Εξαγωγή «επαναστάσεως» στην Ιταλία προσπάθησε να κάνει η χούντα της 21ης Απριλίου. Μια προσπάθεια επίμονη και αδρά χρηματοδοτούμενη, σε συνεργασία με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες και τις υπό τον έλεγχό τους φασιστικές οργανώσεις.
Η ελληνική φασιστική εμπλοκή εντασσόταν στη «στρατηγική της έντασης», όπως την ονόμασε η βρετανική εφημερίδα Observer στις 12 Δεκεμβρίου 1969, αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση στην πιάτσα Φοντάνα, στην Αγροτική Τράπεζα του Μιλάνου, που άφησε πίσω της 17 νεκρούς και 88 τραυματίες. (Για την επίθεση αρχικά κατηγορήθηκαν Ιταλοί αναρχικοί και μόλις πριν από λίγα χρόνια αποδείχτηκε δικαστικά η εμπλοκή νεοφασιστών της Ordine Nuovo, οι οποίοι καταδικάστηκαν από την ιταλική δικαιοσύνη).
Μετά τη σφαγή στην Πιάτσα Φοντάνα, ακολούθησαν δεκάδες άλλες τυφλές επιθέσεις των φασιστικών οργανώσεων σε πλατείες, τρένα και σιδηροδρομικούς σταθμούς με εκατοντάδες νεκρούς, ενώ μέσα στις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες ασφαλείας οι νεοφασίστες και οι πράκτορες συνωμοτούσαν και σχεδίαζαν απόπειρες πραξικοπήματος (για να μην πέσει η χώρα στα χέρια των κομμουνιστών), αλλά ματαιώθηκαν την τελευταία στιγμή.
Η περίοδος έξαρσης της φασιστικής βίας και των συνεχών απειλών κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας διήρκεσε σχεδόν όσο και η ελληνική δικτατορία. Το 1974, όταν έπεφτε η ελληνική χούντα, η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να θέσει εκτός νόμου τις δυο μεγαλύτερες τρομοκρατικές οργανώσεις της ιταλικής άκρας δεξιάς και να αλλάξει την ηγεσία των μυστικών υπηρεσιών και των ενόπλων δυνάμεων.
Η κινητοποίηση των δημοκρατικών δυνάμεων και η θαρραλέα ερευνητική δημοσιογραφία είχαν καταφέρει να ξεσκεπάσουν τις φασιστικές προβοκάτσιες και να εξουδετερώσουν τους κινδύνους αυταρχικής εκτροπής.
Φασίστες «ακτιβιστές»
Την ελάχιστα γνωστή εκστρατεία της απριλιανής δικτατορίας στην Ιταλία περιγράφει ο δημοσιογράφος Δημήτρης Δεληολάνης, για πολλές δεκαετίες ανταποκριτής της ΕΡΤ στη Ρώμη, στο βιβλίο του «Colonnelli. Il regime militare greco e la strategia del terrore in Italia» («Συνταγματάρχες. Το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς και η στρατηγική του τρόμου στην Ιταλία»), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fandango της Ρώμης.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί βήμα βήμα τις προσπάθειες της φασιστικής πτέρυγας της χούντας, στενά συνδεδεμένης με τον Κωνσταντίνο Πλεύρη, να μετατρέψει τη στρατιωτική δικτατορία σε μουσολινικού τύπου καθεστώς. Να δημιουργήσει δηλαδή πολιτικές οργανώσεις και να εκθρέψει φασίστες «ακτιβιστές», οι οποίοι θα αντιμετώπιζαν δυναμικά και με βία όχι μόνο τους μισητούς «κομμουνιστές», αλλά και ευρύτερα τους δημοκράτες πολιτικούς αντιπάλους.
Η σφαγή στην Πιάτσα Φοντάνα και συνολικά η «στρατηγική της έντασης» δεν ήταν σχέδια ελληνικής επινόησης, γράφει ο Δεληολάνης. Ηδη από το 1960 η ιταλική άκρα δεξιά κατάστρωνε, ενίοτε με τη βοήθεια του Ελληνοαμερικανού Τομ Καραμεσίνη (γνωστού και ως «το μεγάλο μαχαίρι») που αμέσως μετά την Αθήνα είχε αναλάβει σταθμάρχης της CIA στη Ρώμη, πολλαπλά σχέδια συνταγματικής εκτροπής προκειμένου να μπει φραγμός στα αριστερά ανοίγματα των χριστιανοδημοκρατών προς τους σοσιαλιστές το 1963 και προς το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας (PCI) το 1969.
Οι πράκτορες της χούντας ενέταξαν τους δικούς τους στόχους στα ανατρεπτικά σχέδια που επεξεργάστηκαν οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες και οι Ιταλοί φασίστες σε συνεργασία με αμερικανικά κέντρα εξουσίας.
Σύμφωνα με δικαστικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες που αποκαλύπτονται για πρώτη φορά στο βιβλίο του Δεληολάνη, ο Μικέλε Σιντόνα, ο διαβόητος τραπεζίτης της μαφίας που ήταν σε στενή επαφή με το αμερικανικό βαθύ κράτος, χρηματοδοτούσε ήδη, πριν από την 21η Απριλίου 1967, τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και άλλους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος.
Το βιβλίο περιγράφει λεπτομερώς πώς η ελληνική χούντα συντονίστηκε και εντάχθηκε στο αμερικανικής έμπνευσης αποσταθεροποιητικό σχέδιο στην Ιταλία με στόχο να προωθήσει και τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα: την καταστολή του αντιχουντικού κινήματος των Ελλήνων στο εξωτερικό, αλλά και την αποσταθεροποίηση των χωρών που είχαν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη διεθνή απομόνωση των συνταγματαρχών και την αποπομπή τους από το Συμβούλιο της Ευρώπης, το μεγαλύτερο διπλωματικό πλήγμα που υπέστη το στρατιωτικό καθεστώς.
Ο συγγραφέας αποκαλύπτει με έγγραφα της τότε ΚΥΠ αλλά και έγγραφα από ιταλικά αρχεία τη δράση της χουντικής οργάνωσης Ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία ΕΣΕΣΙ (Εθνικός Σύνδεσμος Ελλήνων Σπουδαστών Ιταλίας), την οποία στελέχωναν μέλη του Κινήματος 4ης Αυγούστου και της ΕΚΟΦ.
Η ΕΣΕΣΙ είχε καθήκοντα παρακολούθησης και τρομοκράτησης των Ελλήνων δημοκρατικών φοιτητών και έστελνε αναφορές για τη δράση τους στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες (ΚΥΠ). Στις προθέσεις όμως της φασιστικής πτέρυγας της χούντας ήταν να μετατραπεί η ΕΣΕΣΙ σε πολιτική οργάνωση, που θα ήταν σε θέση να μετακινήσει τη χουντική στρατιωτική ηγεσία προς τη δημιουργία ενός «καθαρού» φασιστικού τύπου καθεστώτος, στα πρότυπα εκείνου του Ιωάννη Μεταξά.
Το ιταλικό παρακράτος
Το σχέδιο βίαιης ανατροπής της δημοκρατίας στην Ιταλία δεν ήταν επινόηση της χούντας, αλλά το παράδειγμα της κατάλυσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα στο όνομα του αντικομμουνισμού λειτούργησε καταλυτικά για το ιταλικό βαθύ κράτος και παρακράτος, το οποίο ήταν παραδοσιακά σε πολύ στενή επαφή με τις υπηρεσίες πληροφοριών των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες είχαν πλήρη γνώση των αποσταθεροποιητικών σχεδίων των Ιταλών φασιστών.
Το βιβλίο δημοσιεύει ντοκουμέντα τα οποία δείχνουν ότι ο άνθρωπος που ενορχήστρωσε την αποπομπή της χούντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο τότε Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Αλντο Μόρο (και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ιταλίας και ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που τον εκτέλεσαν το 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες σε μια περίοδο που ο Μόρο έκανε άνοιγμα στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) προέδρευε στην κρίσιμη συνεδρίαση του Συμβουλίου, στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 1969.
Το ίδιο απόγευμα η χούντα και οι Ιταλοί συνεργοί της σκορπούσαν τον θάνατο στο Μιλάνο. Η Ιταλία έπρεπε να πληρώσει για την αποπομπή της Ελλάδας και να αρχίσει ένας κύκλος μαύρης βίας με στόχο την αποσταθεροποίηση.
Η προβοκάτσια που είχαν επεξεργαστεί τα ιταλικά και διεθνή κέντρα πρόβλεπε να αποδοθεί η ευθύνη για τη βόμβα στους αναρχικούς και είχε ήδη επιλεγεί ο ιδανικός «ένοχος». Οι πράκτορες της χούντας προσπάθησαν να εμπλέξουν και την ελληνική αντίσταση με ακόμα μια απόπειρα προβοκάτσιας.
Το βιβλίο καταγράφει και αναφέρει αστυνομικές εκθέσεις, αναφορές, πληροφορίες προερχόμενες από τους χαφιέδες που είχαν διεισδύσει στις επιτροπές αλληλεγγύης με την ελληνική αντίσταση του Μιλάνου. Μία από τις βόμβες που έπρεπε να εκραγούν εκείνη τη μοιραία 12η Δεκεμβρίου είχε κατασκευαστεί με εκρηκτικά που δήθεν προορίζονταν για την ελληνική αντίσταση.
Η προβοκάτσια εναντίον της ελληνικής αντίστασης ναυάγησε, όπως ναυάγησε κι εκείνη εναντίον των Ιταλών αναρχικών. Ναυάγησαν και οι απόπειρες πραξικοπήματος. Ηταν η μεγάλη ήττα της φασιστικής πτέρυγας του καθεστώτος και η αρχή μιας εσωτερικής διαμάχης που θα γινόταν όλο και πιο έντονη.
Σε αυτήν την εσωτερική διαμάχη ο συγγραφέας αφιερώνει σημαντικό μέρος του βιβλίου με πολλές βιβλιογραφικές αναφορές και απρόβλεπτες διασυνδέσεις των αντιπαραθέσεων μεταξύ χουντικών ομάδων με ό,τι συνέβαινε στην Ιταλία.
Νικόλας Ζηργάνος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών