Macro

Ο Πολ Πόρτερ και το μεγάλο φαρμακοπότι

Ένα πράγμα είναι βέβαιο με το τεράστιο φαρμακοπότι «εις υγείαν του κορόιδου» που έλαβε χώρα με τη Novartis: ότι οι συνέπειές του στην οικονομία της χώρας ήταν τραγικές. Και ότι, μαζί με τα υπόλοιπα δύσοσμα στον χώρο της υγείας, συνέβαλε (το σκάνδαλο της Novartis) καθοριστικά στην κατάρρευση της οικονομίας σε τέτοιο μέγεθος που μόνο σε πολέμους συναντάται. Και αυτό, πέραν των προσωπικών επιμερισμών ως προς τις ευθύνες, το δίχως άλλο είναι κόλαφος εις βάρος του πολιτικού προσωπικού που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας επί (πολλές) δεκαετίες. Το ποιος, πού, πότε και πώς, μένει να διακριβωθεί. Ωστόσο η γενική πολιτική ευθύνη είναι εδώ και βοά για το ποιος την φέρει στα ακέραιο. Τα υπόλοιπα για «σκευωρίες» και «κουκουλοφόρους» και «στημένο παιχνίδι» και συνωμοσίες πολιτικών τακτικισμών με μοναδικό στόχο την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία είναι βλακώδεις μαγκιές της μεταξωτής γραβάτας και ασθμαίνοντες λεονταρισμοί του χρυσού μανικετόκουμπου και του γλυκάζοντος, την αυτοκολακεία, καθρέφτη. Τελεία και παύλα.

Πολιτικό σκάνδαλο, εκτός του οικονομικού, υπάρχει και μάλιστα τεράστιο. Και είναι τεράστιο επειδή τέτοιου μεγέθους πολιτικοοικονομικά σκάνδαλα δεν συμβαίνουν ξαφνικά, δεν πέφτουν από τον ουρανό. «Η ζωή μιμείται την τέχνη» παραδοξολογούσε τόσο ρεαλιστικά ο Όσκαρ Ουάιλντ και ως γνωστόν στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Το ίδιο και στη ζωή. Το σκάνδαλο λοιπόν της Novartis είναι πολλαπλά αποκαλυπτικό -ακόμα και υπό την έννοια της φρίκης που αναβλύζει από την «Αποκάλυψη» (όχι του Κόπολα, του Ιωάννη εννοείται- γιατί πατάει σε μια στέρεα κατάσταση δήωσης του ελληνικού πλούτου, του ελληνικού τόπου και εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν, που έζησαν και πέρασαν και έφυγαν για πάντα και στέγνωσε η ψυχή τους και είδαν τη ζωή τους να πηγαίνει στα χαμένα μέσα στα απύλωτα στόματα των προγαστόρων που (θέλουν να) ποδηγετούν, για πάντα, τη χώρα. Το σκάνδαλο της Novartis, ως συνέχεια της Siemens, των Panama Papers, των Paradise Papers, των εξοπλιστικών μιζών, των Ολυμπιακών Αγώνων, των off shore εταιρειών, του χρηματιστηρίου, των μυστήριων «πόθεν έσχες» και τόσων άλλων, ων ουκ έστι αριθμός, πρέπει να διερευνηθεί έως το τέλος. Δεν είναι απλώς θέμα δικαιοσύνης. Δεν είναι απλώς οφειλή. Είναι ζήτημα επιβίωσης.

Ή θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και θα προχωρήσουμε ή θα αναφωνήσουμε πατριωτικά το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων». Και των αλλόφοβων, θα προσθέταμε. Και των αδηφάγων, που δεν αφήνουν να στάξει κάτω ούτε σταγόνα καφέ σε καφετιέρα Siemens. Ούτε ένα γλίσχρο ευρώπουλο ώστε να γίνει στημένη επερώτηση στη Βουλή.

Μόλις προχθές ο πρώην υπεύθυνος οικονομικών του ΠΑΣΟΚ Σπύρος Αυγερινός επιβεβαίωσε ενώπιον του δικαστηρίου ότι το ένα εκατομμύριο μάρκα που πήρε ο Τσουκάτος από τη Siemens πήγαν στα ταμεία του Κινήματος. Το οποίο Κίνημα όχι μόνο επί δέκα συναπτά έτη διερρήγνυε τα ιμάτιά του ότι ουδέν γνωρίζει, αλλά και μετά την ομολογία τηρεί αιδήμονα σιγή. Λες και δεν έγινε τίποτα. Κι ας χρωστάει στον ελληνικό λαό κάπου διακόσια εκατομμύρια ευρώ. Τα οποία, όσο δεν επιστρέφονται, θεωρούνται κλεμμένα. Έτσι δεν είναι; Όπως άλλωστε και τα διακόσια της Ν.Δ. Κλεμμένα βέβαια, επειδή μέχρι στιγμής ουδεμία κίνηση έχει διαπιστωθεί εκ μέρους των δύο κομμάτων που να δείχνει κάποια -εν σπέρματι έστω- πρόθεση επιστροφής. Το ότι δεν έχει εκδηλωθεί κάποια κίνηση διεκδίκησης ή δίωξης (περί κακουργήματος πρόκειται) εκ μέρους της δικαστικής εξουσίας θα είναι σκευωρία του ΣΥΡΙΖΑ.

Και επειδή αυτά τα χθεσινά μόνο χθεσινά δεν είναι, καλό και διδακτικό θα ήταν να θυμηθούμε τι έλεγε ο Πολ Πόρτερ 71 χρόνια πριν (ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δεν υπήρχε για να κατηγορηθεί ο δόλιος επί φιλοσυριζαϊσμώ, όπως το FBI) στην περιλάλητη έκθεσή του για την πρόοδο του «Σχεδίου Μάρσαλ»: έλεγε λοιπόν ο Πόρτερ (σ.σ. τα στοιχεία από άρθρο του Λάμπρου Τσουκνίδα στην «Αυγή», 26.6.2017), ανάμεσα σε άλλα, για την κυβέρνηση του, προδρομικού της ΕΡΕ, Λαϊκού Κόμματος, ότι στόχος του είναι «να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα». Θυμίζει τίποτα στους «πατριώτες» που φωνασκούν θρασύτατα, βρίζοντας καπηλικότατα και καραγωγικότατα; Αν όχι, να τους θυμίσουμε τι έλεγε ο Πόρτερ, κύριε Στουρνάρα μας, για την «κλίκα των τραπεζιτών»: «Είναι αποφασισμένη πάνω απ’ όλα να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια όποιο κι αν είναι το κόστος, σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας. Τα μέλη της θέλουν να διατηρηθεί ένα φορολογικό σύστημα που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους».

Τουθόπερ μεθερμηνευόμενο, μας λέει πολύ απλά ότι και ο τρόπος φορολογίας νόμιμη κλοπή είναι. Α, ναι! Λέει και για τους επιχειρηματίες ο Πολ Πόρτερ: «Είναι παλιές καραβάνες στο να μετατρέπουν τα κέρδη τους σε χρυσό ή συνάλλαγμα, να τα φυγαδεύουν και να τα διασφαλίζουν στο εξωτερικό. Τους είπα ότι ένας ξένος έχει την εντύπωση πως οι επιχειρηματίες της Ελλάδας ξεπουλάνε τη χώρα τους». Αυτά έγραφε ο Πολ Πόρτερ στην έκθεσή του το 1947. Μεσούντος δηλαδή του Εμφυλίου. Φανταστείτε τι έγινε μετά, όταν οι νικητές έκοψαν καπίστρι και επιδόθηκαν στο ξέφρενο και αιματοβαμμένο πανηγύρι της αρπαγής και του ολέθρου. Ένα όργιο κλοπής και σπατάλης που με διάφορες μορφές συνεχίστηκε μέχρι σήμερα. Το έργο λοιπόν της απαλλαγής από την κόπρο του Αυγεία είναι τιτάνιο. Η Novartis δίνει απλώς την τάξη μεγέθους.

Γιατί όπως λέει και η μεγαλύτερη, μετά τη Σαπφώ, ποιήτρια, η Έμιλυ Ντίκινσον, «Σε μια στιγμή κανείς δεν χάθηκε / Αργά γλιστράς – στη Συντριβή – ». Εδώ είμαστε. Θα το αντιληφθούμε ή θα συνεχίσουμε να χώνουμε το κεφάλι μας στις χωματερές μαζί με τους θαμμένους καρπούς της πεταμένης γης μας. Της πεταμένης μας πατρίδας δηλαδή, στο έλεος των Σαμαράδων.

Υ.Γ: Γαμώ τα τζάκια σας

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή