1. Η Ανασυγκρότηση. Η Διεύρυνση. Η Μετεξέλιξη. Η Επανίδρυση. Ο Μετασχηματισμός. Το Κόμμα από την αρχή. Το Ανοιχτό Κόμμα. Το Κόμμα ως φόρμα. Το κόμμα Κίνημα / Παράταξη / Πόλος / Δέντρο… Το Πρόγραμμα… Η Ταυτότητα….
Λέξεις που επιστρατεύονται για να περιγράψουν την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο ως στερεότυπα, με το συμβολικό τους φορτίο· λιγότερο μ’ ένα ακριβές νοηματικό περιεχόμενο. Σημασίες επικαλυπτόμενες, αλλά και αντιθετικές. Που, στο όνομα του ανοιχτού διαλόγου, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο «δημιουργικής ασάφειας», ιδανικό για την ανάπτυξη ενός διακριτικού βοναπαρτισμού των προειλημμένων αποφάσεων.
Ας σταθούμε, αρχικά, στην παραδοξότητα: Η Κ.Ε. κλήθηκε να συνομολογήσει -λειτουργώντας ως forum- την έναρξη του διαλόγου για τον «ΣΥΡΙΖΑ μετά», χωρίς να έχει εκπληρώσει την αυτονόητη υποχρέωσή της: να αποφανθεί για τον «ΣΥΡΙΖΑ πριν»· να αποτιμήσει κριτικά τη μέχρι σήμερα πορεία. Αλλά, αν το προσκλητήριο για το «κόμμα από την αρχή» ξεκινάει από την εκτίμηση ότι μπαίνουμε σε ένα νέο πολιτικό κύκλο, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε για τον κύκλο που κλείνει.
Η συζήτηση για το «μετά» προϋποθέτει τη συζήτηση για το «πριν», ώστε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που εξαντλήθηκε και πρέπει να «μετασχηματιστεί». Το ερμηνευτικό σχήμα «και χάσαμε και κερδίσαμε» είναι προδήλως ανεπαρκές. Χωράει όλες τις εκδοχές.
2. Η κομματική ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια εύλογη προτεραιότητα. Οχι όμως μια εύκολη υπόθεση. Δεν ταυτίζεται και δεν εξαντλείται με τη μαζικοποίηση των οργανώσεων, την επινόηση νέων μορφών συμμετοχής, την αναγκαία επιστροφή στελεχών πρώτης γραμμής στις κομματικές δομές. Η ανασυγκρότηση δεν είναι πρωτίστως ζήτημα λειτουργικών διευθετήσεων και αναζήτησης μιας νέας «φόρμας». Ακόμα και τα πιο καινοτόμα οργανωτικά στοιχεία, αποσυνδεδεμένα από την παραγωγή πολιτικής και προγράμματος, θα αφομοιωθούν στο παράδειγμα ενός κόμματος που παράγει παθητική συναίνεση στις αποφάσεις της κορυφής.
Ο θεμελιώδης όρος της ανασυγκρότησης του κόμματος είναι η επανάκτηση του πολιτικού του ρόλου, ο οποίος βαθμιαία εκχωρήθηκε ολοκληρωτικά σε επιμέρους θεσμικές του εκφράσεις και τελικά στην κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανασυγκροτηθεί αν «επανιδρυθεί» ως πολιτικό υποκείμενο· αν υπερβεί τον εγκλωβισμό της πολιτικής πρακτικής του στο πεδίο της κρατικής υπερδομής· αν παραμείνει στην αντίληψη ότι η πολιτική είναι τελικά σχέση με τις ταξικές και κοινωνικές του αναφορές.
Αν, αντίθετα, προσχωρήσει στον κομφορμισμό πολιτικών υποδειγμάτων ενός φθαρμένου πολιτικού συστήματος, σύμφωνα με τον οποίο η διαμόρφωση των πολιτικών και προγραμματικών επιλογών αποτελεί προνόμιο της κοινοβουλευτικής ομάδας, του προεδρικού επιτελείου ή μιας «σκιώδους κυβέρνησης», θα παραμείνει καθηλωμένος στον κύκλο που κλείνει, όσες «ανασυγκροτήσεις» και αν επιχειρηθούν.
3. Ας είμαστε ειλικρινείς: η έννοια του μετασχηματισμού για ένα πολιτικό κόμμα θέτει ευθέως το ζήτημα της αλλαγής ταυτότητας· αν βεβαίως ως ταυτότητα εννοούμε τη ζώσα συνθήκη ύπαρξής του και όχι ένα εγκόλπιο αρχών που αναφέρονται στον ορίζοντα του «κάποτε» και αφήνουν ανέπαφη την τρέχουσα πολιτική του πράξη.
Για ένα κόμμα της Αριστεράς η ταυτότητα δεν είναι προϊόν μόδας, υποκείμενο στην εκάστοτε ζήτηση της εκλογικής αγοράς και στις επιταγές της συγκυρίας. Συμπυκνώνει τον δεσμό παρελθόντος και μέλλοντος, ιστορικότητας και παρόντος μέσα από τον οποίο τίθεται συνεχώς το ζήτημα της ανθρώπινης χειραφέτησης από τις δουλείες του καπιταλισμού. Γίνεται με τα χρόνια βιωμένη εμπειρία, στοιχείο αντίστασης στον ιδεολογικό σχετικισμό. Πυξίδα προσανατολισμού της μακράς ιστορικής διάρκειας, μηχανισμός ελέγχου των αδιεξόδων της light πολιτικής, θεμέλιος λίθος της αφοσίωσης των στρατευμένων.
Το ζεύγος «μετασχηματισμός – ταυτότητα» πρέπει λοιπόν να αποτελέσει το κορυφαίο ζήτημα διαλόγου για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιπαράθεση των απόψεων πρέπει να είναι καθαρή. Χωρίς εκπτώσεις και λογικές του μέσου όρου, έξω από την αντίληψη των «συνθέσεων» που, αργά ή γρήγορα, διαβρώνουν την ενότητα του πολιτικού υποκειμένου.
4. Η εξαγγελθείσα Διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη δρομολογηθεί: Ως «διεύρυνση στην κοινωνία» και ως διεύρυνση του χαρακτήρα και της βασικής στρατηγικής του αναφοράς. Μέσα από την ασάφεια και την αμφισημία των νύξεων, η κατεύθυνση είναι ορατή: η παραπέρα «ωρίμανση» (λιγότερο ή περισσότερο βίαιη) απαιτεί τον ριζικό μετασχηματισμό του: από κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κόμμα εκφραστή τού κατά συνθήκη οριζόμενου «προοδευτικού χώρου». Το υψηλό ποσοστό της πρόσφατης εκλογικής καταγραφής θεωρήθηκε (αυθαιρέτως) ως εντολή υλοποίησης του άλματος και ως υπαρκτή διαθεσιμότητα συμμετοχής σε αυτό.
Τα ερωτήματα υπάρχουν και αφορούν το «διά ταύτα» της πρόσκλησης για συμμετοχή: Συμμετοχή στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ για την ανασυγκρότησή του; Συμμετοχή στις διεργασίες συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία (προεξοφλώντας την κατάφαση σε μια ταυτότητα και ένα πρόγραμμα που ακόμα δεν υπάρχουν); Δέσμευση για συμμετοχή στο επόμενο βήμα μιας απροσδιόριστης διεύρυνσης;
Οπως υπάρχουν και οι ενστάσεις: η επιλογή για τη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα – παράταξη, κόμμα – ομπρέλα (ή κόμμα – δέντρο, αν το προτιμάμε ως όρο), κόμμα της Κεντροαριστεράς δηλαδή (για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους), οδηγεί σε έναν ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό χωρίς όρια και σε μια χαλαρή ταυτότητα – αμοιβάδα. Υποκαθιστά την αναγκαιότητα της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με την αντίληψη της άμβλυνσης των «ακροτήτων» του ως μοναδικής σημερινής (ώς πότε;) δυνατότητας. Ακυρώνει τη συγκρότηση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, θεωρώντας τον ισχυρό πολιτικό διπολισμό και την εναλλαγή των «πόλων» του στη διακυβέρνηση ως το δημοκρατικό όριο μιας αριστερής στρατηγικής.
Μόνο που η νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές και η δρομολογημένη ήδη εμπέδωσή της σε μια μακροπρόθεσμη, συμπαγή ιδεολογική κυριαρχία του αστισμού, υποδεικνύει στην Αριστερά μια ριζικά διαφορετική κατεύθυνση.
5. Παραθέτω, προσυπογράφοντάς το, ένα απόσπασμα πρόσφατου άρθρου του Κύρκου Δοξιάδη: «Tο εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουλίου είναι πρώτα και κύρια συνέπεια μιας ισχυρής και αποτελεσματικής ανασύνταξης και ανασυσπείρωσης των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων γύρω από τον κομματικό μηχανισμό που ανέκαθεν τις εκπροσωπούσε μεταδικτατορικά».
Η σαφήνεια της εκτίμησης δεν έχει ανάγκη από σχολιασμό. Μας βοηθάει να κατανοήσουμε αντιστικτικά τον βασικό λόγο της δικής μας ήττας: απέναντι σ’ έναν πολιτικο-κοινωνικό και ιδεολογικό συνασπισμό εξουσίας που έχει ενσωματώσει και τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να ενεργοποιήσει και να αντιπαραθέσει έναν αντίστοιχο συνασπισμό -δεν κατάφερε να μετασχηματίσει την πολιτική συναίνεση που τον έφερε στην κυβερνητική εξουσία σε μια σταθερή και βαθύτερη ηγεμονία.
Θα άξιζε μια σοβαρή συζήτηση για τους λόγους αυτής της αποτυχίας: όπως, για παράδειγμα, γιατί επιλέξαμε την αντιπαράθεση σε δευτερεύοντα πεδία, όπως αυτό της διαφθοράς, των οικονομικών «παθογενειών», της αποτελεσματικότερης προσαρμογής και διαχείρισης για την επιστροφή στην «κανονικότητα». Και πρωτίστως γιατί υποτιμήσαμε και αποφύγαμε τη μάχη στο πεδίο της ιδεολογίας· όχι μέσα από την αντιπαράθεση αφηρημένων ρητορικών, αλλά με τη συγκεκριμένη κριτική του κυρίαρχου οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού υποδείγματος.
Κυρίως όμως θα άξιζε μια συζήτηση για το μέλλον. Για το αν αυτό που απαιτείται είναι ο μετασχηματισμός μας ή η ανασυγκρότηση μιας ισχυρής ταυτότητας που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία της Δεξιάς στον πυρήνα της: την προσπάθεια εμπέδωσης στη χώρα του καθεστώτος του επιθετικού νεοφιλελευθερισμού. Και η συστηματική επεξεργασία ενός πολιτικού προγράμματος μιας μετακαπιταλιστικής μετάβασης.
Υστερόγραφο: Δεν έχει επιλεγεί αυτή η κατεύθυνση. Αυτό που έχει εξαγγελθεί είναι η ελεγεία του μελαγχολικού τέλους μιας εποχής και η αποδοχή της ανάδυσης του «νέου ηγεμόνα». Αυτό που εκφωνείται είναι: «ο Βασιλιάς είναι νεκρός. Ζήτω ο Βασιλιάς!». Λυπάμαι που δεν μπορώ να συμμετάσχω στους εορτασμούς της διαδοχής.
Δημήτρης Γιατζόγλου
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών