Το καλοκαίρι του 1945 ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ γράφει το βιβλίο Στοχασμοί για το εβραϊκό ζήτημα, στο οποίο ασχολείται με την ψυχολογική διαμόρφωση του αντισημίτη (ελληνική έκδοση: μετ.: Αθανάσιος Σαμαρτζής, Αθήνα 2006• στην έκδοση αυτή και οι παραπομπές εφεξής). Εκείνη τη στιγμή, τα κρεματόρια, οι θάλαμοι αερίων και ο σχεδιασμός της «τελικής λύσης» δεν ήταν ουσιαστικά γνωστά στην κοινή γνώμη. Οι μαρτυρίες των πρώτων διασωθέντων θεωρήθηκαν αποτελέσματα νευρικού κλονισμού, παράγωγο του εγκλεισμού τους. Ταυτόχρονα, «κουμπώνοντας» στη μακρά και ισχυρή παράδοση του αντισημιτισμού, οι αντιεβραϊκές απόψεις των ναζί έβρισκαν απήχηση. Λίγο αργότερα, βέβαια, η φρίκη έγινε παγκοσμίως γνωστή, με τις φωτογραφίες των Αμερικανών και των Ρώσων στρατιωτών, από το Άουσβιτς και το Μπούχενβαλντ.
Το διάστημα της «άγνοιας», λοιπόν, ο Σαρτρ κατέγραψε τους προβληματισμούς του για την επώδυνη αναβίωση του αντισημιτισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. Το βιβλίο απαρτίζεται από τρία άνισης έκτασης μέρη. Το πρώτο μέρος περιέχει ένα σύντομο πορτρέτο του αντιδημοκράτη. Το δεύτερο, το πορτρέτο του αντισημίτη, ενώ το τρίτο επιχειρεί μια ανάλυση των επιπτώσεων του αντισημιτισμού στην ψυχολογία και στη συμπεριφορά του Εβραίου. Από τα τρία μέρη, το δεύτερο κέρδισε την ομόφωνη αποδοχή, Εβραίων και μη. Στόχος του, όπως σημειώνει η Αρλέτ Ελκάιμ στην επανέκδοση του 2004, ήταν η αποκάλυψη της μυθολογίας και των κινήτρων του αντισημίτη∙ ενός κάλπικου ήρωα, ενός κάλπικου τιμωρού. Ο Σαρτρ θέλησε να γίνει συνείδηση όλων των λαών, πως η λέξη αντισημιτισμός κρύβει αναίτιο μίσος και κακή πίστη.
Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, ο αντισημιτισμός δεν είναι άποψη. Αν για τη «θεραπεία των δεινών της χώρας του ή των προσωπικών δεινών του, προτείνει κανείς την αποστέρηση των Εβραίων από δικαιώματα, τον αποκλεισμό τους από οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, την αποβολή τους από την επικράτεια ή τη συνολική τους εξολόθρευση», ο Σαρτρ αρνείται να τα ονομάσει όλα αυτά απόψεις. Κατά τη γνώμη του, αποτελούν δόγματα, και ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν στην κατηγορία των σκέψεων που προστατεύει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης (σ. 22).
Αναφορικά με τον ταξικό προσδιορισμό των αντισημιτών, ο Σαρτρ σημειώνει πως η πλειονότητά τους ανήκει στη μικροαστική τάξη των πόλεων: δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι, μικρέμποροι χωρίς περιουσία. Αν φερθούν, λοιπόν, στον Εβραίο ως κατώτερο και επιβλαβές ον, επιβεβαιώνουν την ένταξή τους σε μία ελίτ. Εκτιμούν, μάλιστα, πως «ό,τι και να κάνει ένας Εβραίος δεν θα ανέβει ποτέ πιο πάνω από το πρώτο σκαλί, ενώ την ίδια στιγμή θεωρούν πως έχουν διασφαλίσει για τον εαυτό τους τη θέση της κορυφής στην κοινωνική κλίμακα». (σ. 41)
Βέβαια, η τραγωδία του αντισημίτη θα μπορούσε να αποκαλυφθεί ακριβώς τη στιγμή του θριάμβου των ιδεών του: «Αν, ως εκ θαύματος, εξαφανίζονταν όλοι οι Ισραηλίτες, όπως εύχεται ο αντισημίτης, θα ξανακατέληγε θυρωρός ή μαγαζάτορας σε μια αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνία όπου η ιδιότητα του “αληθινού Γάλλου” δεν θα είχε την παραμικρή αξία…». (σ. 42).
Εξιδανικεύοντας τις αντιλήψεις της εργατικής τάξης, ο Σαρτρ διακήρυττε ότι «αντισημιτισμός δεν υπάρχει διόλου στους εργάτες». Και επειδή οι ναζί γνώριζαν τη συγκεκριμένη στάση των εργαζόμενων δημιούργησαν το σλόγκαν του «εβραϊκού καπιταλισμού», ώστε να στρέψουν την εργατική τάξη εναντίον των Εβραίων. Ο διεισδυτικός διανοητής εντοπίζει μια ακόμη διαχρονική αντίφαση του αντισημιτισμού: παρατηρεί ότι «άλλοτε δείχνουμε, πίσω από τον Εβραίο, τον διεθνή καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό των τραστ και των εμπόρων όπλων, και άλλοτε τον μπολσεβικισμό, με το μαχαίρι στα δόντια• και δεν διστάζουμε να θεωρήσουμε τους Εβραίους τραπεζίτες ως υπεύθυνους για τον κομμουνισμό» (σ. 52). Και εξηγεί πώς ο αντισημιτισμός αποτελεί δικλείδα «ασφαλείας για τις τάξεις των κατεχόντων, οι οποίες τον ενισχύουν και αντικαθιστούν έτσι ένα επικίνδυνο μίσος ενάντια στο κατεστημένο με ένα ανώδυνο μίσος, εναντίον συγκεκριμένων προσώπων». Διαπιστώνει πως για τον αντισημίτη η βαρύτητα μιας πράξης είναι διαφορετική αν ο δράστης είναι Εβραίος ή χριστιανός, αφού –κατά τον αντισημίτη, πάντα– ο Εβραίος σε καθετί που αγγίζει προσδίδει μιαν απροσδιόριστη σιχαμερή ιδιότητα. Έτσι, «το πρώτο πράγμα που απαγόρευσαν στους Εβραίους οι Γερμανοί ήταν η είσοδος στις πισίνες: τους φαινόταν πως αν το σώμα ενός Ισραηλίτη έμπαινε σ’ αυτό το νερό, θα το βρώμιζε εντελώς». (σ. 48)
Τέλος, χωρίς ασφαλώς να σχετικοποιούμε τη μοναδικότητα της φρίκης του Ολοκαυτώματος, αξίζει να σταθούμε στην εξής παρατήρηση: «Ο Εβραίος δεν είναι παρά ένα πρόσχημα: αλλού θα χρησιμοποιήσουν τον νέγρο, αλλού τον Κινέζο». (σ. 68). Ο αντισημιτισμός δεν είναι πρόβλημα μόνο των Εβραίων: είναι και δικό μας!
Ο Γιώργος Κ. Μπουγελέκας είναι εκπαιδευτικός
Πηγή: Η Αυγή