Macro

Οι «κόκκινες κάλτσες» επιστρέφουν

Ηταν ένα προεκλογικό σύνθημα, που «εφευρέθηκε» το 1994, την τελευταία φορά που ο Χέλμουτ Κολ κατάφερε να κερδίσει εκλογές. Ο τότε γραμματέας της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης, Πέτερ Χίντσε υπερήφανος παρουσίαζε την αφίσα με το σύνθημα «Εμπρός για το Μέλλον – Αλλά Οχι με κόκκινες κάλτσες». Ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός αφορούσε το PDS, το Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, τον πρόγονο ουσιαστικά της σημερινής die Linke και πόνταρε στο φόβο της κομμουνιστικής απειλής.

Αν και πολλοί πολιτικοί επιστήμονες το χαρακτήρισαν φτηνό ή ακόμα και χυδαίο, το σλόγκαν φαίνεται ότι έπιασε, ξυπνώντας κυρίως τα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά ενός συντηρητικού, αλλά φυσικά και του ακροδεξιού ακροατηρίου. Oι Χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν τις εκλογές με ποσοστό 41,4% και το PDS κόλλησε στο 4,4%, κατάφερε πάντως να μπει στη Μπούντεσταγκ. Ο χαρακτηρισμός «κόκκινες κάλτσες» επιστρατεύεται από τότε κάθε φορά, που η Αριστερά δείχνει να… παίρνει τα πάνω της, για να την ταυτίσει με το σταλινισμό και όλα τα παρελκόμενά του. Δεν έχει αποδειχτεί πάντα τόσο αποτελεσματικός. Το 2009 για παράδειγμα η die Linke άγγιξε το 12%, ενώ στις τελευταίες εκλογές του 2017 είχε συγκεντρώσει ποσοστό 9,2%.

Σε αυτές τις εκλογές αν και οι δημοσκοπήσεις τη δίνουν πεσμένη, τα συντηρητικά κόμματα ασχολούνται ιδιαίτερα μαζί της. Ο λόγος είναι απλός. Τα ξημερώματα της 27ης Σεπτεμβρίου είναι πολύ πιθανό να εξαρτάται από τις δικές της έδρες στη Βουλή αν θα υπάρξει μια κυβέρνηση με προοδευτικό πρόσημο. Αν δηλαδή Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι δεν καταφέρνουν να συγκεντρώσουν μαζί την απαραίτητη πλειοψηφία για να κυβερνήσουν, το ερώτημα είναι αν θα στραφούν προς αυτήν για ένα τρικομματικό συνασπισμό ή αν θα κοιτάξουν δεξιότερά τους.

Ούτε ο Ολαφ Σολτς, ούτε η Αναλένα Μπέρμποκ δείχνουν διάθεση να υποκύψουν προς το παρόν στις πιέσεις και να δώσουν μια δεσμευτική αρνητική απάντηση στο ερώτημα που επίμονα τους θέτουν δεξιοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι. Η προοπτική αυτή φαίνεται να τρομάζει τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι μετά από τα χρόνια των άνετων επικρατήσεων της Ανγκέλα Μέρκελ βλέπουν τώρα τις δημοσκοπήσεις να επιβεβαιώνουν την αυγκράτητη καθίζησή τους και την προοπτική να περάσουν στα αντιπολιτευτικά έδρανα να καθίσταται ολοένα και πιο ρεαλιστική. Ετσι η «θεωρία της κόκκινης κάλτσας» ανασύρεται και πάλι από το χρονοντούλαπο. Αποκορύφωμα η συζήτηση της περασμένης Τρίτης στη Βουλή, όπου η ίδια η Ανγκέλα Μέρκελ, σε μια αποχαιρετιστήρια ομιλία της στο σώμα ως καγκελάριος αναλώθηκε σε κινδυνολογία σε υψηλούς τόνους, στην οποία δε μας είχε συνηθίσει τους τελευταίους μήνες.

Σε μελοδραματικό ύφος προειδοποίησε για τους κινδύνους που περιμένουν τη χώρα αν η κυβερνητική εξουσία παραδοθεί σε ένα κοκκινοπράσινο συνασπισμό με τη συμμετοχή ή την ανοχή της Αριστεράς. Το «τροπάριο» αυτό έχει υιοθετηθεί εδώ και καιρό από στελέχη της Κεντροδεξιάς, αλλά και από τους Φιλελεύθερους που ονειρεύονται και αυτοί να εξαργυρώσουν τα καλά τους δημοσκοπικά ποσοστά με υπουργεία για την επόμενη τετραετία. Αλλά η επιστράτευση της Μέρκελ που ως τώρα μάλλον αμέτοχα παρακολουθούσε τον προεκλογικό αγώνα δείχνει ότι έχει σημάνει συναγερμός στην κεντροδεξιά παράταξη. Στην κυριολεξία «κόκκινος συναγερμός».

Το πρόβλημα είναι ότι η προοπτική της «συνέχειας και ασφάλειας» που επικαλέστηκε η καγκελάριος για να ψηφίσουν οι πολίτες το κόμμα της δεν μοιάζει αυτή τη στιγμή και τόσο ελκυστική. Το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι σχολιαστές επισημαίνουν ότι τελικά η αποχώρησή της ήταν η μόνη επιλογή για τη χώρα, μάλιστα έρχεται και καθυστερημένα, δείχνει ότι ακριβώς αυτού του είδους η μερκελιανή συνέχεια ίσως να μην «πουλάει» πια. Ειδικά όταν την εκφράζει ένας πολιτικός χαμηλών πτήσεων, όπως έχει αξιολογηθεί από την κοινή γνώμη ο Αρμιν Λάσετ. Ενα μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας ίσως και λίγο ασυνείδητα, διαισθάνεται ότι η χώρα έχει ανάγκη από μια πολιτική αλλαγή. Το αν η Αριστερά θα μπορέσει να πρωταγωνιστήσει σε αυτή εξαρτάται και από την ίδια. Αν και όχι μόνο.

Κώστας Αργυρός

Πηγή: Η Εποχή