Όχι δεν πέθανε ξαφνικά ο Βασίλης Δημάκης. Τον είχαν προειδοποιήσει αρκετές φορές. Τότε που πεισματικά και ανάλγητα του στερούσαν το δικαίωμα στη γνώση, που ο ίδιος το είχε κατακτήσει. Τότε που τον οδηγούσαν στα άκρα και έπαιζαν κορώνα γράμματα με τη ζωή του. Τότε, που η σωφρονιστική εξουσία (διαφόρων εκδοχών) υπερασπιζόταν το κεκτημένο της άθλιας κυριαρχίας της έναντι της αξιοπρέπειας του ίδιου, αλλά και κάθε κρατούμενου και κρατούμενης.
Όχι λοιπόν, ο Βασίλης Δημάκης δεν πέθανε ξαφνικά ούτε τυχαία. Όποιο και αν είναι το «πόρισμα», όποια αιτία και αν επίσημα καταγραφεί, ο Βασίλης Δημάκης θα παραμείνει ακόμα ένα θύμα μιας ανάλγητης και εκδικητικής εξουσίας. Τρεις απεργίες πείνας και δίψας, για αυτονόητα δικαιώματα, που τον οδήγησαν στο χείλος του θανάτου. Η σωφρονιστική εξουσία (και όχι μόνο) ήταν εκεί για να απαντήσει με το απάνθρωπο πρόσωπο της.
Ο Βασίλης Δημάκης, αυτό το «παραβατικό παιδί», που έκανε χίλιες και δυο υπερβάσεις, που μέσα από το μπουντρούμι της φυλακής κατάφερε να σπουδάσει, να γράψει, να αμφισβητήσει, να φωνάξει, να διεκδικήσει με πάθος το δικαίωμα στη γνώση και την ελευθερία, έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να ήταν μαζί μας, ελεύθερος. Ο Βασίλης, όμως, κατάφερε πολλά. Είχε τον τρόπο να δημιουργεί ρωγμές στο μπετό της φυλακής. Και μέσα από αυτές τις απρόσμενες τρύπες η φωνή του ακούστηκε πολλές φορές δυνατά. Κάτι σαν ύμνος στο διαρκή αγώνα για αξιοπρέπεια. Μια στάση ζωής που ξάφνιαζε, που άλλαζε στερεότυπα και εικόνες, που παρουσίαζε μια εικόνα αντίθετη από αυτήν που σκόπιμα είχαν κατασκευάσει για τον ίδιο, αλλά και για το «λαό» της φυλακής.
Ο θάνατος του μας σόκαρε. Ο επίλογος είναι θλιβερός και για έναν ακόμα λόγο. Δεν καταφέραμε αυτό που κάποια στιγμή ίσως πιστέψαμε. Ότι μπορούμε να πάρουμε από τα αδίστακτα χέρια τους τον Βασίλη ζωντανό και ελεύθερο, για να μπορέσει σε διαφορετικές συνθήκες να διεκδικήσει τα όνειρά του. Βασίλη σε αποχαιρετούμε με αγάπη και θαυμασμό. Και θα προσπαθήσουμε να υπενθυμίζουμε στον κόσμο ότι κανένα μπουντρούμι δεν μπορεί φυλακίσει το πάθος για τη γνώση, το πάθος για τη λευτεριά.
Πάνος Λάμπρου