Πορίσματα από το ερευνητικό πρόγραμμα «Ανιχνεύοντας τον ρατσισμό στον αντιρατσιστικό λόγο» (TRACE)
Οι μετακινήσεις μεταναστών/τριών (με τον όρο αυτό αναφέρομαι και στους/τις πρόσφυγες/ισσες) ήδη από τη δεκαετία του ’90 προς την Ευρώπη και την Ελλάδα ειδικότερα, έχουν «αναστατώσει» τις κατακτημένες εθνικές αντιλήψεις και οριοθετήσεις μας. Οι πολιτισμικές, θρησκευτικές, γλωσσικές διαφορετικότητες των μεταναστών/τριών έχουν δώσει το έναυσμα για να τοποθετηθούμε σε ζητήματα που αφορούν τον τρόπο συνύπαρξης μαζί τους: Θέλουμε να ενσωματώσουμε στη δημόσια ζωή τις διαφορετικότητές τους; Και, αν ναι, πώς; Ή προτιμούμε να απαλλαγούμε από αυτές (μέσω του αποκλεισμού ή της αφομοίωσής τους) διατηρώντας την εθνική μας καθαρότητα; Θέλουμε οι μετανάστες/τριες να ζουν ως διακριτές, περιθωριακές ομάδες σε απόσταση από εμάς; Ή θα μπορούσαμε να σκεφτούμε διαδικασίες ισότιμης και απρόβλεπτης επαφής και διεπίδρασης μαζί τους;
Ο προβληματισμός αυτός μπορεί να διευρυνθεί περαιτέρω, αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο λειτουργίας και διάδοσης του ανθρωπιστικού/αντιρατσιστικού λόγου. Μετά τις θηριωδίες του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο ανθρωπιστικός/αντιρατσιστικός λόγος βρίσκεται σε μεγάλη κυκλοφορία και αποδοχή από τις δυτικές κοινωνίες. Ωστόσο, συχνά καταλήγει προσχηματικός, διευκολύνοντας ουσιαστικά τις ομογενοποιητικές επιδιώξεις του εθνικού λόγου.
Το ερευνητικό πρόγραμμα TRACE, το οποίο αποτελεί ακρώνυμο από τον αγγλικό τίτλο Tracing Racism in Anti-raCist discoursΕ (Ανιχνεύοντας τον ρατσισμό στον αντιρατσιστικό λόγο), επιχειρεί να αναδείξει και να διερευνήσει τα παραπάνω ζητήματα. Ως κεντρική του ιδέα έχει τη μελέτη των αθέατων, ευέλικτων και ρευστών διαστάσεων του ρατσισμού οι οποίες, «μασκαρεμένες» με ανθρωπισμό και αντιρατσισμό, κατορθώνουν και εμφιλοχωρούν σε αντιρατσιστικά κείμενα. Πιο συγκεκριμένα, επιδίωξή μας στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού είναι να αποκαλύψουμε ότι οι ρατσιστικές αντιλήψεις δεν καλλιεργούνται μόνο μέσα από τον λόγο μίσους, ο οποίος στιγματίζει και δαιμονοποιεί απροκάλυπτα τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, αλλά και μέσα από τον (φαινομενικά) αντιρατσιστικό λόγο, ο οποίος, ενώ καταγγέλλει ρατσιστικές πρακτικές, ενίοτε καταλήγει να απηχεί ανισότητες, να τις συγκαλύπτει και να τις αναπαράγει. Το πρόγραμμα TRACE (βλ. σχετικά https://trace2019.wixsite.com/trace-project και https://traceprojectwiki.miraheze.org) είναι από τα ελάχιστα της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου της Πάτρας που απέσπασε χρηματοδότηση από την 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση των μελών ΔΕΠ.
Από την έρευνά μας στο πρόγραμμα TRACE έχουν προκύψει δύο συλλογικοί τόμοι. Ο πρώτος κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πεδίο με τίτλο Ιχνηλατώντας τη Διείσδυση του Ρατσισμού στον Αντιρατσιστικό Λόγο: Μελέτες για τον Ρευστό Ρατσισμό (επιμέλεια Αργύρης Αρχάκης, Ράνια Καραχάλιου & Βίλλυ Τσάκωνα, 2023) https://www.pediobooks.gr/…/ihnilatontas-ti-dieisdisi…. Ο δεύτερος κυκλοφορεί στα αγγλικά από τις εκδόσεις John Benjamins, απευθύνεται στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και έχει τίτλο Exploring the Ambivalence of Liquid Racism: In between Antiracist and Racist Discourse (editors Argiris Archakis & Villy Tsakona, 2024) https://benjamins.com/catalog/pbns.341. Οι τόμοι αυτοί περιέχουν μελέτες που αναλύουν διεξοδικά και σε βάθος ποικίλα φαινόμενα ρευστού ρατσισμού.
Σύζευξη ρατσισμού με τον αντιρατσισμό
Ας εξετάσουμε όμως τώρα πιο συστηματικά την κεντρική έννοια του προγράμματος TRACE, αυτήν του ρευστού ρατσισμού, η οποία αναδύεται μέσα από την παράδοξη και αντιφατική σύζευξη ρατσισμού – αντιρατσισμού. Την αντίφαση αυτή φαίνεται να μην τη συνειδητοποιούμε, διότι ο ρατσισμός στα αντιρατσιστικά κείμενα δεν έχει ακραία και «σκληρά» χαρακτηριστικά. Συνήθως, δεν αναφέρεται ρητά στον αποκλεισμό και τον εξοβελισμό των διαφορετικών Άλλων. Αντίθετα, γίνεται λόγος για την ανοχή, την αποδοχή, την ένταξη των Άλλων, υπό τον όρο, ωστόσο, της αδρανοποίησης/παθητικοποίησής τους και εντέλει της αφομοίωσής τους. Έτσι, οι διαφορετικοί/ές Άλλοι/ες μπορεί να μην εκδιώκονται, αλλά η διαφορετικότητά τους σε κάθε περίπτωση απαξιώνεται. Με άλλα λόγια, ο ρευστός ρατσισμός δεν προβάλλει τους/τις διαφορετικούς/ές Άλλους/ες ως βιολογικά κατώτερους/ες, όπως συμβαίνει με τον λόγο μίσους. Μπορεί μάλιστα να πλαισιώνεται από διατυπώσεις που άμεσα ή έμμεσα αρνούνται το ρατσισμό, το γνωστό μας δεν είμαι ρατσιστής/τρια. Ωστόσο, υπογραμμίζει την πολιτισμική ασυμβατότητα των διαφορετικών Άλλων με το κυρίαρχο πλειονοτικό αξιακό πλαίσιο (αλλά αυτοί/ές δεν είναι σαν κι εμάς στον τρόπο ζωής, σίτισης, ένδυσης κλπ.) και (εμμέσως) τους προτρέπει στην αφομοίωση, καθώς η διασταύρωση (φυσική ή πολιτισμική) με τους/τις πλειονοτικούς/ές είναι κάτι που θα αλλοιώσει την πολιτισμική/εθνική τάξη.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και ακολουθώντας τον εισηγητή του όρου, κοινωνιολόγο Simon Weaver, μπορούμε να επισημάνουμε ότι ο ρευστός ρατσισμός λειτουργεί με αμφισημίες. Αναδύεται δηλαδή μέσα από τη συνύπαρξη ρατσιστικών και αντιρατσιστικών ιδεών, θέσεων και προθέσεων στα ίδια (περι)κείμενα. Όπως επισημαίνει ο Weaver, δεν πρέπει να θεωρούμε τον ρευστό ρατσισμό απλώς ένα μετριασμένο κατάλοιπο ρατσισμού. Δεν πρέπει δηλαδή να θεωρούμε ότι στον σύγχρονο δυτικό κόσμο οι περισσότεροι δημοκρατικοί άνθρωποι έχουμε καταδικάσει και αποκηρύξει τον ρατσισμό και απλώς μας έχει απομείνει ένα υπόλειμμά του, ο ρευστός ρατσισμός, το οποίο θα βρούμε τρόπο να το αντιμετωπίσουμε. Ο ρευστός ρατσισμός, εξαιτίας ακριβώς των αμφισημιών που προϋποθέτει και προωθεί, αποδυναμώνει τις άμυνές μας ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις. Οι κριτικές αναλύσεις μας στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος TRACE δείχνουν ότι δεν βρισκόμαστε προς το τέλος του ρατσιστικού φαινομένου (παρά τις αναζωπυρώσεις του), αλλά ότι οι ρευστές μεταμορφώσεις και οι συχνά αόρατες διακρίσεις του ρατσισμού είναι φυσικοποιημένες και μάλλον χωρίς τέλος.
Οι προσωπικές ιστορίες
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αναλύσεις μας, οι μετανάστες/τριες συχνά αναπαριστάνονται σε αντιρατσιστικά κείμενα με γενικευτικό τρόπο, με τη χρήση ποσοτικών στοιχείων, με μεταφορικές συλλήψεις που τους/τις απανθρωποποιούν και τους/τις παρουσιάζουν σαν ζώα, φυτά ή φυσικά φαινόμενα. Αναπαρίστανται επίσης με πολύ περιορισμένη πρωτοβουλία και δράση, ποτέ στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας, σχεδόν αποκλειστικά ως αδύναμοι/ες, ευάλωτοι/ες και πάσχοντες/ουσες, πρόθυμοι/ες να δεχτούν τη φιλάνθρωπη, πατερναλιστική βοήθεια των ισχυρών πλειονοτικών, πρόθυμοι/ες εντέλει να αποδεχτούν το κυρίαρχο αξιακό πλαίσιο, να το εσωτερικεύσουν, και πλήρως αφομοιωμένοι/ες να ενταχθούν στην πλειονοτική κοινωνία, με τρόπο ανώδυνο για αυτήν.
Εστιάζοντας ειδικά στον λόγο που εκφέρεται από τους/τις ίδιους/ες τους/τις μετανάστες/τριες, παρατηρούμε καταρχάς ότι ο λόγος αυτός εμφανίζεται συχνά στις αντιρατσιστικές καμπάνιες που οργανώνουν ανθρωπιστικές, μη κυβερνητικές οργανώσεις. Εκεί, συνήθως παρουσιάζονται οι ιστορίες «ιδανικών» μεταναστών/τριών. Δηλαδή, δίνεται βήμα σε επιλεγμένους/ες μετανάστες/τριες για να καταθέσουν στις ιστορίες τους τις δυσκολίες που συνάντησαν στο ταξίδι από τον τόπο προέλευσης στον τόπο υποδοχής και το «κατόρθωμα» της επιτυχούς προσαρμογής και ένταξης στην κοινωνία του τόπου υποδοχής. Οι ιστορίες αυτές, οι οποίες ενδεχομένως γίνονται και αντικείμενο επιμέλειας από όσους/ες είναι υπεύθυνοι/ες για τη δημοσίευσή τους, μεταξύ άλλων, λειτουργούν ως πρότυπο, ως υπόδειγμα, αλλά και ως υπόδειξη στους/στις διαφορετικούς/ές Άλλους/ες για το πώς να μεταλλαχθούν σε «κατάλληλους/ες» Άλλους/ες. Ως υπόδειξη, δηλαδή, στους/στις διαφορετικούς/ές Άλλους/ες που βρίσκονται σε καθεστώς ανοχής στην πλειονοτική κοινωνία για το πώς «πρέπει» να συμπεριφέρονται ώστε ενδεχομένως να ενταχθούν σε αυτήν. Πιο συγκεκριμένα, οι περισσότερο ή λιγότερο επιμελημένες αφηγήσεις στις καμπάνιες των ανθρωπιστικών, μη κυβερνητικών οργανώσεων διακινούν, στο πλαίσιο του ρευστού ρατσισμού, τον εσωτερικευμένο ρατσισμό. Την αποδοχή και εσωτερίκευση, δηλαδή, των πλειονοτικών ρατσιστικών αξιών εκ μέρους των μεταναστών/τριών, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί/ές και να λειτουργήσουν αποτελεσματικά μέσα σε μια κοινωνία όπως η ελληνική. Ως εκ τούτου, προωθούνται οι επιδιώξεις του εθνικού, ομογενοποιητικού λόγου από «ανθρωπιστικές»/»αντιρατσιστικές» οργανώσεις στο όνομα της αλληλεγγύης προς τους/τις μετανάστες/τριες.
Κριτική ευαισθητοποίηση
Οι ερευνητές/τριες της ομάδας του TRACE προσπαθούμε ώστε τα πορίσματα των ερευνών μας, στα οποία αδρομερώς αναφέρθηκα παραπάνω, να μην περιοριστούν στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Με ποικίλες δράσεις (ομιλίες, συμμετοχές σε συνέδρια, σεμινάρια, επιμορφώσεις εκπαιδευτικών) επιδιδόμαστε σε ένα είδος ακαδημαϊκού ακτιβισμού ώστε να ευαισθητοποιήσουμε κριτικά και να ενεργοποιήσουμε τμήματα της κοινωνίας μας ενάντια στις αφομοιωτικές επιδιώξεις του ρευστού ρατσισμού. Στόχος μας είναι να συμβάλουμε σε μια ουσιαστικά ισότιμη και απρόβλεπτη συνύπαρξη, επικοινωνία και διεπίδραση μεταξύ πλειονοτικών και μεταναστευτικών πληθυσμών πέρα από τις ομογενοποιητικές επιδιώξεις του εθνικού λόγου ο οποίος συχνά κυκλοφορεί με την προβιά του «ανθρωπισμού» ή/και του «αντιρατσισμού».
Ο Αργύρης Αρχάκης είναι καθηγητής Ανάλυσης Λόγου και Κοινωνιογλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Πάτρας, επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος TRACE