Αν ο νέος κορονοϊός δεν είχε εισβάλει στη χώρα ανατρέποντας πολιτικούς σχεδιασμούς και προβλέψεις, στη δημόσια συζήτηση θα κυριαρχούσε ακόμα η αντιπαράθεση γύρω από την αντιμετώπιση μιας άλλης «εισβολής», που ο χειρισμός της ήταν προγραμματισμένο να αποτελέσει τη βάση μιας «εθνικής κινητοποίησης» και της απόπειρας εκβιασμού μιας ανάλογης «ομοψυχίας». Και η ελληνική κοινωνία θα αντιμετώπιζε τώρα, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τότε, τον κίνδυνο διάδοσης του εξίσου επικίνδυνου, αν και όχι άμεσα θανατηφόρου, ιού της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, από τον οποίο έχουμε ήδη προσβληθεί, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει ανοσία. Αυτό μας υπενθύμισε η προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ), που αφορούσαν τις επιτάξεις για την κατασκευή κλειστών κέντρων στα νησιά του Β. Αιγαίου και την αναστολή του δικαιώματος υποβολής αιτήματος παροχής ασύλου.
Επείγουσα κατάσταση ή πάγια πολιτική;
Αν έχει, όμως, νόημα να δούμε και να σχολιάσουμε όσα ειπώθηκαν στη Βουλή, δεν είναι «για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι», αλλά γιατί εκεί έγινε φανερό ότι όσα τότε νομοθετήθηκαν με την κατ’ εξαίρεση διαδικασία της ΠΝΠ, δεν αντανακλούσαν την ανάγκη αντιμετώπισης μιας επείγουσας κατάστασης, αλλά αποτελούσαν επ’ ευκαιρία εφαρμογή του πάγιου «δόγματος της αποτροπής», που εμπνέει την πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ σ’ αυτό τον τομέα. Μια γεύση για την ορθότητα αυτού του ισχυρισμού μπορούμε να έχουμε από το γεγονός ότι, ενώ έχει περάσει ο μήνας της αναστολής υποβολής αιτήματος παροχής ασύλου, δεν βλέπουμε καμιά κίνηση για την επαναφορά του και ειδικά και γενικότερα. Αντίθετα, όσοι παραβίασαν τα σύνορα και πέρασαν τον Έβρο βρίσκονται σε καθεστώς αναμονής της επαναπροώθησής τους, πράγμα που ισοδυναμεί με την πρακτική τού πους- μπακ στα θαλάσσια σύνορα, όπως ορθά παρατήρησε ο Γ.Μουζάλας, εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ.
Επίσης, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την επίταξη, δεν έχουν γίνει αφενός ουσιαστικά βήματα για τα κλειστά κέντρα, ενώ τα ήδη υπάρχοντα ανοιχτά δεν έχουν αποσυμφορηθεί, με αποτέλεσμα η κατάσταση να έχει γίνει αφόρητη για όσους ζουν σ’ αυτά. Είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού πια ότι η πρακτική αυτή αποτελεί μέρος της εφαρμογής του δόγματος της αποτροπής. Γι’ αυτό και προτίμησε η κυβέρνηση της ΝΔ να δώσει σκληρές μάχες με τα ΜΑΤ στην πρώτη γραμμή, κι ας την έφερνε αυτό αντιμέτωπη με τους δικούς της ανθρώπους, αιρετούς και ψηφοφόρους. Άλλωστε, αν επέλεγε την αποσυμφόρηση των νησιών με τη μεταφορά των προσφύγων στην ενδοχώρα, πάλι με τους δικούς της ανθρώπους, της ενδοχώρας αυτή τη φορά, θα βρισκόταν αντιμέτωπη, τους οποίους συχνά κινητοποιούσε ως αξιωματική αντιπολίτευση συναθροίζοντάς τους σ’ ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.
Η…αναθεώρηση της σύμβασης της Γενεύης
Στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή αναδείχθηκε, ωστόσο, και ένα άλλο δόγμα της κυβερνητικής πολιτικής: «Αν το διεθνές δίκαιο δεν συμφωνεί με τις δικές μας νομοθετικές ρυθμίσεις, τόσο το χειρότερο γι’ αυτό». Τόσο ο Γ. Μουζάλας όσο και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Δ. Τζανακόπουλος, εξήγησαν με ισχυρότατα νομικά και πολιτικά επιχειρήματα ότι η αναστολή του δικαιώματος υποβολής αιτήματος ασύλου, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη σύμβαση της Γενεύης. Και εξήγησαν ότι η ελληνική πλευρά, που οφείλει για ευνόητους λόγους να στηρίζει απόλυτα την εξωτερική πολιτική της στο διεθνές δίκαιο, δεν μπορεί να αδιαφορεί γι’ αυτό με τόσο εκκωφαντικό τρόπο.
Ποια ήταν η απάντηση όλων των ομιλητών της κυβερνητικής πλειοψηφίας; Ότι η συνθήκη θα έπρεπε να αλλάξει…Και στην παρατήρηση της αντιπολίτευσης ότι, εφόσον δεν έχει αλλάξει, εξακολουθεί να ισχύει και να έρχεται σε σύγκρουση με την ΠΝΠ, η απάντηση στην ουσία ήταν ότι η κυβερνητική πλειοψηφία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, κι ας πάει η συνθήκη να κουρεύεται.
Πέρα, όμως, από τη νομική πλευρά του ζητήματος υπάρχει κι ένα πρακτικό – και αναπάντητο – ερώτημα: μπορεί κάποιος που θέλει νόμιμα να ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα, να καταθέσει το αίτημά του σε μια συνοριακή διάβαση, και ποια είναι αυτή; ή σε κάποια προξενική αρχή, και ποια είναι αυτή;
Ο ιός της ξενοφοβίας
Μ’ αυτή τη λογική να κυριαρχεί στα κυβερνητικά επιτελεία, είναι φανερό ότι ο ιός της ξενοφοβίας δεν βρίσκει μόνο χωρίς ισχυρές ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές άμυνας την κοινωνία, αλλά, αντίθετα, συναντά εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη και την εξάπλωσή του μέσα σ’ αυτή. Αυτόν τον κίνδυνο ποτέ δεν τον υπολόγισε στα σοβαρά η ΝΔ και η κυβέρνησή της. Γιατί, εκτός του ότι αυτός πάει πακέτο με το δόγμα της αποτροπής, διευκολύνει και την πρόσβαση της, κεντροδεξιάς υποτίθεται, παράταξης στα ακροδεξιά του εκλογικού σώματος, για να ψαρέψει ψήφους.
Αν αυτοί είναι οι λόγοι που κάνουν τη ΝΔ να υποστηρίζει την «αρχή» της μειωμένης ισχύος του διεθνούς δικαίου στο θέμα της αίτησης ασύλου, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ, Α.Λοβέρδος ποιο λόγο είχε να συνταχθεί σ’ αυτήν ειδικά τη συζήτηση με την κυβέρνηση της ΝΔ, παρά την επιφύλαξη που διατύπωσε ο εισηγητής του κ. Καμίνης, ο οποίος, σεβόμενος και τη νομική υπόστασή του, υποστήριξε τη μόνη λογική θέση, της υπερίσχυσης του διεθνούς δικαίου. Της σύμβασης της Γενεύης στην προκειμένη περίπτωση, η οποία, όπως σωστά υποστήριξε, ώσπου να αλλάξει, αν ποτέ αλλάξει, ισχύει χωρίς οποιαδήποτε εξαίρεση. Για να το κάνει σε ένα θέμα τόσο κρίσιμης σημασίας, στο οποίο ο καθένας μη κυβερνητικός βουλευτής της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα είχε σοβαρό λόγο να διαφοροποιηθεί, κάποιο σοβαρό λόγο θα είχε. Εκτός αν νόμιζε ότι βρισκόταν στο βήμα κάποιας επιστημονικής ημερίδας, και όχι στη Βουλή, όπου κάθε λόγος που ακούγεται αποκτά πολιτική βαρύτητα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή