια ο λόγος ύπαρξής του. Με αυτό το υπερπλεόνασμα κινδυνολογίας υπόσχεται η Ν.Δ. να οργανώσει την κοινωνική πειθάρχηση.

Έτσι, δεν φαίνεται παράξενο ότι στόχος της δεξιάς ρητορικής αρχίζει να γίνεται ο ίδιος ο νέος Ποινικός Κώδικας. Σε μια απόπειρα οριστικής επανεκκίνησης της ποινικής δικαιοσύνης, όπως αυτή που επιχειρούν οι νέοι κώδικες, είναι αναμενόμενο ότι θα απαιτηθεί χρόνος και ικανότητα προσαρμογής προκειμένου να εφαρμοστούν ορθά στην πράξη καινοφανείς θεσμοί όπως, για παράδειγμα, η αναβάθμιση της κοινωφελούς εργασίας σε κύρια εναλλακτική ποινή για τα μικρά πλημμελήματα. Είναι, επίσης, απολύτως αναμενόμενο ότι η εφαρμογή των νέων κωδίκων θα επηρεάσει τις εκκρεμείς υποθέσεις, μεταξύ των οποίων βρίσκονται υποθέσεις ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την κοινή γνώμη. Είναι εύλογοι οι προβληματισμοί γύρω από τις δυσκολίες που θα προκύψουν, αλλά πρέπει, παράλληλα, να αναρωτηθούμε αν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί μια μεταρρύθμιση ανάλογου μεγέθους και σπουδαιότητας χωρίς τους αντίστοιχους τριγμούς.

Πρέπει, ωστόσο, να διακρίνουμε μεταξύ αυτών των εύλογων προβληματισμών και της ανάδυσης μιας νέας φοβικής δεξιάς ρητορικής που φαίνεται να εστιάζει τα βέλη της στον νέο Ποινικό Κώδικα. Εκφράσεις όπως αυτή του κ. Α. Γεωργιάδη πως ο νέος Ποινικός Κώδικας είναι η «χαρά των τρομοκρατών» φανερώνουν ότι στο προσεχές διάστημα η Ν.Δ. θα επιχειρήσει να αποδώσει εσκεμμένα οποιοδήποτε δεινό προέρχεται από το χώρο της ποινικής δικαιοσύνης στο νέο Ποινικό Κώδικα, όπως έκανε ως τώρα με το «νόμο Παρασκευόπουλου». Ήδη, σε δημοσίευμα της Καθημερινής, με τίτλο «αποφυλακίσεις κακοποιών με τη βούλα του νόμου», βλέπουμε αυτή την επιχείρηση τρομοκράτησης και συκοφάντησης που θα επιχειρηθεί το προσεχές διάστημα. Στο δημοσίευμα, ο Ποινικός Κώδικας στοχοποιείται εξαιτίας της μετατροπής της κλοπής μέσω διάρρηξης από κακούργημα σε βαρύ πλημμέλημα, το οποίο θα εκτίεται κανονικά σύμφωνα με το νέο σύστημα. Το δημοσίευμα φτάνει ως το σημείο να επικαλείται «άτυπες συζητήσεις μελών της γεωργιανής μαφίας με αστυνομικούς», όπου τους εξομολογούνται «ότι επιλέγουν να εγκαθίστανται και να δρουν στην Ελλάδα λόγω ακριβώς της ευνοϊκής της νομοθεσίας»!!

Υπάρχει όμως άραγε μια αντικειμενικά ορθή «τιμή» ποινής; Θέλω να κλείσω με μια αναφορά στη σκέψη του μεγάλου διαφωτιστή Τσεζάρε Μπεκαρία, ο οποίος στο τέλος του περίφημου βιβλίου του Περί εγκλημάτων και ποινών έγραφε τα εξής: «η ένταση των ποινών πρέπει να είναι ανάλογη με την κατάσταση του ίδιου του έθνους. Εντονότερες και πιο απτές πρέπει να είναι οι εντυπώσεις στις αδάμαστες ψυχές ενός λαού που μόλις βγήκε από μια κατάσταση αγριότητας. Χρειάζεται ένας κεραυνός για να καταβάλουμε ένα ανήμερο λιοντάρι, που μόλις ενοχλείται από το χτύπημα ενός τουφεκιού. Όσο όμως οι ψυχές μαλακώνουν ζώντας σε κοινωνία, τόσο αυξάνεται και η ευαισθησία τους και, όσο αυτή αυξάνεται, πρέπει να μειώνεται η αυστηρότητα της ποινής, εάν επιθυμούμε να διατηρήσουμε σταθερή την αναλογία μεταξύ του αντικειμένου και του αισθήματος».

Τασία Χριστοδουλοπούλου

Πηγή: Η Αυγή