Macro

Ο Μητσοτάκης έκρυψε την οικονομική πολιτική του πίσω από τον κορωνοϊό

Η συζήτηση στη Βουλή, την προηγούμενη Πέμπτη για την οικονομία, τελικά, ήταν εισαγωγή στη συνειδητοποίηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια, ξανά, εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, η οποία έχει ήδη αρχίσει. Δεν χρειάστηκε να υπερβάλει κανένας, ούτε να κινδυνολογήσει. Προέκυπτε, εμμέσως πλην σαφώς, από τις παρεμβάσεις του πρωθυπουργού που για δεύτερη φορά, μετά το τελευταίο διάγγελμα, υπήρξε συγκρατημένος σε προβλέψεις και τόνους, αμήχανος και ασαφής όταν κλήθηκε να περιγράψει τα επόμενα βήματα που σχεδιάζει η κυβέρνηση για την οικονομία. Μια δημοσκόπηση, το ίδιο βράδυ, στο MEGA της Metron Analysis αποκάλυπτε, συγχρόνως, ότι στην αξιολόγηση των πολιτών η οικονομία αποκτά ξανά δεσπόζουσα θέση, ενώ η θετική γνώμη για την κυβέρνηση άρχισε να κάμπτεται.
Αυτό αναμένεται να είναι το πεδίο όπου θα δοκιμαστεί η κυβέρνηση την επόμενη μακρά περίοδο. Σ΄ αυτό θα γίνεται η πολιτική και η κοινωνική αντιπαράθεση καθώς η κοινωνική κρίση, μετά τα δέκα χρόνια μνημονιακών πολιτικών, θα είναι οξύτατη. Η υγειονομική πτυχή της κρίσης δεν θα χαθεί, κάθε άλλο. Αλλά οι δυσκολίες της μετάβασης στη δεύτερη φάση, που θα εμποδίζουν, με τις αβεβαιότητες και τα ενδεχόμενα πισωγυρίσματα – γι’ αυτό ανέκυψαν και διαφωνίες, ιδίως για το άνοιγμα των σχολείων ή το κόστος και τη χρήση της μάσκας – θα συνιστούν ευνοϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα δοκιμάζεται η οικονομική πολιτική.
Η κριτική της αντιπολίτευσης – όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ – στο διάγγελμα της Τρίτης του κ. Μητσοτάκη ήταν, ακριβώς, ότι δεν είπε τίποτε για την οικονομία. Ο κ. Πέτσας, απάντησε ότι αυτά θα ειπωθούν στη συζήτηση της Πέμπτης. Δεν ειπώθηκαν και αυτό μεγεθύνει τη σημασία της «παράλειψης». Την «αδυναμία και αμηχανία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να παρουσιάσει ένα συνεκτικό, ολοκληρωμένο και κοστολογημένο σχέδιο για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας» στηλίτευσε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Χαρίτσης.
Ο Πρωθυπουργός μίλησε επί μακρόν για τον κορωνοϊό και την επιτυχή αντιμετώπισή του, για τη μετάβαση στη δεύτερη φάση αλλά για το τι θα πράξει στην οικονομία δεν είπε, σχεδόν, τίποτε. Προειδοποίησε όμως ότι η ύφεση, θα είναι μεγάλη και απέφυγε, έκδηλα ανήσυχος, να πει ότι η ανάκαμψη θα είναι ταχεία όπως σε προηγούμενες τοποθετήσεις του. Και επαναλάμβανε ότι ύφεση θα έχουν όλες οι χώρες προφανώς να προετοιμάσει σχεδιαζόμενες πολιτικές λιτότητας.

Δυσκολότερο το 2021

Επιφυλακτικά, επίσης, αναφέρθηκε και στις προσδοκίες του από τις Βρυξέλλες, παράγοντα που θα παίξει καθοριστικό ρόλο για δυο λόγους. Πρώτον, για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που θα δώσει στις χώρες για την επανεκκίνηση. Δεύτερον, για τις απαιτήσεις των θεσμών από την Ελλάδα, αν δηλαδή θα επαναφέρουν μεταμνημονιακές απαιτήσεις ή θα ορίσουν νέους όρους, εφόσον παρθούν νέα δάνει από τον ESM. Το κλίμα δεν είναι καθόλου καλό, αν κρίνουμε από το «στρίμωγμα» της κυβέρνησης για την πρώτη κατοικία ή όσα γράφονται για το 2021, θα επανέλθουν όροι όπως το 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα.
Τα των Βρυξελλών είναι η πρώτη πηγή που δυσκολεύει τον πρωθυπουργό να ανακοινώσει οικονομικό σχέδιο. Η δεύτερη είναι ότι η ύφεση δεν έχει ακόμη δείξει τις διαστάσεις της. Αν κρίνουμε από τις δυσκολίες της μετάβασης, το μακρόσυρτό της που όμως δεν αφήνει την οικονομική δραστηριότητα να λειτουργήσει, που συμπίπτει με την έναρξη της τουριστικής περιόδου, τότε ίσως δούμε και διψήφιο νούμερο ύφεσης. Η τρίτη δυσκολία είναι όχι μόνο πώς μια κυβέρνηση κλείνει το οικονομικό 2020 –ακόμη δεν ξέρουμε τα δεδομένα του συμπληρωματικού προϋπολογισμού!– αλλά κυρίως πώς καταρτίζει προϋπολογισμό για το 2021. Τα ερωτήματα της Πέμπτης από την αντιπολίτευση δεν απαντήθηκαν. Θα κοπούν μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, οι συντάξεις; Θα μειωθεί ο κατώτατος μισθός; Θα «διευκολυνθούν» οι επιχειρήσεις, να επαναλειτουργήσουν; Θα υπάρξει ένα εισόδημα για όλους τους –νέους και παλιούς– ανέργους; Θα υπάρξει νέος δανεισμός; Όταν ακόμη ήταν ευνοϊκό –νόμιζε ότι είναι– το κλίμα, στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» είχε πει με «θάρρος», όταν ρωτήθηκε: [μαζί με το «ναι» θα πούμε και πολλά «όχι»]. Δεν το επανέλαβε… Είναι η τρίτη δυσκολία που δεν προχώρησε συγκεκριμένα. Διότι δεν θέλει να αποκαλύψει, από τώρα, την πολιτική του. Θέλει να προκύπτει σταδιακά και να θεωρείται «εύλογη», καθώς η επιδείνωση της οικονομίας θα προχωρεί.
Άφησε το έργο στους υπουργούς του, λίγες ώρες μετά. Οι ανακοινώσεις των κ. Βρούτση, Γεωργιάδη, Σταικούρα επιβεβαιώνουν τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις: «Τα αντεργατικά μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από την κυβέρνηση με πρόσχημα την πανδημία ήρθαν για να μείνουν», όπως σχολίασε η Έφη Αχτσιόγλου από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως «την περίοδο 2012-2014, η ΝΔ αντιμετωπίζει την κρίση ως ευκαιρία για μια ολοκληρωτική σάρωση της αγοράς εργασίας», πρόσθεσε.

Το ενδεχόμενο εκλογών

Ο Κ. Μητσοτάκης θέλει να κρατά, όσο περισσότερα μπορεί, χαρτιά κλειστά για το ενδεχόμενο εκλογών. Όσο περνούν οι μέρες και όσοι το εισηγούνταν στον πρωθυπουργό μάλλον θα πρέπει να το ξαναμετρούν. Ο μακρύς ρυθμός – σωστά προφανώς – μετάβασης, από την καραντίνα, δυσκολεύει την επαναλειτουργία της οικονομίας, δεν επιτρέπει προσφυγή σε εκλογές. Που σημαίνει ότι ο Ιούλιος, σαν πιθανός χρόνος, απομακρύνεται. Αλλά τον Σεπτέμβριο θα είναι πιο ορατή η δυσμενής εικόνα της οικονομίας και η εκτεταμένη κοινωνική κρίση. Η κατάρτιση προυπολογισμού για το 2021 θα είναι πραγματικός γολγοθάς. Πάντως, δεν θέλει να το κλείσει το θέμα αυτό και ετοιμάζει από τώρα την επιχειρηματολογία του. Κατηγορεί, πχ, τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ανακάλυψε «λεφτόδεντρα» για να βρει τα 24 δισ. αλλά και η κυβέρνηση, δια του Υπουργού Οικονομικών, μιλά για μέτρα επίσης 24 δισ.! Ανεξάρτητα αν οι αριθμοί είναι πραγματικοί, διότι δεν είναι.
Το ενδεχόμενο εκλογών φαίνεται να «πίεζε» και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Σωστά, στις συσκέψεις ή και τις συνεδριάσεις οργάνων τονίζεται ότι δεν πρέπει να φοβάται ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό το, άκαιρο, ενδεχόμενο αλλά να προετοιμάζεται κιόλας. Στην πορεία, ωστόσο, σημειώθηκε μετατόπιση που ίσως, προβλέποντας ότι εκλογές μπορεί να προκύψουν λόγω ραγδαίας επιδείνωσης, απέβλεπε στην απομάκρυνσή τους ή στην επαρκή προϋπάντησή τους. Η απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία δίνει το βάρος της στην πολιτική προετοιμασία. Αφού αναλύει την τρέχουσα κατάσταση και τον κίνδυνο να ακολουθήσει γενικευμένη κοινωνική κρίση τονίζει ότι «είναι αναγκαίο όσο ποτέ να δουλέψουμε για τη δημιουργία μιας ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας με στόχο τη δημιουργία μιας νέας πλειοψηφίας πάνω σε ένα προοδευτικό σχέδιο κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης». Αυτή η πολιτική, όπως φαίνεται, δεν απευθύνεται σε κουφούς. Η τοποθέτηση της Προέδρου του ΚΙΝΑΛ, κ. Φ. Γεννηματά την Πέμπτη το επιβεβαιώνει.
Το επόμενο, άμεσο, διάστημα θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να συγκροτήσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα για να καλύψει το κενό, που, φάνηκε καθαρά, αφήνει ο κ. Μητσοτάκης στη συζήτηση στη Βουλή. Αυτό δεν το χρειάζεται μόνο η Αριστερά, το χρειάζεται η κοινωνία για να έχει ξανά ελπίδα. Όσο περνά ο καιρός, θα αξιολογείται θετικά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης. Θα κατανοούν οι πολίτες ότι σημαντικά στηρίγματα της κοινωνίας στην τωρινή οικονομική – υγειονομική κρίση είναι δικό του έργο: η αξιοπιστία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, το ΕΣΥ που έσωσε από κατάρρευση και ανόρθωσε, η ρύθμιση του χρέους, η ύπαρξη διαθεσίμων, η ανασυγκρότηση κρίσιμων υπηρεσιών όπως καθαριότητας κ.ά.
Η μικροπολιτική αναφορά του Κ. Μητσοτάκη ότι η κοινωνία αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν ήταν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τον εκθέτει και αποκαλύπτει τις πελατειακές επιλογές της κυβέρνησής του, εν μέσω κρίσης! Ο Αλέξης Τσίπρας βρήκε την ευκαιρία και ανέφερε ουκ ολίγες. Εξάλλου και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, πλέον, δεν σιωπούν. [«Το κράτος θα πρέπει να πάρει το τιμόνι. Πρόκειται όμως για ένα κράτος που δεν έχει πείσει ότι μπορεί να κόψει τον λώρο με την κρατικοδίαιτη και τη λαθρόβια επιχειρηματικότητα» γράφτηκε στην «Καθημερινή»].

Προσπάθειες χειραγώγησης

Ασφαλώς, υπάρχουν και ενστάσεις για το κατά πόσο δεν έπρεπε να είναι πιο διακριτή η αντιπολίτευση που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Ο διάλογος είναι η μόνη μέθοδος για να βρεθεί το σωστό. Η κριτική και ο διάλογος, όμως, που διαφέρουν καθαρά από τις προσπάθειες χειραγώγησης της γραμμής, της πολιτικής του κόμματος από διάφορους δημοσιογράφους που, από το παρελθόν τους οι περισσότεροι, έμαθαν να επηρεάζουν παραγοντικά καταστάσεις. Οι ενθαρρύνσεις, στο πρόσφατο παρελθόν, αυτών των πρακτικών ήταν ένα λάθος.

Παύλος Δ. Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή