Macro

Ο Τσίπρας αποφεύγει το 2011 και το 2015 και κάνει λάθος!

Τον Ιούνιο συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από το μεγαλειώδες κίνημα των πλατειών και τον Ιούλιο 6 χρόνια από το δημοψήφισμα. Και ενώ δεν λείπει η επετειακή συζήτηση γι’ αυτά (αν και είναι υποτονική), ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ σε μικρότερο βαθμό, αποφεύγουν να αναφερθούν στη μαζική πολιτική κινητοποίηση που τους έφερε στην εξουσία (αντιμνημονιακή καμπάνια) και στην αντίστοιχη που τους κράτησε στην εξουσία (δημοψήφισμα). Ο Τσίπρας θεωρεί ότι δεν χρειάζεται να ανακινείται η μνήμη της συνθηκολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ, για να μην αναβιώσει το αντι–ΣΥΡΙΖΑ συναίσθημα. Θεωρώ ότι κάνει λάθος και ότι αντιθέτως έτσι συντηρεί το αντι–ΣΥΡΙΖΑ συναίσθημα, για τους παρακάτω λόγους.

Πρώτον, το 2010 – 2015 ήταν κομβική περίοδος για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, δεν γίνεται ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ να την αποφεύγει λες και μπορεί να ξεχαστεί (όπως δεν ξεχάστηκε το Μακεδονικό, που έλυσε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Κ. Μητσοτάκη –«σε 10 χρόνια κανείς δεν θα θυμάται…»). Ο κόσμος, λοιπόν, θυμάται και η μνήμη αυτή συντηρεί το αντι–ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα αναξιοπιστίας.

Δεύτερον, πολλοί νέοι και νέες έχτισαν την πολιτική τους ταυτότητα γύρω από τα γεγονότα μεταξύ 2010 και 2015. Και η πολιτική ταυτότητα (αποτέλεσμα διαμορφωτικών εμπειριών στα νεανικά χρόνια) ακολουθεί τους νέους για πολλά χρόνια, και συχνά δεκαετίες. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι η στάση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ απέναντι στην εξέγερση των νέων τον Δεκέμβρη του 2008 πληρώθηκε αναδρομικά το 2012 και το 2015. Γιατί ο Δεκέμβρης δεν ξεχάστηκε. Και οι νέοι μπορεί να έχουν μειούμενο δημογραφικό βάρος, αλλά έχουν αυξανόμενο επικοινωνιακό βάρος. Τι μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές χωρίς τη δωρεάν συνδρομή δεκάδων χιλιάδων αριστερόστροφων προσοντούχων νέων, που δίνουν τη μάχη ενάντια στην πιο παρακμιακή Δεξιά στη βάση αξιών και ιδεών; Σίγουρα λιγότερα απ’ όσα χρειάζονται.

 

Λάθος ή συνέχεια;

 

Τρίτον, κάτω από τη δημοσκοπική πίεση, ο Τσίπρας έχει παραδεχθεί ότι «αναμφίβολα κάναμε λάθη», χωρίς φυσικά να τα κατονομάσει (και δεν είναι παραδοχή λάθους το «δεν κινηθήκαμε όσο γρήγορα θέλαμε» ή «δεν βάλαμε το μαχαίρι στο κόκκαλο» ή «υποτιμήσαμε» κλπ). Ο κόσμος χρεώνει στον ΣΥΡΙΖΑ την κωλοτούμπα του 2015 και την εφαρμογή μνημονίου (για τις Πρέσπες καλώς πλήρωσε όποιο τίμημα πλήρωσε). Η σιωπή επί αυτού ισοδυναμεί με παραδοχή ενοχής. Υπονοεί ότι το κρυμμένο λάθος είναι ακριβώς αυτό που κατονομάζουν η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ, ο Βαρουφάκης, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Αντί, λοιπόν, ο Τσίπρας και οι λογογράφοι του να εντάξουν τη συνθηκολόγηση ως «τακτική υποχώρηση σε ένα διαρκή αγώνα ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές», δια της διολισθήσεως και της αδράνειας εδραιώνεται στην κοινή γνώμη ότι το 2015 ήταν ίσως λάθος. Αυτή, όμως, η επιλογή συμπαρασύρει όλη την περίοδο 2010 – 2015. Λάθος και η αντιμνημονιακή καμπάνια; Και το κίνημα των πλατειών; Λάθος ο αγώνας του κόσμου; Τελικά «παλέψαμε και μας νίκησαν, αλλά συνεχίζουμε» ή «κάναμε λάθος και δεν θα επαναληφθεί»;

Τέταρτον, η σιωπή για το 2010 – 2015 και η φλυαρία για το 2015 – 2019 δημιουργούν την εντύπωση ότι ο πραγματικός (ο κανονικός;) Τσίπρας και ο αντίστοιχος ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτός της περιόδου 2015 – 2019. Νομίζω πως πρόκειται για ανεπίγνωστη προσπάθεια αυτό-ακύρωσης μέσω της λήθης μιας πολιτικής εποποιίας. Αφού, χωρίς τη μαχητικότητά του και την προσπάθεια ανασύστασης των δεσμών πολιτικής εκπροσώπησης, που τον διαφοροποιούσε από τα άλλα μεγάλα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μοιάζει με τον εγγυητή κάποιας εναλλακτικής πορείας.

 

Αλλαγή όχι κανονικότητα

 

Πέμπτον, ο Τσίπρας όταν ο Μητσοτάκης του ασκεί κριτική για «λαϊκισμό» και «Αγανακτισμένους», του αντιγυρίζει –και σωστά– τη στήριξη που αυτός παρείχε στα συλλαλητήρια των Μακεδονομάχων, δηλαδή στους δεξιούς αγανακτισμένους. Καθώς, όμως, λείπει κάθε θετική αναφορά στους Αγανακτισμένους του 2011 (ή γενικά στην ανάγκη μαζικών κινητοποιήσεων), η επίκριση των δεξιών αγανακτισμένων κάνει τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ να προσομοιάζει στο λόγο ενός καθεστωτικού κόμματος που δεν του αρέσουν οι «ταραχές». Η δε ταυτόχρονη συνεχής αναφορά στην «κανονικότητα» έχει ολοκληρώσει τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ από κινηματικό κόμμα (έως το 2015) σε μη κινηματικό κόμμα. Τι ελπίδες έχει, όμως, ένα τέτοιο κόμμα να εκφράσει το θυμό που διακατέχει μεγάλα στρώματα της κοινωνίας (διαβάστε τη Μέση Αγγλία του Τζόναθαν Κόου, καλοκαίρι που είναι) που θέλουν «αλλαγή» και όχι «κανονικότητα»;

Έκτον, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εργάζεται για τη δημιουργία του πολιτικού κλίματος που θα μπορούσε να οδηγήσει στη συγκρότηση μιας «προοδευτικής κυβέρνησης», είναι δυνατόν να μην κάνει καμία αναφορά στην αντι–λιτότητα; Ποια ακριβώς θα είναι η προγραμματική βάση αυτής της «προοδευτικής κυβέρνησης», τη στιγμή που η χώρα βουλιάζει οικονομικά και πάλι; Πώς είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώξει να ανασυστήσει την κοινωνικοπολιτική συμμαχία που τον έφερε στην εξουσία, χωρίς την παραμικρή αναφορά στην πρόσφατη ιστορία της; Θα πει «πάμε όλοι/ες μαζί», λες και δεν πήγαμε όλοι/ες μαζί πριν λίγα χρόνια; Γιατί να ξαναπάμε; Τι άλλαξε και δεν θα ξανακάνει κωλοτούμπα ο ΣΥΡΙΖΑ; Πρέπει ο Τσίπρας να το εξηγήσει αυτό: «Παλέψαμε ενάντια στην τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού για την προοπτική του ελληνικού λαού. Ο συσχετισμός εκείνης της περιόδου μας υποχρέωσε σε τακτική υποχώρηση. Συνεχίσαμε τον αγώνα και τώρα, εκτός μνημονίων πλέον, παλεύουμε από καλύτερες θέσεις. Δεν θα επιτρέψουμε στον κ. Μητσοτάκη να μας γυρίσει πίσω στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα και την εργασιακή ζούγκλα. Όλοι μαζί θα αποτρέψουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας φτωχών που υπηρετούν πλούσιους. Η σαπουνόπερα του Μητσοτάκη δεν κάνει για την Ελλάδα, κάνει για τον τρίτο κόσμο». Κι έπειτα, δεν υπάρχει πιο ισχυρό μέσο οικοδόμησης μιας συμμαχίας με κόμματα, σωματεία και κινηματικές οργανώσεις από τις κοινές μνήμες κοινών αγώνων. Ούτε είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση στην ενότητα εναντίον του κοινού εχθρού, αλλά αυτός να μην φιλοτεχνείται με εικόνες από τη δεκαετία του 2010, αλλά με εικόνες περασμένων δεκαετιών.

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή: Η Εποχή