Σε τι διαφοροποιείται ο ισλαμιστικός από τον ακροδεξιό εξτρεμισμό; Υπάρχουν πολλών ειδών τρομοκρατίες; Πάνω σε τι θεμελιώνεται το μίσος ενός τρομοκράτη και ποιος είναι τελικά ο εχθρός του;
Στις «Πηγές της Τρομοκρατίας», η Ελέν Λεγέ είχε αναδείξει πριν από κάποια χρόνια τη συνάφεια ανάμεσα στην ισλαμιστική τρομοκρατία και στο ναζιστικό έγκλημα. Ηταν πριν από το Μπατακλάν, τον Νοέμβριο του 2015. Στο κεφάλαιο «Η εξέλιξη του μηδενισμού μετά τον Νίτσε: Ο ναζισμός και ο ισλαμισμός», η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια και συγγραφέας είχε περιγράψει ενδελεχώς τη συγγένεια ανάμεσα στους ναζί και τους φονταμενταλιστές του Ισλάμ εξηγώντας πως και στις δύο περιπτώσεις το κυρίαρχο στοιχείο είναι η άρνηση της ανθρώπινης ιδιότητας συγκεκριμένων ανθρώπινων ομάδων.
Ο αποκεφαλισμός του Σαμουέλ Πατί, του Γάλλου καθηγητή της Ιστορίας και Γεωγραφίας, από έναν νεαρό εξτρεμιστή του λεγόμενου «Ισλαμικού κράτους» ως πράξη εκδίκησης γιατί απλά έδειξε στους μαθητές του σατιρικά σκίτσα του Μωάμεθ, επανέφερε εκ νέου στη Γαλλία το ζήτημα της ισλαμιστικής απειλής, ενώ την ίδια στιγμή η Πορτογαλία βρισκόταν ήδη αντιμέτωπη με ρατσιστικά εγκλήματα.
Τελευταία αφορμή ήταν η περίπτωση του Μαμαντού Μπα, επικεφαλής μιας αντιρατσιστικής οργάνωσης στη Λισαβόνα, που έλαβε προ ημερών το εξής γράμμα: «Σκοπός μας είναι να σκοτώσουμε κάθε ξένο και αντιφασίστα – και εσύ είσαι ένας από τους στόχους μας». Είχαν προηγηθεί τον περασμένο Ιούλιο η εν ψυχρώ δολοφονία του Μπρουνό Καντέ, ενός μαύρου ηθοποιού, και φυσικά η κοινοβουλευτική άνοδος της Ακροδεξιάς στη χώρα..
Οσο για τις ερμηνείες που μπορεί να έχει ο ολοκληρωτικός εξτρεμισμός; Πρόκειται για μια απόπειρα επαναφοράς του εξιδανικευμένου πατέρα μέσω «βάρβαρων μεταβιβάσεων σε πατρικές μορφές», δεδομένου πως είναι αδύνατες οι συμβολικές ταυτίσεις. Ετσι, οι Αλλοι, οι διαφορετικοί, οι εξωτικά έτεροι γίνονται αντικείμενα μιας βάρβαρης απόλαυσης, αντικείμενα εκτόνωσης μίσους. Ιδίως όταν εκλείπει η κοινωνική προστασία.
Συνάφειες
Ο Φετχί Μπενσλαμά, συγγραφέας των βιβλίων «Ο πόλεμος των Υποκειμενικοτήτων στο Ισλάμ» και «Η Ψυχανάλυση στη Δοκιμασία του Ισλάμ» είχε κατασκευάσει τον όρο «ψυχομαχία» για να αναφερθεί στον ψυχισμό των σύγχρονων εξτρεμιστών που συνταιριάζουν την «ωμή βία με την επική πράξη». Γι’ αυτόν τον λόγο- κατέληγε- θα πρέπει να μας απασχολήσει η γοητεία που ασκεί η τρομοκρατία και πώς μια μάζα ανθρώπων υπακούει με ευκολία σε εντολές που σκορπίζουν τον θάνατο.
Το έργο «Ψυχολογία των Μαζών και Ανάλυση του Εγώ» του Ζίγκμουντ Φρόιντ είναι πιο επίκαιρο από ποτέ για να επιστρέψουμε στους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους τοποθετούμε έναν καθοδηγητή στη θέση του ιδεώδους του εγώ και στις διαδικασίες μέσα από τις οποίες παύουν οι όποιες αντιστάσεις μπροστά του.
Ο Γαλλοτυνήσιος ψυχαναλυτής και ακαδημαϊκός εξηγεί πως με την τρομοκρατική πράξη, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό που ο Φρόιντ αποκαλεί «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό». Ισλαμισμός και ναζισμός συναντώνται, εξάλλου, στην κοινή εναντίωσή τους προς τον πολιτισμό. Κοινός παρανομαστής, ο μηδενισμός. Στην πραγματικότητα οι τρομοκράτες, οι οποίοι ζητούν την αλλαγή μέσω της βίας και όχι μέσω του νόμου, «πλήττουν τη μετουσίωση ως τρόπο ενορμητικής ικανοποίησης που ταιριάζει στον πολιτισμό, στον καθαυτό πολιτιστικό δεσμό», όπως σημειώνει ο Ρετζινάλντ Μπλανσέ στις «Πολιτικές του Ψυχαναλυτή», ενώ η συλλογική συνύπαρξη βασίζεται στη μετουσιωτική απόλαυση του καθενός.
Αν περιηγηθούμε στους τάφους των θυμάτων του εξτρεμισμού, θα διαπιστώσουμε πως αρκετά συχνά είναι άνθρωποι που παράγουν πολιτικό λόγο και πράξη μέσα από τις τέχνες και τα γράμματα. Οπως οι σκιτσογράφοι τoυ σατιρικού εντύπου Charlie Hebdo, ο καλλιτέχνης της ραπ Παύλος Φύσσας, ο Γάλλος ιστορικός Σαμουέλ Πατί, ο Πορτογάλος ηθοποιός Μπρουνό Καντέ.
Μια ταυτότητα που δεν έχει οικουμενική διάσταση -φράση δανεική από τον Αλέν Μπαντιού- σημαίνει αποκλεισμός και διώξεις όσων δεν τη συμμερίζονται. Και η ψυχανάλυση μας βοηθά έτσι ώστε να μην υποχωρήσουμε μπροστά στο φάντασμα της όποιας ταυτότητας, έτσι ώστε να μπορούμε να υπερασπιστούμε μια πολιτική που προβάλλει τα δικαιώματα μιας απόλαυσης άλλης, πέραν της καταφυγής στη βία. Της όποιας μορφής βίας – θρησκευτικής ή πολιτικής που βρίσκεται στην υπηρεσία της ενόρμησης του θανάτου.
Στον «Εξτρεμισμό και τα Είδωλα του», ο Πιερ Αντρέ Ταγκιέφ, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς των πολιτικών ιδεών, σημείωνε σκωπτικά πως ο εξτρεμισμός είναι το καρύκευμα που βρίσκουμε σε όλες τις σάλτσες. Ο Γάλλος στοχαστής ανέλυε τη σχέση μεταξύ του πολιτικού εξτρεμισμού και της συνωμοσιολογικής πρόσληψης της πορείας του κόσμου, εξηγώντας πως κορυφαίο κοινό στοιχείο τους είναι η κατασκευή και υπόδειξη του «εχθρού», του απόλυτου εχθρού. Για τον Γάλλο φιλόσοφο τα λεγόμενα «άκρα» ιδεολογικοποιούν και κατά συνέπεια διαστρέφουν πραγματικά προβλήματα. Η συνωμοσιολογία, με τη σειρά της, λειτουργεί ως «ιδεολογία», ως παρανοϊκή κοσμοαντίληψη. Και κάθε παρανοϊκή κοσμοαντίληψη, που καταλαμβάνει θέση στον χώρο των ιδεολογιών, δεν μπορεί παρά να ενθυλακώνει το στοιχείο της βίας και το στοιχείο του μάρτυρα μέσα σε αυτά της πολιτικής ή της θρησκείας.
Η ιστορία της τρομοκρατίας είναι άμεσα συνυφασμένη, λοιπόν, με την ιστορία των κοινωνιών που την κυοφόρησαν. Κάθε τρομοκρατικό συμβάν, κάθε παρανοϊκή κοσμοαντίληψη που γίνεται ιδεολογία εντάσσεται στα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα.
Συνεπώς, εάν έχει κάτι σημασία να διερευνούμε είναι οι ψυχικές συνθήκες κάθε τρομοκρατικής πράξης, οι λόγοι για τους οποίους η συμβολική τάξη δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το υποκείμενο να απολαύσει μια κτηνωδία, πέρα από τον νόμο, οι αιτίες που η άρνηση έγινε αυτοσκοπός και ο φανατισμός, το μοναδικό φάρμακο στην οδύνη.