Macro

Ο Σπύρος Ασδραχάς και η αλλαγή της μεταπολιτευτικής Ιστορίας

Σκέφτομαι συχνά τον Σπύρο Ασδραχά τον τελευταίο καιρό. Όχι μόνο γιατί η αποδημία ενός ανθρώπου με τον οποίον συνδέθηκε κανείς, τον ενεργοποιεί συναισθηματικά, γίνεται αφορμή για την αναπόληση της προσωπικής τους σχέσης. Αλλά και γιατί μια απώλεια ενός τόσο σημαντικού προσώπου ξαναθέτει το ίδιο ερώτημα, ερώτημα που γίνεται περισσότερο επιτακτικό καθώς περνούν τα χρόνια και πληθαίνουν οι κριτές· το ερώτημα της αναζήτησης του ίχνους που άφησαν στη διαμόρφωσή σου, στοχαστές και δάσκαλοι που πλούτισαν με γενναιοδωρία τον διανοητικό και ιστοριογραφικό σου ορίζοντα. Και ο Σπύρος Ασδραχάς ήταν ένας από αυτούς για μένα και τη γενιά μου. Τον σκέφτομαι συχνά, κυρίως τη σχέση του με τους θεσμούς και την έρευνα. Καταρχάς γιατί ο ίδιος, περισσότερο από όλους της γενιάς του, παρήγαγε μια σειρά από κείμενα για την ιστορία και τη σχέση της με την έρευνα και τους θεσμούς, τα οποία απλώθηκαν σε όλο το μήκος της διανοητικής του πορείας. Στα κείμενα του αυτά, αντιμετώπισε την ιστορική έρευνα ως πολιτισμική πρακτική, απαραίτητη για την κατάκτηση της ιστορικής παιδείας, της αίσθησης, δηλαδή, της ιδιάζουσας λειτουργίας του χρόνου. Σε αυτή την κατεύθυνση υποστήριξε δημόσιους θεσμούς για την έρευνα, πανεπιστήμια και κυρίως ερευνητικά κέντρα που θα λειτουργούσαν διττά: ως χώροι έρευνας και ως χώροι εκπαίδευσης και διαμόρφωσης των νέων ιστορικών.

Στις σκέψεις αυτές του Ασδραχά μπορεί να ανιχνεύσει κανείς την επιρροή που άσκησε η θητεία του σε επιστημονικά ιδρύματα, κατά την μακρόχρονη παραμονή του στη Γαλλία. Ο Ασδραχάς ανήκει σε μια γενιά ιστορικών, η οποία ξεκίνησε δειλά την εκδοτική και επιστημονική της παρουσία στα τέλη της δεκαετίας του ’50, σε ένα πλαίσιο οσμώσεων με τη μαρξιστική ιστοριογραφία και στη συνέχεια με την Νέα Ιστορία των Annales. Η Γαλλία υπήρξε μια μείζων στιγμή για την επιστημονική και ερευνητική τους διαμόρφωση.

Η επιστροφή του Ασδραχά στην Ελλάδα συνδέθηκε με την ενεργό συμμετοχή του σέ ένα πλήθος θεσμών. Αρχικά στην Επιτροπή Ιστορίας της Εθνικής Τράπεζας και έπειτα στη δεκαετία του 1980 σε μια σειρά από θεσμούς που ο ίδιος οραματίστηκε και συνδημιούργησε: το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, το περιοδικό Τα Ιστορικά, το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας,το Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας. Και φυσικά το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, όπου επέστρεψε ως Διευθυντής Ερευνών. Δεν ήταν αυτοί οι μόνοι. Η συμβολή του στη συγκρότηση του θεσμικού πλαισίου των ιστορικών σπουδών στη μεταπολιτευτική Ελλάδα υπήρξε πολύ μεγάλη και δύσκολα πια ανιχνεύσιμη.

Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε σε αυτή την τόσο ενεργή θεσμική παρουσία; Τις τελευταίες  μέρες το σκέφτομαι, επιστρέφοντας σε ένα δοκίμιο του Έντουαρντ Σαΐντ (Διανοούμενοι και εξουσία, μτφρ: Γιάννης Παπαδημητρίου, Αθήνα, Scripta, 1997). Εκεί ο Σαίντ μιλώντας για το πώς ο διανοούμενος  λειτουργεί ως ένας εξόριστος αναφέρει πως ο πρώτος γίνεται απείρως πιο ευαίσθητος απέναντι στον ταξιδευτή παρά στον δυνάστη, απέναντι στην καινοτομία και τον πειραματισμό παρά στο αυταρχικό status quo. Δεν ανταποκρίνεται στη λογική της συμβατικότητας μα στο σθένος της τόλμης: εκπροσωπεί την αλλαγή και την κίνηση, όχι την αδράνεια. Ο Ασδραχάς επέστρεψε στα πατρογονικά εδάφη, διεκδικώντας την αλλαγή και την κίνηση, διεκδικώντας την ανατροπή. Ήταν μια βαθιά πολιτική στάση και μια νέα αντίληψη για το τι σημαίνει ιστορικός. Όπως έλεγε ο ίδιος μιλώντας για την έννοια του ιστορικού: ο ιστορικός αναγκαστικά είναι ένα πολιτικό πρόσωπο που υπηρετεί τη διαδικασία της ανατροπής. Από την ώρα που υπάρχει η έννοια της εξέλιξης ή της προόδου, είναι επόμενο να αξιοποιεί  την έννοια της αντίθεσης και αντίφασης, να γίνεται πολιτικό πρόσωπο. Απ’ αυτή την άποψη, η Ιστορία δεν είναι υπηρετική ταξικών συμφερόντων, είναι υπηρετική συμφερόντων που έχουν ανθρωπιστικό υπόβαθρο, δηλαδή είναι και Ιστορία που ασχολείται με τους πολλούς, και συνήθως άφωνους, συντελεστές της.[1]

Η καθιέρωση αυτής της Ιστορίας δεν μπορούσε να περνάει παρά μέσα από τους θεσμούς, από την αλλαγή τους: την καταπολέμηση της ρητορείας, του αυτοαναφορικού εθνοκεντρισμού, της ευκολίας, της ακινησίας, όλα εκείνα που χαρακτήρισαν την ιστορική κοινότητα στα χρόνια της δικής του διαμόρφωσης αλλά και μεταγενέστερα. Απέναντι σε αυτά ο Ασδραχάς έθεσε τους δικούς του κανόνες: τον ερευνητικό στοχασμό, την σημασιολογική επεξεργασία, τις μεγάλες συνθέσεις που αναδείκνυαν την Ελλάδα ως ένα υπόδειγμα μελέτης στη δυτική ιστοριογραφία.

Ο Ασδραχάς δεν πίστεψε ποτέ στον ιδεολογικό αναχωρητισμό, στην ευκολία της καταγγελίας των θεσμών, σε μια εξωθεσμική παρέμβαση που θα διατηρούσε την καθαρότητα των θέσεών του ή θα απέτρεπε τους συμβιβασμούς. Αντιθέτως, σε μια βαθύτατα πολιτική επιλογή και κουβαλώντας τη βιωματική εμπειρία του αποκλεισμού της ιστορικής αντίληψης που ο ίδιος έφερε για χρόνια από την κυρίαρχη ακαδημαϊκή ιστοριογραφία διεκδίκησε παραδειγματικά την εγκαθίδρυσή της πλέον μέσα από τους θεσμούς. Ο στόχος ήταν  να μετακινήσει τα όρια, αυτά τα όρια που λειτούργησαν περιοριστικά, τα όρια που θύμιζε ο Φίλιππος Ηλιού, όταν τη στιγμή της ανακήρυξής του ως επίτιμου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, μνημόνευε τη βιβλική ρήση, την τόσο προσφιλή στους Πατέρες: Μή μέταιρε όρια αιώνια, α έθεντο οι πατέρες σου. Αυτά τα όρια θέλησε να μετακινήσει ο Ασδραχάς και οι συνοδοιπόροι του, διεκδικώντας την ασέβεια ως βασικό χαρακτηριστικό της δράσης τους.

Ο Ασδραχάς πίστεψε στους θεσμούς, θεωρώντας ως αυτονόητη τη δημοκρατική λειτουργία τους, την κατοχυρωμένη ισότητα και αξιοκρατία στο εσωτερικό τους. Δεν ήταν μια θεωρητική άποψη, ήταν μια προσωπική επιλογή και πρακτική στάση, όπως την εφάρμοσε στο πέρασμά του από τους θεσμούς. Ο στόχος ήταν και εδώ ο ίδιος: να φτιαχτεί μια διαφορετική επιστημονική κοινότητα, ν’ ανοίξουν οι πόρτες, να μπουν άλλοι άνθρωποι ή να δημιουργηθούν καινούργιοι αγωγοί. Όπως σημείωνε σε μια συζήτησή του με άλλους ιστορικούς, δημοσιευμένη στον Πολίτη το 1983: Εδώ παίζεται το παιχνίδι. Όχι δηλαδή να είσαι υπέρ μιας νέας ιστορίας όταν γράφεις το βιβλίο σου αλλά όταν διδάσκεις στο Πανεπιστήμιο να είσαι ο παραδοσιακού τύπου καθηγητής που λόγου χάρη, δεν επιτρέπει στον επιμελητή του να κάνει μάθημα. Χρειαζόμαστε μια κάθετη διαφοροποίηση.[2]

Έγινε αυτή η διαφοροποίηση; Δεν ξέρω∙ ο ίδιος ο Ασδραχάς, όταν ρωτήθηκε τι αίσθηση του είχε μείνει από τη συμμετοχή του σε όλα αυτά τα εγχειρήματα, είχε απαντήσει: Γλυκόπικρη. Πολλά πράγματα χάθηκαν,γιατί δεν υπήρξε η ομοθυμία και ομοψυχία, το ομόθυμον των ιστορικών. Αυτό είναι το πικρό μέρος. Το ηδύ μέρος είναι ότι κάτι έμεινε.[3]

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που έμεινε, νομίζω περισσότερα από ό,τι φανταζόταν και ο ίδιος ο ιστορικός. Σκέφτομαι μόνο μια μικρή ιστορία που πολλά χρόνια πριν, κάποιος από τους μαθητές του Ασδραχά μου είχε πει. Γεμάτος ερωτηματικά για την έρευνα του, πιθανά διδακτορική, και τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε, ρώτησε τον Ασδραχά πώς πρέπει να συνεχίσει. Ο Σπύρος Ασδραχάς που κράταγε, τι άλλο, ένα κουτί σπίρτα, το γύρισε από την άλλη πλευρά και του είπε: «Δες το ξανά από την αρχή, ανάποδα». Δεν  είμαι σίγουρος ότι θυμάμαι σωστά την ιστορία αυτή, δεν ξέρω καν αν διαδραματίστηκε έτσι ακριβώς, μου αρέσει όμως να τη λέω στο αμφιθέατρο – και ξέρω καλά τους λόγους.

 

[1] Από συνέντευξη του Σπύρου Ασδραχά στον Βαγγέλη Καραμανωλάκη και στην Άννα Ματθαίου, δημοσιευμένη στα Ενθέματα της Αυγής, στις 23/11/2014. Ηλεκτρονική ανάρτηση: https://enthemata.wordpress.com/2014/11/23/asdrahas-6/

[2] “Συζήτηση Ελλήνων ιστορικών για την ιστορική έρευνα”, Ο Πολίτης, τχ 63 (Οκτώβριος 1983),  σ. 53.

[3] Στη συνέντευξή του, ό.π.

 

Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο αυτό είναι ένα απόσπασμα από την ομιλία του σε εκδήλωση αφιερωμένη στον Σπύρο Ασδραχά στη Βουλή των Ελλήνων, στις 29 Μαρτίου 2018.

 

Βαγγέλης Καραμανωλάκης

Πηγή: Skra-punk