Macro

Ο νεοσυντηρητισμός κάνει σημαία την ασφάλεια

Το νεοσυντηρητικό αφήγημα του 2019 θέτει στο επίκεντρο την «ασφάλεια». Αυτή η στρατιωτικού τύπου επιλογή εξυπηρετεί πολλαπλές σκοπιμότητες, τόσο οικονομκές όσο και ιδεολογικές, είναι αμφίβολο όμως αν μπορεί να συγκρατήσει τα φαινόμενα διάλυσης, που βιώνει το πολιτικό σύστημα τόσο στη Γερμανία όσο και αλλού στην Ευρώπη.

Του Δημήτρη Σμυρναίου

Το περιοδικό «der Spiegel» στο πρώτο του τεύχος για το 2019 ζητούσε από τους Ευρωπαίους να επιδείξουν περισσότερο θάρρος και να θέσουν στο επίκεντρο το θέμα της ασφάλειας. Όσο και αν το περιοδικό έχει συνδεθεί τα τελευταία χρόνια με ένα συχνά μεγαλόστομο, αλλά επικίνδυνα επιφανειακό τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας, το κείμενο είναι αποκαλυπτικό μιας ευρύτερης τάσης, που επιτήδεια έχουν εμφυσήσει συγκεκριμένα συμφέροντα και σε μεγάλη μερίδα του Τύπου. Με τον όρο δεν εννοείται απλώς η εσωτερική ασφάλεια από τις οποιεσδήποτε απειλές, όπως τις είχε θέσει για παράδειγμα η νεοσυντηρητική και πρακτικά αποτυχημένη αυστριακή προεδρία της ΕΕ, που μόλις ολοκλήρωσε τα καθήκοντά της με το γενικό τίτλο «Μια Ευρώπη που προστατεύει». Η ασφάλεια όπως δείχνουν να την κατανοούν πλέον συγκεκριμένοι κύκλοι στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο εκεί, έχει να κάνει περισσότερο με το ζήτημα της στενότερης στρατιωτικής συνεργασίας, υπό γαλλογερμανική καθοδήγηση. Είναι μια από τις προτεραιότητες που έχει θέσει το τελευταίο διάστημα ο νεοσυντηρητισμός, βάζοντας μπροστά πραγματικές ή εικονικές εξελίξεις, όπως οι εντάσεις μεταξύ των μεγάλων μη ευρωπαϊκών δυνάμεων του πλανήτη. Όλα δείχνουν ότι με αφορμή τη «μάχη κατά της τρομοκρατίας», αλλά και τις ανισορροπίες που προκαλούν περιφερειακές συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονται πολλοί και συχνά απρόβλεπτοι παίκτες, η θεσμική Ευρώπη με πρωτοβουλία της Γερμανίας θα εστιάσει το επόμενο διάστημα σε αυτό το θέμα, αφού εκτιμά ότι έτσι μπορεί να ικανοποιήσει πολλαπλούς στόχους.

Μια ψευδαίσθηση «ολοκλήρωσης»

Κατ’ αρχάς η στρατιωτική συνεργασία είναι το μόνο κομμάτι κοινής πολιτικής, όπου Γαλλία και Γερμανία έχουν διάθεση να προχωρήσουν γρηγορότερα, δίνοντας έτσι μια ψευδαίσθηση «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Ήταν το μόνο σκέλος των περίφημων προτάσεων Μακρόν που η γερμανική κυβέρνηση έδειξε διάθεση να ικανοποιήσει. Έτσι μπορεί να έχει ένα άλλοθι ότι πράγματι βάζει στο πρόγραμμά της «περισσότερη Ευρώπη». Από την άλλη, μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να επιζητείται και από τη γερμανική βιομηχανία που δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο τομέα και θέλει να ανεβάσει τα επόμενα χρόνια το μερίδιο της στο εθνικό προϊόν της χώρας. Πέραν της οικονομικής χρησιμότητας μιας τέτοιας «στράτευσης», ικανοποιούνται όμως και ιδεολογικές ανάγκες. Το κράτος δίνει την υπόσχεση να εγγυηθεί την ακεραιότητα και την «ηρεμία» των πολιτών του, έστω και αν παραμελεί κοινωνικές τους ανάγκες, οι οποίες θα πρέπει να μετατεθούν για το μέλλον λόγω της …κρισιμότητας της κατάστασης.
Η στρατιωτικοποίηση της Ευρώπης, λοιπόν, αποτελεί μια καλή «προγραμματική» διέξοδο για την ευρωπαϊκή Χριστιανοδημοκρατία, δεδομένης μάλιστα της ανυπαρξίας αντιπολιτευτικού λόγου για το συγκεκριμένο θέμα από τη σοσιαλδημοκρατία.

Ενα κλονισμένο πολιτικό σύστημα

Το ερώτημα είναι βεβαίως αν το αφήγημα αυτό είναι ικανό να αντιμετωπίσει τη ραγδαία αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, που καταγράφτηκε ως το κορυφαίο πολιτικό γεγονός της χρονιάς που έφυγε. Οι γερμανικές εφημερίδες ήταν γεμάτες αυτές τις ημέρες από αναλύσεις και άρθρα γύρω από το ερώτημα αν μπορούν να «αναγεννηθούν» τα παραδοσιακά «λαϊκά κόμματα». Με τον όρο αυτό εννοούνταν πάντα οι δύο μεγάλοι πυλώνες του δικομματισμού, χριστιανοδημοκρατία και σοσιαλδημοκρατία, που τις περασμένες δεκαετίες είχαν ως μεγάλο τους πλεονέκτημα την πολυσυλλεκτικότητά τους. Συγκέντρωναν έτσι συνολικά και οι δύο μαζί ποσοστά που έφταναν ή ξεπερνούσαν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού. Οι εποχές αυτές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, λένε κάποιοι. Οι πιο συστημικοί, ωστόσο, επιμένουν ότι η τάση αυτή είναι αναστρέψιμη, αγνοώντας ότι η αποδυνάμωση των δύο άλλοτε μεγάλων δεν είναι παρά ένας αντικατοπτρισμός των εξελίξεων, που συμβαίνουν στην κοινωνία.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, το βάρος πέφτει πρωτίστως στην ανανέωση των δύο ομάδων με καινούρια πρόσωπα, χωρίς να θίγεται η προγραμματική τους ένδοια. Είναι εντυπωσιακό πώς οι δημοσκοπήσεις έχουν ξαφνικά βγάλει στον αφρό τη νέα πρόεδρο της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπάουερ με ποσοστά δημοφιλίας σαφώς υψηλότερα της Ανγκέλα Μέρκελ. Και αυτό χωρίς ουσιαστικά να έχει κάνει την παραμικρή πολιτική κίνηση η διάδοχος στο κόμμα της γερμανίδας καγκελαρίου. Το 58% των Γερμανών έχει αποκτήσει ξαφνικά θετική γνώμη για τη «μίνι Μέρκελ». Τα στοιχεία αυτά φυσικά δημοσιεύονται εκ του ασφαλούς, αφού δεν μπορούν ούτε να ελεγχθούν ούτε να επιβεβαιωθούν εκλογικά, πολύ περισσότερο όταν θεωρητικά οι επόμενες εκλογές απέχουν ακόμα χρόνια. Δημιουργούν απλά ένα κλίμα, που έχει ανάγκη ο «μικρό-μεγάλος» συνασπισμός για να μη διαλυθεί πριν την ώρα του.

Νέα πρόσωπα, παλιές ιδέες

Πάντως όσο δημοφιλής και αν εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις η Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπάουερ, η κατάσταση στο εσωτερικό του κόμματος μόνο ειδυλλιακή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Ο ηττημένος των εσωκομματικών εκλογών Φρίντριχ Μερτς περιφέρει την ύπαρξη του στα ΜΜΕ, δείχνοντας ότι θέλει να έχει λόγο στις διεργασίες που θα συντελεστούν στο μέλλον. Άλλα στελέχη διεκδικούν θέσεις και αξιώματα ενόψει ευρωεκλογών. Για παράδειγμα ο Πέτερ Αλτμάιερ, υπουργός Οικονομίας και πιστός πάντα στην Ανγκέλα Μέρκελ, συνεχίζει να ελπίζει ότι θα πάρει τελικά μια καρέκλα επιτρόπου στην επόμενη Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό θα σήμαινε βεβαίως ότι ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ο σκληροπυρηνικός Βαυαρός τον οποίο εμφανίζουν τα συντηρητικά κόμματα ανά την Ευρώπη ως τον μελλοντικό πρόεδρο της Κομισιόν, θα έμενε εκτός παιχνιδιού. Είναι κάτι που πολλοί θεωρούν πιθανό, αφού η κυρία Μέρκελ δεν του έχει εγγυηθεί υποστήριξη μέχρι τέλους, αφού έτσι κι αλλιώς δεν τον μετράει ως έμπιστό της για αυτή τη θέση, ενώ και πολλοί ευρωπαίοι κεντροδεξιοί τον θεωρούν ακατάλληλο λόγω των ακραίων θέσεων, που έχει διατυπώσει στο παρελθόν. Αν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο, ο Βέμπερ θα μείνει με τις αναμνήσεις από την προεκλογική του εμφάνιση στο συνέδριο της ελληνικής Δεξιάς, ως μια κορυφαία στιγμή της παλαιοκομματικού τύπου εκστρατείας του…

Δημήτρης Σμυρναίος

Πηγή: Η Εποχή