Macro

Ο μεγάλος μύθος της ισότητας

Γίνεται συχνά λόγος για τις κατακτήσεις του φεμινιστικού κινήματος. Καμία κοινωνική πρόοδος, ωστόσο, ακόμη κι όταν εγγράφεται στον νόμο, δεν είναι μη αναστρέψιμη. Η σύγχρονη ιστορία το αποδεικνύει. Ιδιαίτερα εύθραυστες, οι φεμινιστικές κατακτήσεις αντιμετωπίζουν διαφόρων ειδών εμπόδια: τις «ανδρικές» επιθέσεις, την ιδεολογική «αντίδραση» και την εχθρική πολιτική βούληση, τον βομβαρδισμό με τον μύθο ότι «η ισότητα έχει ήδη κατακτηθεί».

Η πατριαρχική αντεπίθεση παρατηρείται σε όλες τις χώρες. Παντού, στην πλειονότητά τους, στέλνονται γυναίκες στην πρώτη γραμμή για να πουν ότι ο φεμινισμός δεν θα περάσει ή δεν πέρασε, ότι δεν υπήρξε ή δεν είναι πια χρήσιμος, ότι πάντοτε ήταν επιβλαβής ή έγινε επιβλαβής. Μεταξύ αυτών πρώην φεμινίστριες ή συμπαθούσες, των οποίων ο λόγος αντιμετωπίζεται μ’ αυτή τη λίγο χυδαία λαιμαργία με την οποία καταναλώνονταν άλλοτε οι «εξομολογήσεις» πρώην σταλινικών.

Συχνά δανεισμένα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα θέματα είναι παντού τα ίδια: οι φεμινίστριες υπερβάλλουν γιατί η καταπίεση των γυναικών έχει τελειώσει, η σεξουαλική παρενόχληση δεν υπάρχει, ούτε ο βιασμός μεταξύ συζύγων. Η διαπίστωση συνοδεύεται από μια «σοβινιστική» σάλτσα. Επίσης στον τομέα των ηθών υπάρχει μια «γαλλική εξαίρεση»: οι σχέσεις μεταξύ των φύλων είναι ειδυλλιακές. Ο ξένος χοντροκομμένος σεξισμός έχει δώσει τη θέση του στην εκλεπτυσμένη γαλατική «γοητεία».

Αναρωτιέται κανείς πώς έξυπνοι, κατά τα άλλα, άνθρωποι φτάνουν να πιστεύουν ότι, παρά τις έρευνες, τους αριθμούς και τις ειδήσεις που δείχνουν την εκπληκτική ομοιότητα μεταξύ των διαφόρων χωρών, η καταπίεση των γυναικών σταματάει πολύ απλά στην Ανμάς και το Πορ-Μπου, όπως πίστευαν κάποτε ότι συνέβαινε και με το ραδιενεργό νέφος του Τσέρνομπιλ.

Όταν οι διεθνείς συνθήκες ή οι ευρωπαϊκές οδηγίες παραμένουν νεκρό γράμμα, όταν οι εθνικοί νόμοι που απαγορεύουν τις σεξουαλικές διακρίσεις εφαρμόζονται όπως οι νόμοι που απαγορεύουν τις ρατσιστικές διακρίσεις, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε για μια ανομολόγητη, ωστόσο πραγματική, συμπαιγνία όλων των φορέων: εργοδότες, συνδικάτα, Δικαιοσύνη, κράτος, μέσα ενημέρωσης.

Στη Γαλλία ο νόμος του 1983 για την ισότητα στην εργασία δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Εξάλλου είχε συνταχθεί, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, για να μην εφαρμοστεί, αφού δεν προβλέπει καμία κύρωση. Ο νόμος «Ζενισόν», του 2001, προέβλεπε ορισμένες κυρώσεις και, την παραμονή των περιφερειακών εκλογών, ο αρχηγός του κράτους ανακοίνωσε την πρόθεσή του να τον εφαρμόσει. Ήταν μια υπόσχεση με τη μορφή ευχής, αφού χρειάστηκε προεδρική παρέμβαση για να θεωρηθεί ότι ένας νόμος είναι κάτι διαφορετικό και όχι κουρελόχαρτο.

Ο νόμος για την άμβλωση παραβιάζεται καθημερινά από τα νοσοκομεία, τους υπηρεσιακούς υπευθύνους, τις κοινωνικές υπηρεσίες και το κράτος, εφόσον δεν ιδρύουν τα κέντρα εθελούσιας διακοπής της κύησης, τα οποία προβλέπονται από τα ισχύοντα διατάγματα. Ο διαρκής αγώνας αποδεικνύεται απαραίτητος για να αποτρέψει την πλήρη εξαφάνιση αυτών των κέντρων, που συνθλίβονται ανάμεσα στις «δυσλειτουργίες» και το υπονομευτικό έργο των ομάδων πίεσης κατά της επιλογής της άμβλωσης. Κάτι που είναι πολύ σημαντικό, αφού οι «ανδρικές» ομάδες πίεσης είναι πολύ καλά οργανωμένες, τόσο στη Γαλλία όσο και σε διεθνές επίπεδο, και πολύ πλούσιες.

Μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, αυτές οι ομάδες πίεσης καταθέτουν στα γραφεία υπουργών και βουλευτών προτάσεις που αμφισβητούν τους νόμους για την άμβλωση, τη σεξουαλική παρενόχληση, το διαζύγιο. Οι δημόσιες ενέργειές τους, αν και θεαματικές, όπως και οι ενέργειες των ομάδων κρούσης κατά της άμβλωσης, είναι, ωστόσο, μεμονωμένες. Τις περισσότερες φορές οι ομάδες πίεσης δρουν με υπόγειο τρόπο εκπαιδεύοντας «ειδικούς» που καταθέτουν στα δικαστήρια, γράφοντας βιβλία «ψυχολογίας» από τα οποία αντλούν τα επιχειρήματά τους οι δικηγόροι των βίαιων ανδρών και των αιμομεικτών πατέρων, καθώς και οι γυναίκες – συγγραφείς «αντιδραστικών» έργων. Εκτός από το δικαίωμα στην άμβλωση, στο στόχαστρό τους είναι οι νόμοι για την ποινικοποίηση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών και των παιδιών.

Έτσι η πίεση για την υιοθέτηση και την εφαρμογή των νόμων καταναλώνει μεγάλο μέρος της ενέργειας του φεμινιστικού κινήματος.

Όμως αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ο μοναδικός στόχος του. Στην πραγματικότητα, η εξόφθαλμη ανισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών στην αγορά εργασίας βασίζεται στην εκμετάλλευση της οικιακής εργασίας των γυναικών, την οποία ασκεί το 90% από αυτές. Εκμετάλλευση η οποία αποτελεί τμήμα της ραχοκοκαλιάς του κοινωνικού συστήματος, όπως ο διαχωρισμός σε κοινωνικές τάξεις. Όμως η κοινωνική δομή δεν μπορεί να διορθωθεί με τον νόμο -αντίθετα είναι το θεμέλιό του, ακόμη κι αν υποκρύπτεται.

Πώς να αμφισβητηθεί, άραγε, η πλευρά της οικονομικής εκμετάλλευσης των γυναικών, που μοιάζει να μην αφορά παρά τις διαπροσωπικές διαπραγματεύσεις στα ζευγάρια, ενώ πρόκειται για τη βάση της πατριαρχικής οργάνωσης των κοινωνιών μας; Η ανακάλυψη αυτής της επιθετικής οπτικής είναι μια πρόκληση στην οποία το φεμινιστικό κίνημα δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί, αν και ορισμένα σημάδια έχουν ήδη διαφανεί.

Επιπλέον δύο ή τρεις γενιές νέων γυναικών, οι οποίες θα έπρεπε να αντικαταστήσουν τις φεμινίστριες της δεκαετίας του 1970, ετέθησαν στο περιθώριο του κινήματος, του οποίου ο λόγος και ο αγώνας απευθυνόταν, πια, σε λίγους-ες. Τα μέσα ενημέρωσης έχουν επιλέξει τον αντιφεμινισμό με εκστρατείες που περιλαμβάνουν την αρνητική παρουσίαση των φεμινιστριών, οι οποίες είναι «άσχημες και στερημένες», «κατά των ανδρών», «όλες λεσβίες»… Όμως το πιο αποτελεσματικό όπλο είναι ο βομβαρδισμός με την ιδέα ότι «όλα κατακτήθηκαν, δεν υπάρχει τίποτα πια που πρέπει να γίνει»… εκτός από το να σηκώσουμε τα μανίκια και να αποδείξουμε ότι αξίζουμε αυτή την ισότητα. Κι αν οι γυναίκες δεν το καταφέρνουν αυτό, το λάθος είναι δικό τους -και όχι της κοινωνίας. Ενοχοποιούν τον ίδιο τον εαυτό τους.

Η διαβεβαίωση ότι «η ισότητα έχει ήδη κατακτηθεί» δεν αποτελεί μόνο ψέμα, αλλά και δηλητήριο που μπαίνει στην ψυχή των γυναικών και καταστρέφει την αυτοεκτίμησή τους, τη συχνά αβέβαιη πίστη τους ότι είναι άτομα ολοκληρωμένα -και όχι ελλιπή. Ένα από τα διακυβεύματα του σημερινού φεμινισμού είναι, λοιπόν, να αποκαλύψει αυτή την κατάσταση, να δείξει ότι σε καμία χώρα και σε καμία κοινωνική σχέση οι κυρίαρχοι δεν παραιτούνται οικειοθελώς από τα προνόμιά τους. Πρέπει να παροτρύνει τις γυναίκες να αγωνιστούν και γι’ αυτό -κάτι που είναι ίσως πιο δύσκολο- να τις πείσει ότι αξίζουν πολλά.

Παντού υψώνονται ιδεολογικά εμπόδια σε κάθε δράση για την ουσιαστική ισότητα… στο όνομα της ίδιας της ισότητας. Κάθε αναφορά σε κατηγορίες ή ομάδες θεωρείται αντίθετη με το πνεύμα της δημοκρατίας και άρα αντίθετη με το πνεύμα της ισότητας.

(…)

Ένα κίνημα όχι μόνο βαδίζει σ’ έναν δρόμο, αλλά τον χαράζει κιόλας, καθώς η καταγραφή της καταπίεσης και το σχέδιο της απελευθέρωσης δεν τελειώνουν ποτέ. Ένας από τους ζωτικούς στόχους του φεμινιστικού κινήματος, που είναι πιο εσωτερικός, είναι να ανακαλύψει ξανά τη ζωντάνια που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα των αρχών του για τη μη ανάμειξη. Αυτές οι αρχές μετατρέπουν το φεμινιστικό κίνημα σε πρότυπο αυτοχειραφέτησης, όπου οι καταπιεσμένοι-ες όχι μόνο αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους, αλλά την ορίζουν κιόλας.

(…)

Επιμέλεια: Θανάσης Κούτσης

Η Christine Delphy είναι κοινωνιολόγος, φεμινίστρια και συγγραφέας. Ίδρυσε μαζί με τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ την επιθεώρηση «Nouvelles questions feminists». Το τελευταίο της βιβλίο είναι το «Un universalisme si particulier, Féminisme et exception française», Syllepse, Παρίσι, 2010.

Πηγή: Η Αυγή από Le Monde Diplomatique