Οι Ιδέες είναι στην ευτυχή θέση να φιλοξενούν σήμερα έναν ακόμα νέο σε ηλικία αριστερό κοινωνικό επιστήμονα και ακτιβιστή, τον Πάνο Ραμαντάνη. Το εξαιρετικά καλογραμμένο κείμενό του είναι προϊόν συστηματικής μελέτης του κλασσικού βιβλίου Διαλεκτική του Διαφωτισμού των γερμανών φιλοσόφων Τέοντορ Αντόρνο και Μαρξ Χορκχάιμερ, δύο εκ των επιφανέστερων εκπροσώπων της Σχολής της Φρακφούρτης, καθώς και των σημειώσεών του από τις διαλέξεις τον καθηγητή του ΕΚΠΑ, Μάκη Κουζέλη, στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία», την περίοδο 2019-2021. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Κουζέλης έχει επιμεληθεί την ελληνική έκδοση του παραπάνω βιβλίου από τη Νήσο το 1996, σε μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου και επίμετρο του αξέχαστου Κοσμά Ψυχοπαίδη.
Ο Ραμαντάνης παρουσιάζει με έναν διαυγή και εύληπτο τρόπο την σχέση του διαφωτισμού με τον ολοκληρωτισμό την οποία περιγράφει και εξηγεί το προαναφερθέν βιβλίο, ερχόμενο σε αντίθεση με τις απόψεις ενός μεγάλου μέρους παλαιών και σύγχρονων φιλελεύθερων αλλά και αριστερών διανοουμένων.
Δεδομένου ότι η δημοσίευση του κειμένου του συμπίπτει με την εν εξελίξει απαράδεκτη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Ραμαντάνης πρόσθεση στην εισαγωγή του μια, κατά την γνώμη μου, πολύ εύστοχη παράγραφο που αναφέρεται στη σημερινή συγκυρία. Συμπληρωματικά σ’ αυτήν την παράγραφο, παραθέτω την πρώτη πρόταση άρθρου με τίτλο ‘Putin, Ukraine and the Preservation of Power” [Ο Πούτιν, η Ουκρανία και η διατήρηση της εξουσίας], που έγραψε στο γνωστό αμερικανικό περιοδικό The New Yorker, στις 31 Ιανουαρίου 2022, δηλαδή ένα μήνα πριν από τη ρωσική εισβολή, ο εκδότης του, δημοσιογράφος και συγγραφέας, Ντέιβιντ Ρέμνικ: «Ο Βλάντιμιρ Πούτιν παρουσιάζεται στους πολίτες του και στον κόσμο ως ο σημαιοφόρος ενός σύγχρονου αντι-διαφωτισμού. Έχει δηλώσει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ‘παρωχημένη’, μια πολιτική ρύθμιση που ‘ο σκοπός της έχει ξεπεραστεί’».
Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο η σημερινή ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας είναι μια σύγκρουση διαφωτισμού-δεσποτισμού, και όχι μια ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη, όπως γράφει ο Ραμαντάνης, όταν στις δυνάμεις που καταδικάζουν την υπαρκτή βαρβαρότητα της επίθεσης του Πούτιν στην Ουκρανία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων όχι και τόσο δημοκρατικών «διαφωτισμένων» κρατών (Πολωνία,Τσεχία, Ρουμανία), και η Ουγγαρία του προέδρου Όρμπαν, ο οποίος έχει δηλώσει ρητώς ότι το όραμά του είναι να κάνει τη χώρα του μια «ανελεύθερη δημοκρατία»!
Χ. Γο.
Θέλω ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι το συγκεκριμένο κείμενο δεν εστιάζει στη ναζιστική φρίκη καθαυτή, αν και γράφτηκε με αφορμή την επέτειο πριν από ένα περίπου μήνα των 77 χρόνων από τότε που ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, στις 27 Γενάρη του 1945. Ανασύροντας τις μνήμες της ναζιστικής και φασιστικής θηριωδίας προσπαθεί να ξαναδιαβάσει σημεία της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού –και όχι μόνο– σε μια προσπάθεια να κατανοήσει γιατί ο νεωτερικός πολιτισμός, η διαφωτισμένη νεωτερικότητα, «παρήγαγε» τον ναζισμό και τον φασισμό, αλλά και γιατί 77 περίπου χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η ανθρωπότητα συνεχίζει να βουλιάζει στη βαρβαρότητα και τη φρίκη των πολεμικών συγκρούσεων.
Υπό μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το άρθρο συνδέεται και με τη σημερινή συγκυρία της επίθεσης του ρώσικου στρατού εναντίον μιας κυρίαρχης ευρωπαϊκής χώρας, της Ουκρανίας, η οποία επαναφέρει στη μνήμη τον βομβαρδισμό, το 1999, μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας, της Σερβίας, από τις νατοϊκές δυνάμεις. Αν και κατά την γνώμη μου αυτή η εισβολή εντάσσεται στο πλαίσιο της γενίκευσης μιας ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης ανάμεσα στο ρωσικό αυταρχικό κράτος και την επεκτατική λογική του ΝΑΤΟ, από τους κυρίαρχους κύκλους εμφανίζεται, με τη βοήθεια και των ιδεολογικών μηχανισμών, ως μια σύγκρουση ανάμεσα στον δεσποτισμό του αυταρχικού πουτινικού καθεστώτος και στη διαφωτισμένη Δύση, αγνοώντας ή μάλλον αποκρύπτοντας την κίνηση και των αστικών καπιταλιστικών δημοκρατιών προς τον ολοκληρωτισμό. Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργείται ένα πολιτισμικό συγκρουσιακό/πολεμικό κλίμα, που κινδυνεύει να πάρει επικίνδυνες παγκόσμιες διαστάσεις.
Η κίνηση του διαφωτισμού προς τον ολοκληρωτισμό
Στο πρώτο κείμενο της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού που τιτλοφορείται «Η έννοια του Διαφωτισμού»1, οι Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο προχωρούν σε μια προκλητική θέση για την κυρίαρχη αντίληψη της αστικής νεωτερικής κοινωνίας, υποστηρίζοντας ότι «…ο διαφωτισμός είναι τόσο ολοκληρωτικός όσο οποιοδήποτε σύστημα»2. Πριν, όμως, δούμε πώς φτάνουν σε αυτή τη θέση οι δύο συγγραφείς, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δίνουν έναν ορισμό για τον διαφωτισμό (τον εννοιολογούν, δηλαδή), σύμφωνα με τον οποίο ο βασικός στόχος του, ως ρεύμα προόδου, ήταν να απαλλάξει τους ανθρώπους από τον φόβο και να τους καταστήσει κύριους του εαυτού τους. Έτσι, ο διαφωτισμός για τους δυο συγγραφείς ορίζεται εξαρχής ως προοδεύουσα σκέψη, πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί ένα ιστορικό σημείο τομής που διαφοροποιεί την ορθολογική νεωτερικότητα από τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Άρα μια πιθανή «επιστροφή» στο παρελθόν, ως θεωρητική πρόταση για έναν καλύτερο κόσμο, είναι εντελώς αντίθετη με τις προσεγγίσεις-στοχεύσεις των Χορκχάιμερ και Αντόρνο.
Η παραπάνω θέση που συνδέει τον διαφωτισμό με τον ολοκληρωτισμό, παρόλο που μοιάζει να έρχεται σε αντίφαση με την αρχική εννοιολόγηση του διαφωτισμού ως προοδεύουσα σκέψη, εδράζεται σε κάποια ουσιαστικά ζητήματα που απορρέουν από τον προβληματισμό των συγγραφέων, τα οποία αναφέρονται στην εξελικτική πορεία της διαφωτισμένης νεωτερικότητας. Και ίσως πρέπει να θυμηθούμε ότι αυτή ακριβώς η προβληματική των Χορκχάιμερ και Αντόρνο, τουλάχιστον όπως διαφαίνεται μέσα από τα κείμενα της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού, εκκινεί από την παραδοχή ότι «…η ανθρωπότητα, αντί να περάσει σε μια αληθινή ανθρώπινη κατάσταση, βουλιάζει σε ένα νέο είδος βαρβαρότητας»3, η οποία αποκαλύπτεται ήδη στις πρώτες γραμμές του προλόγου του έργου4. Άρα το κυρίαρχο ζήτημα που τίθεται ως ερώτημα για τους δυο συγγραφείς είναι πώς ο διαφωτισμός, από προοδεύουσα σκέψη, μετασχηματίζεται σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα που διαπερνά το σύνολο των δομών του κοινωνικού σχηματισμού και δεν διαφέρει σε τίποτα από αντίστοιχα ολοκληρωτικά συστήματα.
Τι μπορεί να είναι αυτό που οδηγεί τον διαφωτισμό σ’ αυτήν την ολοκληρωτική μορφή, αντιστρέφοντας, επί της ουσίας, την αρχική του πορεία προς μια αληθινά ανθρώπινη κατάσταση; Εν τέλει, είναι εξωγενείς οι παράγοντες που επιδρούν στην πορεία της διαφωτισμένης νεωτερικότητας προς μια νέα βαρβαρότητα ή τελικά η ολοκληρωτική μορφή που παίρνει ο διαφωτισμός είναι εγγενές του χαρακτηριστικό;
Στα παραπάνω ζητήματα οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο έχουν σαφή θέση. Ο υποθετικός αντίπαλος του διαφωτισμού, εκείνος που διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την πορεία προς τον ολοκληρωτισμό, δεν είναι παρά ο ίδιος του ο εαυτός. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά εξωγενής δύναμη που να ωθεί τη διαφωτισμένη νεωτερικότα προς τη βαρβαρότητα. Έτσι, τα στοιχεία του ολοκληρωτισμού που συναντάμε στα ναζιστικά και φασιστικά μορφώματα της περιόδου, όπως και τα στοιχεία ολοκληρωτισμού που διαφαίνονται –χωρίς φυσικά να ταυτίζονται σε καμία περίπτωση με το ναζισμό και το φασισμό– στους μονοπωλιακούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς του «δυτικού κόσμου»5 ή και στα «ανατολικά» κρατικοκαπιταλιστικά διευθυντήρια, είναι παράγωγα του ίδιου του διαφωτισμού.
Ο ολοκληρωτισμός ως αστικό καθεστώς
Η σύνδεση του ολοκληρωτισμού με τον διαφωτισμό δεν τέθηκε από τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ για πρώτη φορά στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Ο Μαξ Χορκχάιμερ, στο πιο υλιστικό ίσως (σε σχέση με την Διαλεκτική) κείμενο του Οι Εβραίοι και η Ευρώπη (1939), γραμμένο μια πενταετία περίπου πριν τη συγγραφή της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού, είχε αναφερθεί εκτενώς στο ζήτημα της συσχέτισης του ολοκληρωτισμού (κυρίως μέσω του ναζιστικού φαινομένου και της ιστορίας του αντισημιτισμού στην Ευρώπη) και της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, η οποία συμπύκνωνε την πολιτική, κοινωνική και οικονομική μορφή του κινήματος του Διαφωτισμού. Η παραδοχή ότι «το [φασιστικό] ολοκληρωτικό καθεστώς δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό καθεστώς χωρίς τις αναστολές του»6, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο (φασιστικός) ολοκληρωτισμός γεννήθηκε και μεγάλωσε στη διαφωτισμένη αστική νεωτερικότητα. Και ακριβώς μέσα σε αυτές τις κοινωνικές σχέσεις ο (αστικός) αντισημιτισμός οφείλεται σε ένα ειδικό οικονομικό αίτιο -όπως επισημαίνουν οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο στο κεφάλαιο «Στοιχεία του αντισημιτισμού» της Διαλεκτικής- το οποίο είναι η μεταμφίεση της κυριαρχίας σε παραγωγή. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω αναφορά των δύο στοχαστών της Κριτικής Θεωρίας:
«Η παραγωγική εργασία του καπιταλιστή, είτε ο ίδιος δικαιολογούσε το κέρδος του ως αμοιβή του επιχειρηματία, όπως στο φιλελευθερισμό, είτε ως αποδοχές του διευθυντή όπως σήμερα, ήταν μια ιδεολογία που συγκάλυπτε την ουσία του συμβολαίου εργασίας και την αρπακτική φύση του οικονομικού συστήματος γενικά. Γι’ αυτό φωνάζουν: πιάστε τον κλέφτη! Και δείχνουν τον Εβραίο. Είναι πράγματι ο αποδιοπομπαίος τράγος, όχι μόνο για επιμέρους ελιγμούς και μηχανορραφίες, αλλά υπό την ευρεία έννοια ότι του φορτώνουν την οικονομική αδικία ολόκληρης της τάξης»7.
Θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη η επισήμανση, ότι η παραπάνω διαδικασία διόλου δεν αναιρεί την φρίκη του ολοκαυτώματος η οποία κατά μια έννοια θα μπορούσε να καταρρίπτει τη θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου. Αντιθέτως, μπορεί να ενυπάρχει μαζί της. Κι αν αυτό δεν εξηγήθηκε επαρκώς -τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν ορισμένοι στοχαστές- από τους φιλοσόφους της Κριτικής Θεωρίας, θα μπορούσε κάλλιστα να συμπυκνωθεί στη φουκωική λογική8 -παρά τις γενικότερες αντίθετες οπτικές στο ζήτημα του διαφωτισμού και όχι μόνο- σύμφωνα με την οποία στο ναζισμό ενυπάρχουν την ίδια στιγμή τόσο η προνεωτερική εξουσία επί του θανάτου και της ζωής όσο και η καπιταλιστική βιοεξουσία της νεωτερικότητας. Δηλαδή, μια ευγονική διευθέτηση της κοινωνίας, δομικό συστατικό μιας νεωτερικής κοινωνίας, με μια παράλληλη εξύμνηση του ανώτερου αίματος, με σαφή προνεωτερικά χαρακτηριστικά.
Οι στοχαστές της Κριτικής Θεωρίας διέβλεπαν στα φασιστικά ολοκληρωτικά καθεστώτα της περιόδου περισσότερο τα στοιχεία της διαφωτισμένης νεωτερικότητας παρά τα προνεωτερικά της χαρακτηριστικά. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι τα τελευταία δεν υπάρχουν. Εντούτοις, η ολοκληρωτική κοινωνία -τουλάχιστον όπως αυτή εμφανιζόταν μέσα από το ναζιστικό καθεστώς- είχε σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες -πάντα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης «λογικότητας»- οικονομικής επιβίωσης (ως αστικό καθεστώς), από τη Δημοκρατία τη Βαϊμάρης λόγου χάρη. Η διαφωτισμένη νεωτερικότητα, όμως, ενώ διαλαλούσε, μέσω του «ορθού λόγου», το τέλος των μύθων, την ίδια στιγμή η ίδια μετασχηματιζόταν σε μύθο, αναπαράγοντας εκείνο το στοιχείο, εγγενές στην πραγματικότητα, που την οδηγούσε στην αυτοκαταστροφή της, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που ευαγγελιζόταν αρχικά ως προοδεύουσα σκέψη. Έτσι, ο ολοκληρωτισμός διαπερνά τη διαφωτισμένη αστική κοινωνία με μιαν αντίστοιχη μορφή που διαπερνά ένα φασιστικό καθεστώς. Γιατί, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Χ. Μαρκούζε περίπου δυο δεκαετίες μετά την συγγραφή της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού: «Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι μια ορισμένη μορφή κυβέρνησης ή κόμματος, είναι ακόμα κι ένα ειδικό σύστημα παραγωγής και διανομής, που εναρμονίζεται απόλυτα με τα “πολλά” κόμματα και τις εφημερίδες, με τη “διάκριση των εξουσιών”, κ.λ.π.»9.
Ο εργαλειακός λόγος στον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της αστικής κοινωνίας
Για να επανέλθουμε όμως στο ζήτημα του διαφωτισμού, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιο θα μπορούσε να είναι το κρίσιμο σημείο που αντιστρέφει την πορεία του, που τον οδηγεί στο να ξαναγίνει μυθολογία και που, εν τέλει, τον «μεταμορφώνει» σε μια ολοκληρωτική βαρβαρότητα; Η παραπάνω «μεταμόρφωση» ταυτίζεται με τον μετασχηματισμό του Λόγου σε εργαλειακό λόγο. Την ιστορική φάση δηλαδή που ο Λόγος μετατρέπεται σε εργαλείο κυριαρχίας και υποταγής σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Και η χρήση αυτού του λόγου κατά την εξελικτική διαδικασία της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι που τελικά οδηγεί στη νέα βαρβαρότητα. Όλο αυτό πλαίσιο μετασχηματισμού του Λόγου, μεταφέρεται από τους Χορκχάιμερ και Αντόρνο με ιδιαίτερο τρόπο στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού μέσα από την ανάγνωση της ομηρικής Οδύσσειας. Η επιλογή της Οδύσσειας δεν είναι τυχαία. Γίνεται με σκοπό να καταδειχθεί από τη μία η κυριαρχία του ανθρώπου επί της φύσης και από την άλλη η κυριαρχία του ατόμου επάνω σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Αυτή η επιβολή, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της εργαλειακής χρήσης του Λόγου, αναδεικνύεται μέσω της πανουργίας του Οδυσσέα, που συμβολίζει την ανθρώπινη πονηριά για κυριάρχηση στον φυσικό κόσμο και κατ’ επέκταση σε ολόκληρο τον κοινωνικό σχηματισμό.
Η διαδικασία μετασχηματισμού του Λόγου σε εργαλειακό λόγο, συσχετίζεται όμως με την αυτονομία του. Έτσι, όταν ο Λόγος «παραιτείται» από την αυτονομία του, μετατρέπεται σε εργαλείο υποστηρίζει ο Χορκχάιμερ στο κείμενό του που τιτλοφορείται Η έκλειψη του Λόγου10. Τούτη η μετατροπή σημαίνει, επί της ουσίας, ότι η αξιακή οριοθέτηση του Λόγου πραγματώνεται κάτω από ένα λειτουργικό πλαίσιο στο οποίο ηγεμονεύουν οι θετικιστικές πρακτικές της τεχνολογικής κοινωνίας και ο ρόλος του ταυτίζεται με την εργαλειακή αντίληψη της αξίας της κυριαρχίας. Και είναι αυτή η κυριαρχία που εν τέλει πραγματώνεται και επί του κοινωνικού σώματος και επί της φύσης, «καταστρέφοντας» ακόμα και την έννοια της ελευθερίας. Γιατί σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, παρατηρεί ο Μαρκούζε σε ένα από τα κείμενα του της δεκαετίας του 1930, «η ίδια η ελευθερία ενεργεί σαν όργανο της προσαρμογής και του περιορισμού. Αυτές οι καταπιεστικές και οπισθοδρομικές τάσεις συνοδεύουν την μετατροπή της βιομηχανικής κοινωνίας σε τεχνολογική κοινωνία κάτω από την ολοκληρωτική διοίκηση των ανθρώπων, και οι ταυτόχρονες αλλαγές στον τρόπο εργασίας, της ιδιοσυγκρασίας και της πολιτικής λειτουργίας του «λαού», βλάπτουν σημαντικά τις βάσεις της δημοκρατίας»11.
Εν κατακλείδι, στην εξέλιξη της διαφωτισμένης αστικής κοινωνίας, ο Λόγος μοιάζει ανίκανος να κατανοήσει τον πραγματικό κόσμο, την αληθινή φύση της πραγματικότητας. Μετατρέπεται σε ένα αυστηρά ποοσοτικοποιημένο (εργαλειοποιημένο) όργανο, η χρήση του οποίου εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό, μια συγκεκριμένη αναφορά και, κυρίως, μια κυρίαρχη τάξη12. Έτσι, η εργαλειοποίηση του Λόγου δείχνει να είναι εγγενές χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής εξέλιξης και γίνεται ένα μ’ αυτήν, καθώς αποτελεί δομικό της χαρακτηριστικό, κατά τον ίδιο τρόπο που ο ολοκληρωτισμός αποτελεί αντίστοιχο εγγενές χαρακτηριστικό του ίδιου του διαφωτισμού. Άρα η ταύτιση του Λόγου με τον εργαλειακό-θετικιστικό λόγο της κυριαρχίας και της επιβολής, στο πλαίσιο πάντα της αναπαραγωγής των αστικών σχέσεων, είναι αυτή που τελικά φανερώνει τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του διαφωτισμού. Και είναι, εντέλει, τούτος ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας που παρήγαγε τη φρίκη και τη βαρβαρότητα του ναζιστικού και του φασιστικού φαινομένου κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ο ίδιος ολοκληρωτικός χαρακτήρας είναι αυτός που συνεχίζει να βουλιάζει την ανθρωπότητα στη φρίκη και τη βαρβαρότητα.
Σημειώσεις:
1. Χορκχάιμερ, Μαξ & Αντόρνο, Τεοντόρ, 1996, Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, Αθήνα: Νήσος, σσ. 29-88
2. Στο ίδιο, σ. 60
3. Στο ίδιο, σ. 19
4. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι τη στιγμή που γράφεται η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, η Ευρώπη βιώνει τον ναζιστικό και φασιστικό εφιάλτη, κυρίως μέσω των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της φρίκης του ολοκαυτώματος.
5. Είναι τουλάχιστον αποκαλυπτική για τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του μονοπωλιακού καπιταλισμού η θέση του Αντόρνο σύμφωνα με την οποία «… Αυτή η διαδικασία της εξομοίωσης, του εκπολιτισμού και την ενσωμάτωσης καταναλώνει όλη την ενέργεια που θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, μέχρι η υπό όρους ανθρωπιά να γεννήσει τη βαρβαρότητα, η οποία συνιστά την ουσία της» [βλ. Adorno, Theodor, & Horkheimer, Max, 2017, Από την ταξική πάλη στον πόλεμο των συμμοριών, Αθήνα: Ακυβέρνητες Πολιτείες, σ. 68].
6. Horkheimer, Max, 1985, Οι Εβραίοι και η Ευρώπη, Αθήνα: Έρασμος, σσ. 38-39
7. Χορκχάιμερ, Μαξ & Αντόρνο, Τεοντόρ, 1996, ο.π., σ. 286
8. Αναλυτικότερα η συγκεκριμένη προσέγγιση στα έργα του Michel Foucault: Ιστορία της σεξουαλικότητας I. Η βούληση για γνώση (2011, εκδόσεις Πλέθρον) & Για την υπεράσπιση της κοινωνίας (2002, εκδόσεις Ψυχογιός)
9. Marcuse, Herbert, 1971, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα: Παπαζήσης, σ. 35
10. Horkheimer, Max, 1987, Η Έκλειψη του Λόγου, Αθήνα: Κριτική, σ. 33
11. «Παρατηρήσεις για ένα νέο ορισμό του πολιτισμού» [βλ. Μαρκούζε, Χέρμπερτ, 1970, Φιλοσοφικά Κείμενα, Αθήνα: Μπουκουμάνης, σ. 23].
12. Στο ίδιο σσ. 30-37
Πάνος Ραμαντάνης
Πηγή: Η Εποχή