Τζούνα Μπαρνς «Νυχτοδάσος»
(μτφ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Gutenberg, 2019)
«Όλοι αγαπάμε σύμφωνα με τις διαστάσεις μας», λέει κάποια στιγμή ένας από τους πρωταγωνιστές του Νυχτοδάσους. Αυτές τις «διαστάσεις» της ανθρώπινης ψυχής που αγαπάει, άλλοτε φωτεινές και άλλοτε ερεβώδεις, άλλοτε γαλήνιες και άλλοτε φουρτουνιασμένες, διερευνά η Τζούνα Μπαρνς σε αυτό το ανατρεπτικό και εμβληματικό για τον μοντερνισμό μυθιστόρημα, σκαλίζοντας φόβους, απογοητεύσεις, ελπίδες («δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτα περισσότερο από την ελπίδα»), ανατάσεις, συντριβές.
Τόπος και χρόνος, η Ευρώπη του Μεσοπολέμου, και κυρίως το Παρίσι και η ατμόσφαιρα «γοητευτικής παρακμής» που κυριαρχούσε τότε εκεί. Ο άξονας της αφήγησης (η λέξη πλοκή θα είχε μια μάλλον ιδιόμορφη χρήση μιλώντας γι’ αυτό το βιβλίο) συγκροτείται από τα σημεία όπου τέμνονται οι ζωές των πέντε πρωταγωνιστών του βιβλίου. Κεντρικό πρόσωπο, πραγματική πρωταγωνίστρια, η μυστηριακή, φασματική Ρόμπιν που, σχεδόν σιωπηλή στις σελίδες του βιβλίου, στοιχειώνει με τις πράξεις της την ύπαρξη των υπολοίπων, σημαδεύει με τις επιλογές της τις ζωές τους. Η Ρόμπιν παντρεύεται με τον Φέλιξ, κάνουν παιδί, αυτή αρχίζει να περιπλανιέται και να εξαφανίζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα «ανίκανη ή απρόθυμη να δώσει λογαριασμό για τις κινήσεις της» και όταν επανεμφανίζεται έχει αρχίσει μια σχέση με την Νόρα. Η Νόρα την ερωτεύεται τρελά, με ένα πάθος απελπισμένο που γίνεται ασφυκτικό, κτητικό, και τελικά χωρίζουν και στη ζωή της Ρόμπιν μπαίνει η Τζένη: «λίγο αργότερα η Τζένη και η Ρόμπιν πήραν το πλοίο για την Αμερική», αφήνοντας πίσω την Νόρα συντετριμμένη. Έτσι, με άξονα τις σχέσεις αυτών των ανθρώπων και με τη φιγούρα του γιατρού Ο’Κόνορ να στοιχειώνει τις νύχτες της πόλης, η ιστορία οδεύει προς τον λυγμό του τέλους.
Ποιητική γραφή, αλησμόνητοι χαρακτήρες
Εκείνο που κάνει τόσο ξεχωριστό το Νυχτοδάσος είναι πρωτίστως η γλώσσα του, η πρόζα του, η γεμάτη ένταση ποιητική γραφή του που δημιουργεί φράσεις-διαμάντια. «Μονάχα οι ευαισθητοποιημένοι αναγνώστες της ποίησης μπορούν να εκτιμήσουν απόλυτα» το βιβλίο αυτό, έγραφε το 1937 στην εισαγωγή του στην πρώτη έκδοση ο Τ.Σ. Έλιοτ, που ανέλαβε να συστήσει στο αναγνωστικό κοινό το βιβλίο της Μπαρνς, το οποίο θαύμαζε για «το μεγάλο επίτευγμα του ύφους του, [την] ομορφιά της εκφρασης, [τη] λαμπρότητα του πνεύματος και των χαρακτηρισμών και μια ατμόσφαιρα φρίκης και ολέθρου».
Δεν ξέρω πόσο ισχύει αυτό το «μόνο» όσον αφορά τους αναγνώστες της ποίησης που θα εκτιμήσουν το βάθος του βιβλίου αυτού. Νομίζω όμως πως κανένας αναγνώστης και καμία αναγνώστρια δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει με έναν άλλο ισχυρισμό του Έλιοτ: «Δεν μπορώ να σκεφθώ κάποιον χαρακτήρα του βιβλίου που να μην έχει χαραχτεί στη μνήμη μου». Γιατί οι χαρακτήρες του Νυχτοδάσους είναι πραγματικά αξιομνημόνευτοι, αξέχαστοι, έτσι όπως περιγράφονται από την πένα της Μπαρνς αλλά και έτσι όπως διαπλάθονται και αποτυπώνονται μέσα από τις πράξεις τους και μέσα από τις σχέσεις τους.
Η Ρόμπιν, μια φιγούρα σαν απαθής, μια γυναίκα ανίκανη να ενταχθεί σε οποιαδήποτε σύμβαση, σε οποιοδήποτε περιορισμό, ζει με το προσωπικό της σύστημα κανόνων που μοιάζει να αιωρείται έξω από κάθε άλλο κοινωνικό ή ερωτικό κανόνα: «Ήταν επιβλητική, ωστόσο έμοιαζε ξεθωριασμένη, σαν κανένα παλιό άγαλμα του κήπου, το οποίο έχει αποτυπώσει τις κακοκαιρίες που πέρασαν από πάνω του και άντεξε, και δεν μοιάζει με έργο ανθρώπου, όσο με έργο του ανέμου και της βροχής». Ο γιατρός Ο’Κόνορ με τους παραληρηματικούς καταρράκτες του που, λέγοντας διάσπαρτες αλήθειες, αγγίζουν τα όρια της παρωδίας, ο γιατρός με το «φανελένιο γυναικείο νυχτικό», με τη «χρυσή περούκα με μακριές μπούκλες», ο γιατρός που ήταν «βαριά πουδραρισμένος και οι βλεφαρίδες του ήταν βαμμένες». Η Νόρα, που «είχε το πρόσωπο των ανθρώπων που αγαπούν τους ανθρώπους – ένα πρόσωπο που γινόταν δαιμονικό όταν ανακάλυπτε πως με ή χωρίς προσχήματα η αγάπη της είχε προδοθεί». Η Νόρα που διαλύεται από έρωτα όταν συνειδητοποιεί πως «η Ρόμπιν είχε έρθει από έναν κόσμο στον οποίο κάποτε θα επέστρεφε» και όταν αρχίζει να τη χάνει γυρίζει στους δρόμους «ψάχνοντας αυτά που φοβάται να βρει». Η Τζένη, που όταν μιλούσε «οι λέξεις που γλιστρούσαν από τα χείλη της έμοιαζαν δανεικές», που ζούσε «με μια διαρκή απληστία για τη ζωή των άλλων» και που «όταν ερωτευόταν το έκανε με την απόλυτη παραφορά συσσωρευμένης ανειλικρίνειας».
Ένα βιβλίο που «δεν φοβάται το συναίσθημα»
Το Νυχτοδάσος δεν είναι εύκολο βιβλίο, αν θέλει κανείς να ανακαλύψει τα πολλαπλά επίπεδά του, να προσπελάσει σε βάθος τους άβολους χαρακτήρες του. Ο Έλιοτ, στην εισαγωγή του, μας πληροφορεί πως «απαιτήθηκε κάποιος χρόνος για τη συνολική αποτίμηση του νοήματός του». «Το Νυχτοδάσος δεν φοβάται το συναίσθημα», λέει στη δική της εισαγωγή η Jeanette Winterson. Πολλή συζήτηση έχει γίνει για το πού «εντάσσεται» το βιβλίο αυτό. Από πολλούς χαρακτηρίζεται συχνά εμβληματικό έργο της φεμινιστικής ή/και της λεσβιακής λογοτεχνίας, άλλοι, στηριγμένοι και σε πιο «συντηρητικές» δηλώσεις που έκανε η ίδια η Μπαρνς τα τελευταία χρόνια της ζωής της, σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο βέβαια, απορρίπτουν πλήρως ή εν μέρει τους χαρακτηρισμούς αυτούς και δίνουν έμφαση κυρίως στον «οικουμενικό» χαρακτήρα του βιβλίου, ενώ δεν λείπουν και οι queer αναγνώσεις του βιβλίου. Με τον τρόπο που η Μπαρνς μιλάει για τον έρωτα όπως τον βιώνουν οι χαρακτήρες της, με τον τρόπο που οι πρωταγωνιστές της εντάσσουν τις ερωτικές τους επιλογές σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και ρευστή πολλαπλότητα σχέσεων και συμπεριφορών, έχω την αίσθηση πως στην ουσία η συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για τα πιο βαθιά συναισθήματα και για στιγμές και ιστορίες έρωτα –έρωτα απελπισμένου, άγριου, ζείδωρου, καταστροφικού, σωτήριου– έξω από τον κορσέ του φύλου αλλά και κάθε «σκληρής» επιλογής, πέρα από τα δίπολα και τους διαχωρισμούς και τις ιεραρχίες, έξω από την έννοια της παγιωμένης και σταθερής και αμετακίνητης ταυτότητας, κοιτάζοντας, όπως έχει αναφερθεί, κάθε είδους σύνορο με την αδιάφορη ή περιφρονητική ματιά του πλάνητα, μάλλον, παρά με το άκαμπτο βλέμμα του ταξινόμου.
Το 1921 η Τζούνα Μπαρνς άφησε τη Νέα Υόρκη και το Γκρίνουιτς Βίλατζ και πήγε να ζήσει για δέκα χρόνια στο Παρίσι, όπου επέστρεψε αρκετές φορές και την επόμενη δεκαετία, μέχρι το 1939, οπότε γύρισε στη Νέα Υόρκη. Η Ρόμπιν, μας θυμίζει στο πλούσιο επίμετρό της η μεταφράστρια Αργυρώ Μαντόγλου, «θεωρείται μια συγκαλυμμένη εκδοχή της Αμερικανίδας γλύπτριας Θέλμα Γουντ, ερωμένης της Μπαρνς», για να προσθέσει όμως ότι «αν διαβάσουμε το κείμενο ως (κρυπτο)αυτοβιογραφία, κινδυνεύουμε να χάσουμε κάτι από την απόλαυση του ύφους, τη φαντασμαγορική ποιότητα των εικόνων, την υπαινικτική γλώσσα που ανοίγει νέα πεδία αντίληψης».
«Αποδοκιμάζουμε όποιον αποκλίνει από τον κανόνα, λέγοντας πως με αυτή τη συμπεριφορά του θρυμματίζει την εικόνα… της ασφάλειάς μας», λέει κάποια στιγμή ο γιατρός. Αυτή τη γυάλινη ασφάλεια κομματιάζει η Μπαρνς, πετροβολώντας την με τη σιωπή της Ρόμπιν, με την απελπισία της Νόρα, με «το βάρος, τη μελαγχολία που κρυβόταν πίσω από κάθε χωρατό και κάθε ανάθεμα που εκστόμιζε ο γιατρός», με το φως που ρίχνει ανελέητα στην ερωτική επιθυμία και τους σκοτεινούς της δρόμους.
Κώστας Αθανασίου
Πηγή: Η Εποχή