Στην αντιπαράθεση απόψεων γύρω από τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ κυριαρχούν οι κραυγές, οι εθνικιστικές κορόνες και οι θεωρίες συνωμοσίας. Δεν λείπουν, πάντως, και κάποιες απόπειρες να εκτεθούν και επιστημονικά επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία θα ήταν ασύμβατος με την ιστορική αλήθεια ο οιοσδήποτε «συμβιβασμός» Ελλάδας και ΠΓΔΜ στο ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας και δευτερευόντως στα ζητήματα της ονομασίας των πολιτών και της γλώσσας της.
Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η γνωστή παρέμβαση του καθηγητή Μπαμπινιώτη, ο οποίος επιχείρησε να μειώσει τη σημασία της «Τρίτης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων» το 1977, όπου σαφώς –και χωρίς καμιά ελληνική αντίδραση– αναφερόταν ως μία από τις γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας η «μακεδονική». Η παρουσία του κ. Μπαμπινιώτη στην ελληνική αντιπροσωπεία σε εκείνη τη Διάσκεψη εξηγεί και τους λόγους που τον οδηγούν σήμερα σ’ αυτές τις διευκρινίσεις (βλ. σχετ. «Γλωσσολογική αλαλία», στην «Εφ.Συν.», 6.6.2018).
Αλλά υπάρχει κάτι πολύ σοβαρότερο και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό. Ο πυρήνας των επιστημονικών προσεγγίσεων του θέματος από την πλευρά των επικριτών της συμφωνίας εντοπίζεται σε ένα μικρό βιβλίο, το οποίο έχει εκδοθεί εδώ και 60 χρόνια και ακόμα τώρα προβάλλεται ως βασικό ντοκουμέντο σ’ αυτή τη σειρά των «επιστημονικών» επιχειρημάτων.
Πρόκειται για μια μπροσούρα του εξέχοντος γλωσσολόγου Νικολάου Π. Ανδριώτη (1906-1976) με τίτλο «Το ομόσπονδο κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του». Αυτό το βιβλίο περιέλαβε στη συλλογή που επιμελήθηκε ο κ. Μπαμπινιώτης για να στηρίξει την πρώτη φάση του σύγχρονου «Μακεδονικού Αγώνα» πριν από 25 χρόνια («Η γλώσσα της Μακεδονίας», εκδ. Ολκός, Αθήνα 1992).
Στην εισαγωγή του, μάλιστα, ο κ. Μπαμπινιώτης αποφαίνεται ότι «η μελέτη του Ανδριώτη εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια πηγή έγκυρης προσπέλασης στο θέμα της ψευδώνυμης γλώσσας των Σκοπίων» και ότι «οι εξελίξεις επαληθεύουν τις εκτιμήσεις του Ανδριώτη και επαληθεύουν τους φόβους του».
Τον περασμένο Μάρτιο το βιβλίο αυτό του Γ. Μπαμπινιώτη μοιράστηκε από κυριακάτικη εφημερίδα, με διακηρυγμένη πρόθεση όχι «να φανατίσει, αλλά να φωτίσει πώς έχει επιστημονικά το μεγάλο θέμα» (εφημ. «Real News», 3.4.2018).
Η ομολογία του Ανδριώτη
Δυστυχώς οι προθέσεις δεν αρκούν. Το βιβλίο του Ανδριώτη δεν είναι τίποτα άλλο από μια καλογραμμένη προπαγανδιστική μπροσούρα, σημαδεμένη από την εποχή και τους λόγους που εκδόθηκε. Η επιστήμη δεν έχει καμιά σχέση με το περιεχόμενο της μελέτης του. Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1957 στα αγγλικά. Ακολούθησε η έκδοση στα ελληνικά το 1960 και στη συνέχεια υπήρξε το 1966 δεύτερη έκδοση στα αγγλικά και τα γερμανικά.
Σε καμιά από τις εκδόσεις δεν εμφανίζεται όνομα εκδότη ή άλλα στοιχεία, κάτι πρωτοφανές, αν όχι αδύνατον, για εκείνη την εποχή. Εξαιρούνταν βέβαια οι εκδόσεις «κρατικών υπηρεσιών». Από τότε, πάντως, επανεκδίδεται στα ελληνικά και τα αγγλικά ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και την αναζωπύρωση των βαλκανικών εθνικισμών.
Για τη σκοπιμότητα και τη στόχευση αυτών των κειμένων ενδιαφέρον έχει άρθρο του Γ. Μπαμπινιώτη, στο οποίο ο ίδιος παραπονιέται που «η Ελληνική Πολιτεία δεν έστερξε ποτέ –μολονότι ζητήθηκε– να προβεί σε έκδοση του [δικού του] βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, ώστε να γίνουν ευρύτερα γνωστές οι ελληνικές επιστημονικές θέσεις επί του θέματος» («Γλωσσικές παραχαράξεις», εφημ. «Το Βήμα», 3.8.2008).
Αλλά ο Ανδριώτης ήταν σοβαρός επιστήμονας. Και όταν διέπραττε, «για λόγους εθνικού συμφέροντος», αντιεπιστημονικά ολισθήματα, αισθανόταν την υποχρέωση να προειδοποιεί τον αναγνώστη του. Στο βιβλίο του περιέχεται μια παράγραφος, με την οποία ομολογείται ο χαρακτήρας της παρέμβασής του. Και είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι κανείς από όλους τους ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες που θαυμάζουν, εκδίδουν, αντιγράφουν το κείμενο και παραπέμπουν σ’ αυτό δεν έχουν εντοπίσει το καίριο σημείο. Ας ληφθεί υπόψη ότι η παράγραφος αυτή δεν υπάρχει στην αγγλική πρώτη έκδοση του 1957. Προστέθηκε στην ελληνική του 1960.
Αντιγράφω: «Και ύστερα εμείς οι Ελληνες εξακολουθούμε να συζητούμε με τους ανθρώπους αυτούς στα σοβαρά, και τρέμουμε μην προβάλουμε κανένα επιχείρημα ασύμφωνο με την ιστορική αλήθεια. Με ανθρώπους οι οποίοι στο όνομα του κομμουνισμού απολάκτισαν ως αστική πρόληψη κάθε ευλάβεια, ως προς παν ό,τι εμείς θεωρούμε ιστορική αλήθεια και εθνική δικαιοσύνη, και ακολουθούν ως δόγμα τις αρχές του Λένιν, που διακήρυσσε στα 1919: “Θα καταστή ανάγκη να προστρέξωμεν εις όλας τας πανουργίας, εις όλα τα στρατηγήματα, και δεν θα ορρωδήσωμεν προ ουδενός ψεύδους, και ενεργούντες πάντοτε με απάτην, επιτηδειότητα, δόλον, παρανόμους μεθόδους, θα επιτύχωμεν την απόκρυψιν και συγκάλυψιν διά πέπλου της αληθείας […] Εφ’ όσον υφίσταται ο καπιταλισμός, δεν δυνάμεθα να ζήσωμεν εν ειρήνη. Εις το τέλος ο εις ή ο άλλος θα θριαμβεύση […] Μέχρις ότου όμως συμβή τούτο, ο κύριος λόγος είναι να απατώμεν και ελισσώμεθα”».
Η ομολογία του Ανδριώτη είναι πράγματι εκπληκτική. Στην αρχή της παραγράφου δεν διστάζει να δηλώσει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε να χρησιμοποιούμε «επιχειρήματα» που δεν συμβαδίζουν με την ιστορική αλήθεια. Αυτό και μόνο θα αρκούσε για να πάψει να θεωρείται «επιστημονικό» το κείμενο και να το μελετάμε μόνο ως τεκμήριο «ιδεολογικής στράτευσης» την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά υπάρχει και συνέχεια.
Ο Λένιν και η απάτη
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η συνέχεια της ίδιας παραγράφου, με το παράθεμα του Λένιν, με το οποίο ο καημένος ο Ανδριώτης θεωρεί ότι κατατροπώνει τους «επίβουλους Σλάβους». Πράγματι, αν είχε πει κάτι τέτοιο ο Λένιν, θα άξιζε να το σημειώσει κανείς. Μόνο που ποτέ δεν ειπώθηκε απ’ αυτόν κάτι τόσο χοντροκομμένο. Για την ακρίβεια, το μόνο που ανήκει στον Λένιν είναι η μεσαία φράση, η οποία πράγματι ειπώθηκε [το 1920 και όχι το 1919] και εκφράζει απολύτως τον ιδρυτή της Σοβιετικής Ενωσης.
Παραθέτω το ακριβές κείμενο από ομιλία του Λένιν σε συγκέντρωση κομματικών στελεχών στη Μόσχα (6.12.1920): «Οσον καιρό θα υπάρχουν ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός, δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά: τελικά θα νικήσει ο ένας ή ο άλλος. Θα ψαλεί η νεκρώσιμη ακολουθία ή της Σοβιετικής Δημοκρατίας ή του παγκόσμιου καπιταλισμού. Πρόκειται λοιπόν για μια αναβολή του πολέμου. Οι καπιταλιστές θα αναζητούν αιτίες για να πολεμήσουν» (Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983, τ. 42, σ. 76). Το απόσπασμα αυτό δεν έχει βέβαια καμιά σχέση με εκείνο που αποδίδεται στον Λένιν.
Πού βρήκε, λοιπόν, ο Ανδριώτης τις άλλες δυο τόσο επιβαρυντικές φράσεις; Ο ίδιος παραπέμπει στο έργο ενός άλλου Ελληνα ιστορικού και στελέχους της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του Χριστόφορου Νάλτσα (1896-1980). Πράγματι στο βιβλίο του Νάλτσα «Το Μακεδονικόν Ζήτημα και η Σοβιετική πολιτική» (εκδ. ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1954) περιλαμβάνεται το ίδιο παράθεμα του Λένιν, προκειμένου να αποδειχθεί ότι «το δόγμα τούτο του Λένιν είναι η κατευθυντήριος γραμμή της πολιτικής του Κρεμλίνου» και ότι «έν εκ των μεγάλων σλαβικών ψευδών υπήρξεν η δημιουργία υπό των Ρώσων του Μακεδονικού ζητήματος» (σ. 527).
Ο Νάλτσας με τη σειρά του παραπέμπει στον Walter Bedell Smith («My three years in Moscow», Φιλαδέλφεια και Νέα Υόρκη 1950, σ. 316). Το παράθεμα υπάρχει πράγματι εκεί, με την πρόσθετη πληροφορία ότι είναι αντλημένο από τα «Απαντα» του Λένιν, χωρίς αναφορά τόμου και σελίδας. Βέβαια, στα «Απαντα» δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Πού το βρήκε τότε ο Smith;
Ο W. B. Smith (1895-1961) ήταν Αμερικανός στρατηγός στο επιτελείο του Αϊζενχάουερ και μετά τον πόλεμο υπηρέτησε ως πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα (1946-1948). Τη χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο του ήταν ήδη διευθυντής της CIA, διορισμένος από τον Τρούμαν. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς την ίδια φράση χρησιμοποίησε σε ομιλία του στο Κάνσας ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ (Herbert Hoover, «Addresses upon the american road, 1948-1950», Stanford University Press, 1951, σ. 71).
Την πρώτη σχετική αναφορά βρίσκουμε σε τηλεγράφημα του Ε. Durbrow, επιτετραμμένου των ΗΠΑ στη Μόσχα και τότε υφισταμένου του Smith (United States Department of State, «Foreign relations of the United States, 1946, Eastern Europe, the Soviet Union», Vol. VI, Ουάσιγκτον 1946, σ. 796). Ολες οι ενδείξεις συντείνουν στο γεγονός ότι η κατασκευή της φράσης έγινε από τη CIA, με τη συνεργασία ή την υπόδειξη Ουκρανών εμιγκρέδων (βλ. «The Ukrainian Weekly», 3.8.1946).
Η κατασκευή ψεύτικων δηλώσεων αντιπάλων ηγετών είναι βέβαια κάτι συνηθισμένο. Ειδικά στο στόμα του Λένιν έχουν μπει δεκάδες ανύπαρκτοι ισχυρισμοί (βλ. σχετ. Paul F. Boller, Jr., John George, «They never said it», Oxford University Press 1989, σσ. 63-77). Η τελευταία, πάντως, φορά που έγινε χρήση παρόμοιων κατασκευασμένων δηλώσεων του Λένιν ήταν από τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ο οποίος σε συνέντευξή του στο ABC είχε δηλώσει το 1985 ότι θεωρεί τη Σοβιετική Ενωση «αυτοκρατορία του κακού» και είχε αποδώσει στον Λένιν τη φράση «θα καταλάβουμε την Ανατολική Ευρώπη, θα οργανώσουμε τις ορδές της Ασίας, θα πάμε στη Λατινική Αμερική και δεν θα χρειαστεί να καταλάβουμε τις ΗΠΑ. Θα πέσουν στα χέρια μας ως υπερώριμο φρούτο».
Στο κύριο άρθρο τους οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» απέδειξαν ότι η φράση αυτή δεν ειπώθηκε ποτέ από τον Λένιν. Αποκάλυψαν μάλιστα ότι η προέλευσή της ήταν από ένα βιβλίο της ακροδεξιάς οργάνωσης John Birch Society (Karl E. Meyer, «The Elusive Lenin», 8.10.1985). Από τότε κανείς δεν σοβαρός αναλυτής ή πολιτικός δεν διανοήθηκε να επαναλάβει την «γκάφα» του Ρέιγκαν.
Η νοσταλγία του Ψυχρού Πολέμου
Οι παρατηρήσεις που προηγούνται θα είχαν μόνο φιλολογική αξία, αν δεν μιλούσαμε για την καρδιά των επιχειρημάτων της ελληνικής πλευράς. Το παράθεμα του Λένιν έχει πάψει από δεκαετίες να χρησιμοποιείται στα επίσημα κείμενα της αμερικανικής διπλωματίας. Μπορεί βέβαια και σήμερα να το συναντήσει κανείς σε πολλές εκδόσεις παραθρησκευτικών και συνωμοσιολογικών ομάδων, αλλά ούτε σε ένα σοβαρό επιστημονικό έργο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η ψεύτικη φράση του Λένιν περιέχεται στο «The Marxist Goliath Among Us» του Ronald J. Lawrence (2010, σ. 28), στο οποίο καταγγέλλεται ο μαρξισμός που υποτίθεται ότι έχει διαβρώσει τους ιερείς στις ΗΠΑ!
Το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα εντοπιστεί η εσκεμμένη λαθροχειρία του Ανδριώτη στη χώρα μας λέει πολλά για τη σοβαρότητα των επιστημόνων (ιστορικών, γλωσσολόγων κ.λπ.) που ασχολούνται επαγγελματικά με το Μακεδονικό. Αλλά κυρίως εξηγεί τον λόγο που στη δημόσια αντιπαράθεση έχουν κυριαρχήσει εκείνοι που ζητούν «θανατική ποινή» για τους «προδότες πολιτικούς» και ανασύρουν όλα τα μετεμφυλιακά συνθήματα ως επιχειρήματα κατά του «εσωτερικού εχθρού».
Αν ο Ανδριώτης έχει τη δικαιολογία ότι ζούσε σε μια εποχή που θεωρούσαν «αληθινό» ό,τι ήταν «εθνικό», εκείνοι που σήμερα το παίζουν «επιστήμονες» ή «πολιτικοί ταγοί του έθνους», ενώ στην πραγματικότητα για μικροκομματικούς λόγους ή προσωπική ιδιοτέλεια θέλουν να υψώσουν νέα τείχη μεταξύ των λαών των Βαλκανίων και να τα επεκτείνουν στο εσωτερικό της χώρας, διαπράττουν πραγματικό εθνικό έγκλημα.
Δημήτρης Ψαρράς
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών