Ενας από τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στον «εμφύλιο πόλεμο» για το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού είναι χωρίς αμφιβολία ο Νικόλαος Μέρτζος, πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Με την ιδιότητα αυτή ο κ. Μέρτζος ανέλαβε ειδική εκστρατεία κατά του βιβλίου, καλώντας όλους τους πολίτες να προσφύγουν μαζικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να ακυρώσουν τη διδασκαλία του.
Η πρώτη σχετική ανακοίνωση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) φέρει ημερομηνία 26.2.07, προηγείται δηλαδή κατά ένα μήνα της ανάλογης γνωμοδότησης που συνέταξε η Ακαδημία Αθηνών. Είχε βέβαια προηγηθεί κατά μία βδομάδα (18.2.07) το σχετικό κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου από τη Μητρόπολη.
Αλλά ο κ. Μέρτζος δεν αρκέστηκε στην ανακοίνωση. Διοργάνωσε και σχετική επιστημονική ημερίδα της Εταιρείας του, για να «συμβάλει στο δημόσιο διάλογο». Αλλά τι «διάλογος» να γίνει, όταν ήδη από τον τίτλο της η ημερίδα μιλά για «Διεθνική Ιστορία και Εθνική Ιστορία: Αποδόμηση της Ιστορίας και του Εθνους»;
Ποιος είναι ο κ. Μέρτζος
Αυτό που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το πάθος με το οποίο υπερασπίζεται τις απόψεις του ο κ. Μέρτζος, δεδομένου ότι υποτίθεται πως ο φανατισμός δεν περιλαμβάνεται στις αρετές κάποιου που εκπροσωπεί έναν επιστημονικό οργανισμό.
Βέβαια η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών με έδρα τη Θεσσαλονίκη είναι από τους ημικρατικούς οργανισμούς που ασχολούνται με την τεκμηρίωση των επίσημων ελληνικών θέσεων και απ’ αυτή την άποψη ακροβατεί πάντοτε μεταξύ της ιστορικής επιστήμης και της πολιτικής προπαγάνδας, αλλά φαίνεται ότι αυτή τη φορά ο πρόεδρός της ξεπερνάει τα όρια και φτάνει στο σημείο να παίρνει μέρος στην κομματική διαμάχη στο εσωτερικό της χώρας.
Είναι χαρακτηριστική η σχετική ανακοίνωση του ΔΣ της Εταιρείας που έχει αναρτηθεί στον ιστότοπό της, όπου κατηγορείται ο Κώστας Σημίτης ότι υπηρετούσε ως πρωθυπουργός τις «επικείμενες προαποφασισμένες εξελίξεις στα Βαλκάνια που εναρμονίζονται με τη διεθνή επιχείρηση αποεθνικοποίησης», με στόχο «τα βαλκανικά προτεκτοράτα της Νέας Τάξης να ενταχθούν σε υπερθενικές πολυπολιτισμικές περιφέρειες (Ενιαία Μακεδονία, Ενιαία Θράκη κ.α.)». Η ανακοίνωση κλείνει με την ακόλουθη ηρωική αποστροφή: «Οι Ελληνες, ωστόσο, δεν είναι ηλίθιοι, ούτε προτίθενται να αυτό-ευνουχιστούν ευελπιστώντας να παχαίνουν στα βουστάσια της Νέας Τάξης. Αντιστέκονται ομόψυχοι. Και αποκλείεται να προσκυνήσουν».
Στον πρόλογό του για την έκδοση των πρακτικών της ημερίδας, ο κ. Μέρτζος ακολουθεί τη φρασεολογία των εθνικοφρόνων τηλεπλασιέ: «Στην πραγματικότητα, εντός και εναντίον της Εθνικής Παιδείας, έχει στηθεί και ήδη λειτουργεί ένα Κρυφό Σχολειό, νεοταξικό και διεθνιστικό, όπου, σε πανελλαδική κλίμακα, συντελείται ένα παιδομάζωμα. Τα άγουρα Ελληνόπουλα εκπαιδεύονται να αλλαξοπιστήσουν κυριολεκτικά αποτάσσοντας, ως Σατανά, την πίστη των γονέων τους και προσηλυτιζόμενα στην πίστη της Νέας Τάξης».
Ο 71χρόνος Νικόλαος Μέρτζος δεν είναι ο ίδιος ιστορικός. Είναι δικηγόρος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Υπήρξε εκδότης της εφημερίδας «Ελληνικός Βορράς» και του περιοδικού «Μακεδονική Ζωή». Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν από τη θητεία του ως προέδρου της Κοινότητας Νυμφαίου, τη συμβολή του στην αναπαλαίωση του χωριού και την ανάδειξή του ως ενός από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς στη Δυτική Μακεδονία. Πολύ λιγότερο γνωστή είναι η πολιτική του δράση. Ισως όμως αυτή να δίνει την απάντηση στην απορία που εκφράσαμε πιο πάνω. Πριν τη δικτατορία υπήρξε δραστήριο μέλος της περιβόητης ΕΚΟΦ. Κατά τη διάρκεια της χούντας διορίστηκε από τον Παπαδόπουλο μέλος της πρώτης, 56μελούς «Συμβουλευτικής Επιτροπής» (11.1970). Τον επόμενο χρόνο εξελέγη απ’ το χουντικό μηχανισμό μέλος (12.12.71), εν συνεχεία γραμματέας (10.8.71) και τέλος Β’ αντιπρόεδρος (20.1.72) της δεύτερης, 75μελούς «Συμβουλευτικής».
Βέβαια η πολιτική δραστηριότητα του κ. Μέρτζου δεν σταμάτησε με την πτώση της χούντας, αλλά όπως όλοι οι εκδηλωμένοι χουντικοί δεν ήταν δυνατόν να πολιτευτεί ανοιχτά. Υπήρξε πάντως κατά καιρούς σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Κώστα Μητσοτάκη. Με την τελευταία ιδιότητα συμμετείχε στη διοργάνωση του συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία στη Θεσσαλονίκη (14.2.92) και συνέταξε τη σχετική διακήρυξη.
Επιτροπή «εγκαθέτων»
Αλλά τι ήταν αυτή η «Συμβουλευτική Επιτροπή»; Πρόκειται για ένα σώμα διορισμένο από τη χούντα, με αρμοδιότητα να «εκφέρει γνώμην επί της αρχής και του εν γένει περιεχομένου των εις αυτήν παραπεμπομένων υπό του Πρωθυπουργού σχεδίων Νομοθετικών Διαταγμάτων». Στην πραγματικότητα ήταν ένα σώμα υποτακτικών της δικτατορίας, με μοναδική σκοπιμότητα να εμφανιστεί μια βιτρίνα «εκδημοκρατισμού» του χουντικού καθεστώτος. Η θέση του μέλους της «Συμβουλευτικής» ήταν έμμισθη, με «μηνιαία αποζημίωση» όχι μεγαλύτερη από τις απολαβές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου, συν τα οδοιπορικά και -στην περίπτωση του προέδρου- έξοδα παραστάσεως (Ν.Δ. 959/1971).
Τη δημιουργία της «Επιτροπής» εξήγγειλε στις 10.4.70 ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος σε συνέντευξη Τύπου, ως μέτρο φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος. Οπως εξήγησε στους ξένους και Ελληνες δημοσιογράφους, ο Παπαδόπουλος χρησιμοποίησε τον όρο «Συμβουλευτική Επιτροπή», γιατί θεωρούσε τη λέξη Βουλή «ολίγον κακόηχον». Εξηγώντας τον τρόπο που θα συγκροτήσει την Επιτροπή, ο δικτάτορας επαναλάμβανε στις 26.11.70 ότι η ονομασία «Μικρά Βουλή» είναι «άστοχος» για τη Συμβουλευτική: «Δεν πρόκειται περί Βουλής –μικράς ή μεγάλης. Είναι απλώς ένα σώμα το οποίον αποστολήν έχει να υποβοηθή συμβουλευτικώς την Εθνικήν Κυβέρνησιν». Εξηγώντας στα μέλη της Συμβουλευτικής το λόγο που τους μάζεψε, ο Παπαδόπουλος τους ανέλυσε τους σκοπούς της «Επαναστάσεως» καταχειροκροτούμενος (22.1.71).
Σήμερα κανείς πιά δεν θυμάται τη Συμβουλευτική. Η ιστορία την κατέγραψε ως μια αποτυχημένη προσπάθεια της χούντας να χρησιμοποιήσει μια ομάδα ανδρεικέλων για να κοροϊδέψει τον ελληνικό λαό και τη διεθνή κοινή γνώμη. Σύσσωμος ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος αντέδρασε από την πρώτη στιγμή στη νόθα αυτή «φιλελευθεροποίηση». Πρώτα πρώτα η Αριστερά και οι αντιστασιακές οργανώσεις που απέρριψαν κάθε ιδέα συμμετοχής σε αυτό το φιάσκο («Η αποδοχή της ηγετικής και ρυθμιστικής θέσης της στρατοκρατίας ισοδυναμεί με πολιτικό θάνατο για οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ή πολιτικό παράγοντα», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Ιούνης 1971). Ο ιστορικός του ΚΚΕ Σταύρος Ζορμπαλάς περιγράφει την Συμβουλευτική στο κεφάλαιο «Αδίστακτος δήμιος της δημοκρατίας» του βιβλίου του για τη δικτατορία: «Διέλυσαν (σ.σ. οι δικτάτορες) την παλιά βουλή που ασκούσε κάποιο αμυδρό έλεγχο στην εκτελεστική εξουσία και στη θέση της έβαλαν τη μίνι-βουλή, που στο πρότυπο της βουλής του Φράνκο και της φασιστικής συντεχνιακής βουλής της Πορτογαλίας αποτελούνταν από διορισμένους και άβουλους εκπροσώπους του καθεστώτος με αποκλειστικά συμβουλευτική για τους δικτάτορες γνώμη» («Ο νεοφασισμός στην Ελλάδα», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σ. 200).
Αλλά οι πιο έντονες καταγγελίες για τη Συμβουλευτική Επιτροπή προέρχονται από τον συντηρητικό πολιτικό κόσμο, τον οποίο υποτίθεται ότι θα προσέλκυε ο ελιγμός των συνταγματαρχών. Στις γνωστές του δηλώσεις από το Παρίσι κατά της δικτατορίας που δημοσιεύτηκαν στη “Βραδυνή” και τη “Θεσσαλονίκη” (23.4.73), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναφέρει μεταξύ των στοιχείων «παραπλανήσεως της διεθνούς κοινής γνώμης και εμπαιγμού του ελληνικού λαού», το γεγονός ότι «συνέστησε την Συμβουλευτικήν Επιτροπήν, η οποία δεν προβλέπεται καν από το Σύνταγμα για να δημιουργήση την εντύπωσιν ότι περιορίζει την αυταρχικότητα του καθεστώτος και να αποκτήση ένα κομματικό όργανο. Και ενώ απαγορεύει την πολιτική δραστηριότητα εις όλους τους Ελληνας, αναπτύσσει η ίδια έντονον προσπάθειαν καταδημαγωγήσεως του λαού και διασυρμού του πολιτικού κόσμου».
Η αντίδραση του δημοκρατικού πολιτικού κόσμου στη Συμβουλευτική Επιτροπή καταγράφεται από την πρώτη μέρα της λειτουργίας της. Με δηλώσεις του ο Δημήτρης Παπασπύρου, τελευταίος πρόεδρος της νόμιμης βουλής (1965-1967), αναφερόμενος στα μέλη της Συμβουλευτικής, μίλησε τον Ιανουάριο του 1972 για «υποτελείς», «εγκαθέτους» και «μη ελεύθερους Ελληνες». Κάποιο μέλος της Συμβουλευτικής κατέθεσε μήνυση εναντίον του για εξύβριση και ασκήθηκε δίωξη. Σε υπεράσπιση του Παπασπύρου έκανε εκτενή δήλωση ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι «μόνο υποτελείς και εγκάθετοι, δηλαδή τεταγμένοι να επιδοκιμάζουν τον αφέντην των, άρα εστερημένοι της ιδιότητος του ελευθέρου και υπερηφάνου Ελληνος πολίτου ήτο δυνατόν να χειροκροτήσουν ή να ανεχθούν τας στρεφομένας εναντίον ολόκληρου του πολιτικού κόσμου της χώρας και εμμέσως εναντίον ολόκληρου του ελληνικού λαού ύβρεις και συκοφαντίας» (σ.σ. του Παπαδόπουλου).
Στο ημερολόγιό του ο Γεώργιος Ράλλης έχει καταγράψει την πρώτη του εντύπωση από τη Συμβουλευτική: «Πρόκειται για όργανο της κυβερνήσεως και φαντάζομαι ότι δόθηκε τόση έμφαση στη δημιουργία της Επιτροπής, από τη μια μεριά για να προκληθεί η εντύπωση πως έχουμε κάποια πρόοδο προς το αντιπροσωπευτικό σύστημα και από την άλλη για να δελεαστούν και υποβάλουν υποψηφιότητα νέοι άνθρωποι. Παρά τις προσπάθειες, όμως, αυτές, οι υποψήφιοι για τη ‘μικρή Βουλή’, μολονότι ο μισθός είναι μεγάλος, ήταν ελάχιστοι και στη μεγάλη τους πλειοψηφία ασήμαντοι» (25.1.71).
Ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις και ξένων συγγραφέων που ασχολήθηκαν με την ιστορία της χούντας, όπως ο Κρις Γούντχαουζ, ο οποίος εκτιμά ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή υπήρξε το «μόνο μέτρο της χούντας που μπορεί να χαρακτηριστεί κυριολεκτικά φασιστικό» (“The Rise and Fall of the Greek Colonels”, Granada, London, 1985, σ. 85).
Λήθη ή αλήθεια;
Η θητεία του κ. Μέρτζου στη Συμβουλευτική Επιτροπή της δικτατορίας δεν μας ήταν άγνωστη (βλ. σχετ. δημοσιεύματα του «Ιού» 23/10/05, 21/4/07 και 30/6/07). Ομως είναι αλήθεια ότι δεν φανταζόμαστε ότι αυτή η θητεία θα συνοδευόταν από τέτοιους ύμνους για το δικτατορικό καθεστώς και τον δικτάτορα όπως αυτοί που καταγράφουμε σε διπλανή στήλη. Ξεφυλλίζοντας, όμως, τους τόμους με τα πρακτικά της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» στις αρχές του καλοκαιριού διαπιστώσαμε την αλήθεια για τον κ. Μέρτζο. Απευθυνθήκαμε αμέσως στον ίδιο και σε όλα τα μέλη του ΔΣ της Εταιρείας, με την επιστολή που δημοσιεύουμε σε χωριστό πλαίσιο. Απάντησε αυθημερόν μόνον ο ίδιος με την επιστολή που επίσης δημοσιεύουμε. Κανένα από τα άλλα μέλη του ΔΣ δεν έδωσε σημεία ζωής μετά την επιστολή μας. Ελπίζουμε τουλάχιστον να έφτασε σ’ αυτούς μέσω της γραμματείας της Εταιρείας στην οποία την απευθύναμε.
Αλλά τι λέει στην απάντησή του ο κ. Μέρτζος; Ας διαβαστεί η επιστολή προσεκτικά, γιατί είναι σαφές ότι ο συντάκτης της πιστεύει ακόμα ότι βρισκόμαστε στο αγαπημένο του παπαδοπουλικό καθεστώς και ότι μπορεί να απαντά σε σοβαρά δημοσιογραφικά ερωτήματα μιμούμενος στη γλώσσα, το χιούμορ και την ευστροφία τους λόγους του δικτάτορα. Με λίγα λόγια μας απαντά ότι «χέστηκε», ότι δεν προβληματίζεται καν για τη συμμετοχή του στο σώμα αυτό των «ανδρεικέλων» της χούντας. Και επιπλέον ειρωνεύεται κάθε υποψία αυτοκριτικής για τη συμμετοχή του στη Συμβουλευτική.
Το μοναδικό σοβαρό επιχείρημα του κ. Μέρτζου είναι ότι έχουν περάσει από τότε 32 χρόνια (για την ακρίβεια 33). Σ’ αυτό έχει δίκιο. Και είναι επίσης αλήθεια ότι από τότε έχει να επιδείξει δημόσια δράση σε πολλούς τομείς. Όμως το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι πώς ένας άνθρωπος της χούντας έχει το πολιτικό, επιστημονικό και κυρίως ηθικό ανάστημα να αναγορεύεται σήμερα σε τιμητή της εκπαιδευτικής πολιτικής και να χρησιμοποιεί το βήμα του ημικρατικού (και πάντως επιχορηγούμενου) αυτού οργανισμού για να κατακερευνώσει τη δημοκρατικά εκλεγμένη πολιτική ηγεσία.
Το ερώτημα απευθύνεται και στα άλλα μέλη του ΔΣ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών τόσο σ’ αυτούς που εκλέχτηκαν με το ψηφοδέλτιο Μέρτζου στη γενική συνέλευση της 2.4.06 (Ιωάννης Κολιόπουλος, Θεόδωρος Δαρδαβέσης, Χαράλαμπος Νάσλας, Χαράλαμπος Παπαστάθης, Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά) όσο κι εκείνους που εκλέχτηκαν με το συνδυασμό του Κωνσταντίνου Βαβούσκου (Αθανάσιος Καραθανάσης, Βασίλειος Πάππας). Ειδικά ο κ. Πάππας, βουλευτής Χαλκιδικής της Νέας Δημοκρατίας μέχρι τις πρόσφατες εκλογές, οφείλει κάποια απάντηση.
Ο κ. Μέρτζος φυσικά έχει φροντίσει όλα αυτά τα χρόνια να προβάλει κυρίως την ιδιότητα του δραστήριου κοινοτάρχη και ανέπτυξε προσωπικές σχέσεις με πολιτικούς των δύο μεγάλων κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού πρωθυπουργού, ο οποίος επέλεξε πέρυσι τα Χριστούγεννα να επισκεφτεί οικογενειακώς το Νυμφαίο. Όμως η εκστρατεία του κ. Μέρτζου κατά της «Νέας Τάξης», και οι επιθέσεις του στον πολιτικό κόσμο με αφορμή το σχολικό βιβλίο ιστορίας αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να επιχειρηματολογεί σαν στέλεχος της «Συμβουλευτικής».
Και μας βάζει στον πειρασμό να αναρωτηθούμε μήπως αυτό που κυρίως τον ενόχλησε στο βιβλίο Ιστορίας είναι η εκτενής αναφορά στη δικτατορία του 1967 και την αντίσταση του ελληνικού λαού (σ. 118-120). Γι’ αυτό το κεφάλαιο ποια γνώμη έχει ο μαχητικός «Σύμβουλος»;
Η επιστολή του “Ιού”
ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Δ.Σ. Αθήνα, 2 Ιουλίου 2007 Αξιότιμη κυρία, Απευθυνόμαστε ατομικά σε κάθε μέλος του Δ.Σ. της ΕΜΣ, επειδή το ερώτημά μας αναφέρεται στην ατομική ευθύνη καθενός και δυστυχώς αφορά τον πρόεδρο της ΕΜΣ, κ. Νικόλαο Μέρτζο. Ο Ιός |
Η απάντηση του κ. Μέρτζου
Προς τον “Ιό” Θεσσαλονίκη 3 Ιουλίου 2007 Εκλαμπρότατε, Περιδεής προσπίπτω, Παντεπόπτα, εις τους ευκλεείς πόδας της Πανυσεβάστου Αρχής Σας, ευχόμενος ο ταπεινός δούλος Σας ανύστακτον εφορείαν του δημοσίου, άμα δε και εθνικού (μετά συγχωρήσεως) συμφέροντος, λαμβάνων την τιμήν να Σας αναφέρω ότι μετ’ άκρας συντριβής έλαβον ο ανάξιος το πολυφίλητον Ενταλμά Σας και διεβίβασα αυθωρεί την σεβασμίαν Διαταγήν Σας προς άμεσον εξορίαν μου. Νικόλαος Ι. Μέρτζος |
Ο υμνητής της χούντας
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι ενδεικτικά των απόψεων που διατύπωνε ο σημερινός Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στο βήμα της «Συμβουλευτικής Επιτροπής», όπου είχε τοποθετηθεί από το δικτατορικό καθεστώς. Ο Νικόλαος Μέρτζος υπήρξε εισηγητής στο χουντικό νομοσχέδιο «περί οργανισμού του υπουργείου Εσωτερικών» (21.4.71), όπου ενώπιον του Στυλιανού Παττακού εξύμνησε τις προσπάθειες της κυβέρνησης (δηλαδή της χούντας) και αντιπαρέβαλε το πραξικόπημα στις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις:
«Η Επανάστασις της 21ης Απριλίου κατέβαλε και καταβάλλει εργώδη, νομίζω, προσπάθειαν διά να απαλύνη τας δυσχερείας και να εξοβελίσει τα αγκάθια, που μακρά και κακίστη συνήθεια είχε παρεμβάλει μεταξύ του κοινού και της διοικήσεως».
Μιλώντας σε άλλο νομοσχέδιο «περί επαγγελματικών σωματείων» (14.5.71), με το οποίο η χούντα ήθελε να διευθετήσει την απαγόρευση των απεργιών, ο κ. Μέρτζος εμφανίζεται πάλι ενθουσιώδης: «Το σχέδιον Ν.Δ. είναι άρτιον και το σημαντικώτερον είναι ότι είναι διαποτισμένον από βαθείας δημοκρατικάς αρχάς, πράγμα που δεν αποτελεί προσωπικήν διαπίστωσιν αλλά των ιδίων των εργαζομένων μετά των οποίων ήλθον εις επαφήν εις τρεις συνελεύσεις εις Θεσσαλονίκην και την Χαλκιδικήν, αι οποίαι εξέφρασαν την απόλυτον ικανοποίησίν των και τας ευχαριστίας των προς την Κυβέρνησιν».
Σε άλλο νομοσχέδιο περί του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (15.6.71), ο κ. Μέρτζος «εξαίρει» την πολιτική της κυβέρνησης: «Αυτή η χειρονομία της Κυβερνήσεως προς τα ασθενέστερα στρώματα του ελληνικού λαού νομίζω ότι δέον να εξαρθή εις την ουσίαν της».
Οσο περνάει ο χρόνος, ο κ. Μέρτζος εκφράζεται όλο και πιο θερμά για τη χούντα και τον δικτάτορα. Αγορεύοντας στις 14 Ιουλίου 1971 υποστηρίζει: «Διότι αφ’ ενός μεν επείγει ο πλήρης εκσυγχρονισμός του κράτους – πράγμα που αποτελεί βασικόν στόχον της Επαναστάσεως, άνευ πλήρους επιτεύξεως του οποίου αύτη δεν δικαιούται να θεωρήση εαυτήν ως εκπληρώσασαν τας προς το Εθνος ευθύνας της – αφ’ ετέρου δε το πλέγμα των ληφθεισών και των ληφθησομένων αποφάσεων θα πρέπει να έχη τοιαύτην δομήν και ελαστικότητα, ώστε να ανθέξη εις την δοκιμασίαν του χρόνου και να οδηγήση το Κράτος εις επίπεδον οργάνου ανταξίου των μεγάλων οραματισμών του Εθνους, τους οποίους αναγλύφως εκφράζει ο αρχηγός της Επαναστάσεως και Πρωθυπουργός της χώρας κ. Γεώργιος Παπαδόπουλος».
Ενδιαφέρουσες είναι οι θέσεις που εκφράζει ο κ. Μέρτζος ενώπιον του διαβόητου Γεωργαλά για το νομοσχέδιο περί δημοσιογραφικού επαγγέλματος που ετοίμαζε η χούντα για να θεσμοθετήσει τη φίμωση του Τύπου (25.8.71).
«Κύριοι Συνάδελφοι, έχω την τιμήν, αλλά και την βαρείαν ευθύνην, να είμαι ο μόνος Δημοσιογράφος μεταξύ υμών. Θα ήθελα να ομιλήσω διά το δημοσιογραφικόν επάγγελμα. Προτιμώ να αφήσω τον λόγον περί των Δημοσιογράφων εις την Κυβέρνησιν. Η υπεύθυνος Κυβέρνησις απευθυνομένη διά του Κυβερνητικού επί του Τύπου Εκπροσώπου της, την 17.12.70 προς όλας τας οργανώσεις του Τύπου, ωμίλησε περί ετοίμου σχεδίου Ν.Δ. περί Δημοσιογραφικού επαγγέλματος και εξέφρασε τας αντιλήψεις της περί του πώς θα πρέπει να είναι ωργανωμένον το Δημοσιογραφικόν επάγγελμα και περί του του τι είναι οι Δημοσιογράφοι. Αι θέσεις αυταί, κύριοι Συνάδελφοι, είναι διαυγείς και δημοκρατικαί. Αναφέρομαι εις αυτάς».
Και για όσους τυχόν δεν κατάλαβαν, ο κ. Μέρτζος κάνει τις θέσεις του ακόμα σαφέστερες: «Αυτήν την στιγμήν δεν υπερασπίζομαι τους δημοσιογράφους, αλλά αυτήν την Κυβέρνησιν. Δεν υπερασπίζομαι τας αρχάς, αι οποίαι επισήμως διετυπώθησαν διά του Κυβερνητικού εκπροσώπου, αλλά αυτήν ταύτην την Επανάστασιν». Στο τέλος της ομιλίας του ο κ. Μέρτζος ισχυρίζεται ότι η χούντα παραχώρησε ελευθεροτυπία (!) και μάλιστα «εναντίον αυτού του εαυτού της». Και καταλήγει: «Διότι η Επανάστασις είναι η αλήθεια και η αλήθεια δεν φοβείται τίποτε».
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που η «Επανάστασις» αναγνώρισε τις υπηρεσίες αυτού του «μόνου δημοσιογράφου» στο σώμα αυτό των «εγκαθέτων». Στο τέλος του ίδιου χρόνου (1971) ο κ. Μέρτζος «εκλέχτηκε» γραμματέας της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» και στη συνέχεια αντιπρόεδρός της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή και το έργον αυτής»
(Αθήναι 1972, τόμοι Α’ και Β’)
Τα πρακτικά του σώματος που είχε διορίσει ως δική της «βουλή» η χούντα. Περιλαμβάνονται πολλές παρεμβάσεις του Νικολάου Μέρτζου που εξυμνούν το δικτάτορα και την «Επανάστασιν».
Γεωργίου Ι. Ράλλη
«Το ημερολόγιό μου τον καιρό της δικτατορίας»
(εκδ. Ελληνοεκδοτική, Αθήνα 1997).
Ο γνωστός πολιτικός αναφέρεται στην παγίδα της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Κωνσταντίνου Καραμανλή
«Αρχείο»
(τ. 7, Τα χρόνια της δικτατορίας)
Περιλαμβάνεται η παρέμβαση του Καραμανλή κατά της χούντας (23.4.73) με ειδική καταγγελία της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Παναγιώτη Κανελλόπουλου
«Κείμενα από τον αγώνα του εναντίον της δικτατορίας, 1967-1974“
(Εκδ. Δίον Γιαλλέλη, επιμ. Δίον. Αλικανιώτη, Αθήναι 1987).
Αναφέρεται η Συμβουλευτική Επιτροπή ως «σώμα ανδρεικέλων» του Παπαδόπουλου και καταγράφεται η άμεση αντίδραση του Δημήτρη Παπασπύρου και του ίδιου του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μόλις συγκροτήθηκε αυτό το σώμα των «εγκαθέτων και υποτελών», στις αρχές του 1970.
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
«Η αποδόμηση του εθνικού Κράτους και της Ιστορίας του»
(29.4.07, αναρτημένο στον ιστότοπο της Εταιρείας, www.ems.name)
Η ημερίδα που διοργάνωσε η Εταιρεία με στόχο το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού. Ο πρόλογος του κ. Μέρτζου είναι απολύτως πολιτικός, με αναφορές στη Νέα Τάξη και το «παιδομάζωμα», το οποίο συντελείται «σε πανελλαδική κλίμακα». Στην ημερίδα αυτή συμμετείχαν οι Ιωάννης Κολιόπουλος, Μιλτιάδης Παπανικολάου, Βασίλης Γούναρης, Σπυρίδων Σφέτας, Βλάσης Βλασίδης, Στράτος Δαρδανάς και Ιάκωβος Μιχαηλίδης.
Πηγή: Iospress