Macro

Οι διώξεις του βιβλίου μετά τον εμφύλιο

Όσοι και όσες έχουν μεγαλώσει σε σπίτια παλιών αριστερών θυμούνται αυτά τα βιβλία της δεκαετίας του 1950 που υπήρχαν σε όλες τις βιβλιοθήκες: αριστεροί Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, αλλά και προοδευτικοί λογοτέχνες από όλον τον κόσμο, όπως ο Χάουαρντ Φαστ, ο Ελία Έρενμπουργκ, ο Χόρχε Αμάντο, ο Τζον Στάινμπεκ. Υπήρχε επίσης ρώσικη λογοτεχνία, με θέματα κυρίως για τον αντιφασιστικό πόλεμο, επιστημονικές και φιλοσοφικές εκδόσεις της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, αλλά και θεωρητικά έργα της δυτικής προοδευτικής διανόησης, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Η κυκλοφορία του βιβλίου δεκαπλασιάζεται

Το αξιόλογο αυτό υλικό ήταν μια μεγάλη συνεισφορά της Αριστεράς στην πνευματική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Επίσης ήταν ένα μέσο επιβίωσης. Με το τέλος του Εμφυλίου η κατάσταση στον χώρο του βιβλίου ήταν απελπιστική. Πολλοί εκδοτικοί οίκοι είχαν κλείσει, η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις δημιουργούσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στον χώρο, προοδευτικοί διανοούμενοι και εκδότες είχαν σταλεί στις φυλακές και τις εξορίες. Στην αγορά κυριαρχούσαν τα λαϊκά αναγνώσματα μαζικής κατανάλωσης, ενώ οι εκδόσεις κάπως πιο απαιτητικών βιβλίων ήταν ελάχιστες.

Με τη λήξη του Εμφύλιου και με τα πρώτα μέτρα αποσυμφόρησης στις εξορίες, αρκετοί αριστεροί άνθρωποι είχαν βρεθεί ελεύθεροι, άλλοι χωρίς όρους και άλλοι ως αδειούχοι. Για κάποιους από αυτούς το βιβλίο ήταν ένα μέσον προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, είτε ως εκδότες είτε ως μεταφραστές είτε ως διακινητές από πόρτα σε πόρτα – αυτό που κάποτε ονομάζαμε «πλασιέ».

Το κενό και η ανάγκη για τέτοια βιβλία υπήρχε ούτως ή άλλως κι έτσι τα δίκτυο πωλήσεων που φτιάχτηκε ταχύτατα γύρω από τις εκδόσεις αυτές λειτούργησε διπλά, ως ιμάντας παραγωγής και διάδοσης πολιτιστικού έργου, αλλά και ως μηχανισμός αλληλεγγύης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που παραθέτει ο Τάσος Βουρνάς στο έργο του «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», μέσα από τα δίκτυα αυτά η κυκλοφορία του βιβλίου στην Ελλάδα δεκαπλασιάστηκε.

Τα βιβλία που εκδίδονταν ήταν προσεκτικά επιλεγμένα τόσο προοδευτικά, όσο να μην μπορούν να θεωρηθούν εργαλεία κομμουνιστικής προπαγάνδας. Εκτός αν μπορούσαν να θεωρηθούν κομμουνιστικά βιβλία ο «Σπάρτακος», τα «Σταφύλια της οργής» ή η βιογραφία του Τσάρλι Τσάπλιν, που κυκλοφορούσαν νόμιμα σε όλο τον κόσμο. Όμως οι αποκλίσεις αυτές ήταν πολύ λεπτές για το μετεμφυλιακό κράτος, που δεν ησύχαζε με όλη αυτή την κατάσταση. Και, κυρίως, ήταν τόσο αυτονομημένο, θεσμικά και πολιτικά, ώστε δεν χρειαζόταν καν δικαιολογίες και προσχήματα για να επέμβει.

Συλλήψεις συνεργατών της «Αυγής»

Στις 11 Μαΐου του 1954 η «Αυγή» ανακοίνωσε από την πρώτη σελίδα της ότι μέσα σε μία εβδομάδα είχαν συλληφθεί τέσσερις συνεργάτες της. Επρόκειτο για τον πολιτικό συντάκτη Χαρίλαο Μάνο, τον εσωτερικό συντάκτη Στάθη Ευσταθιάδη, τον Μενέλαο Λουντέμη, που ήταν φιλολογικός και θεατρικός συνεργάτης της εφημερίδας, και τον Γιώργο Παπαδημητρίου, συντάκτη του ελεύθερου ρεπορτάζ.

Η «Αυγή» εξέφραζε την ανησυχία της για το γεγονός ότι και οι τέσσερις απειλούνταν με εκτόπιση. Ένα νέο δημοσίευμα, την επόμενη ημέρα, επιβεβαίωσε ότι ο Ευσταθιάδης και ο Λουντέμης είχαν σταλεί στον Άη Στράτη χωρίς καμία διοικητική διαδικασία, καθώς ήταν αδειούχοι εξόριστοι, ενώ ο Μάνος και ο Παπαδημητρίου ήταν κρατούμενοι στο Τμήμα Μεταγωγών. Κανείς τους δεν είχε κατηγορηθεί για οτιδήποτε.

Η σύλληψη του Μάνου και του Ευσταθιάδη σχετιζόταν με την έκδοση του δίτομου έργου της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ «Ιστορία των Νέων Χρόνων». Το βιβλίο δεν ήταν παράνομο και οι δύο δημοσιογράφοι δεν είχαν κανέναν λόγο να αρνηθούν ότι ήταν οι εκδότες του. Οκτώ μήνες πριν, μάλιστα, που είχαν κληθεί πάλι στην Ασφάλεια και είχαν ερωτηθεί σχετικά, τους είχε παρασχεθεί η διαβεβαίωση ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα.

Στον Λουντέμη δεν δόθηκε καμία εξήγηση, αυτό όμως που του έδωσαν να καταλάβει ήταν ότι η επιστροφή του στην εξορία σχετιζόταν με το συγγραφικό του έργο, Προσφάτως είχαν εκδοθεί -και κυκλοφορούσαν με τον ίδιο τρόπο- τα βιβλία του «Βουρκωμένες μέρες» και «Κραυγή στα πέρατα».

Συγκεντρωτικό χτύπημα στο προοδευτικό βιβλίο

Γρήγορα συνειδητοποιήθηκε ότι οι συλλήψεις εκδοτών, μεταφραστών και πωλητών τις ημέρες εκείνες πλήθαιναν, μαζί με τις μαζικές κατασχέσεις βιβλίων, τα οποία κυκλοφορούσαν απολύτως νόμιμα.

Μια επιτροπή συγγενών που κινητοποιήθηκε κατέθεσε υπομνήματα, σύμφωνα με τα οποία είχαν συλληφθεί και όδευαν προς εκτόπιση οι Ι. Γεωργακόπουλος, Ι. Θερμός, Ν. Αμπατιέλος, Π. Νεφελούδης, Ι. Γαμπέλας, Γ. Χριστοδουλάκης, Ν. Αντωνόπουλος, Ν. Μαυραγάνης, Ν. Πολίτης, Φ. Τσιρώνης, όλοι σχετιζόμενοι, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με το προοδευτικό βιβλίο. Εκτοπισμένοι ήσαν ήδη οι Α. Ευσταθίου, Α. Τσαμπάσης και Χατζηπαναγιώτου.

Ήταν λοιπόν προφανές ότι οι σκοτεινοί μηχανισμοί του μετεμφυλιακού κράτους είχαν ξεκινήσει οργανωμένη δίωξη εναντίον του προοδευτικού βιβλίου και των ανθρώπων του. Αλλά δεν ήταν μόνο η Αριστερά το θύμα. Τις ημέρες εκείνες μεγάλος θόρυβος είχε ξεσπάσει, από την πρωτοβουλία της Ιεράς Συνόδου να αφορίσει τον Καζαντζάκη και το βιβλίο του «Τελευταίος πειρασμός», ενώ, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ψυχάρη, είχε εξαπολυθεί ένα πρωτοφανές οργανωμένο κύμα υβριστικής αρθρογραφίας εναντίον του θεμελιωτή του δημοτικισμού.

Οι διανοούμενοι παίρνουν θέση

Απέναντι σε αυτό το κλίμα μακαρθισμού πολλοί προοδευτικοί διανοούμενοι ύψωσαν το ανάστημά τους υπερασπιζόμενοι την ελευθερία του λόγου και του Τύπου. Βάση της υπεράσπισης ήταν το άρθρο 14 του Συντάγματος, το οποίο βρισκόταν κανονικά σε ισχύ.

Επί σειρά ημερών, η «Αυγή» φιλοξενούσε δηλώσεις πνευματικών ανθρώπων όπως ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Γιώργος Φτέρης, ο Στρατής Δούκας, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Κλεαρέτη Δίπλα – Μαλάμου, ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιάννης Κορδάτος, ο Παύλος Παλαιολόγος, ο Κώστας Σωτηρίου, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο Γιάννης Ρίτσος και άλλοι.

Παράλληλα η εφημερίδα συνέχισε τις ενέργειές της για την επιστροφή των δύο συνεργατών της από την εξορία και την απελευθέρωση των άλλων δύο από το Μεταγωγών. Για τον Λουντέμη υπήρχε επιπρόσθετος λόγος ανησυχίας, λόγω των πολύ σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.

Ψηφίσματα συμπαράστασης εκδόθηκαν από την ΕΣΗΕΑ, την Ένωση των ιδιοκτητών εφημερίδων, την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ υπομνήματα στάλθηκαν στο πολιτικό γραφείο του Παπάγου και στον υπουργό Προεδρίας Γεώργιο Ράλλη. Αποδείχτηκε ότι η κορυφή της πολιτικής ηγεσίας, παρά την πρόθεση που εξέφρασε να βοηθήσει, δεν ήταν, ούτε καν αυτή, σε θέση να επιβληθεί στους μηχανισμούς του βαθέος αντικομμουνιστικού κράτους.

Το επόμενο διάστημα υπήρξαν κατασχέσεις βιβλίων που εξέθεταν άσχημα τους κομμουνιστοφάγους της Ασφάλειας. Όπως «Η πτώση του Παρισιού» του Έρενμπουρκ – που αφορά τη γαλλική αντίσταση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ή τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Εκτός από τον Λουντέμη, και άλλοι δημιουργοί, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, συνελήφθησαν και πήραν ξανά τον δρόμο της εξορίας εξ αιτίας του περιεχομένου των βιβλίων τους και μόνο.

Τα χρόνια εκείνα οι ζωές των αριστερών ήταν στον αέρα. Αρκούσε η υπογραφή ενός ενωμοτάρχη χωρίς αδίκημα και χωρίς παράβαση για να βρεθούν οι άνθρωποι ξανά στις εξορίες και οι οικογένειές τους στο όριο της επιβίωσης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν οι συγγενείς των κρατουμένων συνεργατών της «Αυγής» επισκέφθηκαν τον υφυπουργό Εσωτερικών του Παπάγου, τον διαβόητο στρατηγό Βάσσο Βραχνό, για να ζητήσουν τη διακοπή της αναιτιολόγητης κράτησης, ο στρατηγός τους απάντησε ότι αυτό που απαιτούνταν, ήταν η υπογραφή μιας βεβαίωσης ότι δεν θα απασχολήσουν ξανά την Ασφάλεια με κομμουνιστικές ενέργειες.

Ήταν η νόμιμη έκδοση νόμιμων βιβλίων κομμουνιστική ενέργεια; Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να το διευκρινίσει. Σαν να έλεγε «δεν ξέρουμε γιατί τους κυνηγάμε, αλλά σίγουρα ξέρουν αυτοί».

Άγγελος Τσέκερης

Πηγή: Η Αυγή