Ενα «αγορίτσι» αγωνίζεται να βρει την ευτυχία, όχι με την ταυτότητα που του δόθηκε όταν γεννήθηκε, αλλά με εκείνη που αυτό έχει επιλέξει. Ο Κώστας Γανωτής ακούει τον λυγμό και την πολεμική ιαχή του, ενώ παρακολουθεί τις περιπέτειές του στη νουβέλα του «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ» (εκδ. Λιβάνη). Είναι ένα απολύτως επίκαιρο βιβλίο που φέρνει στο φως μια άλλη Οδύσσεια. Εδώ, οι Λαιστρυγόνες, οι Κύκλωπες, οι Συμπληγάδες παραμονεύουν στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και η Πηνελόπη βρίσκει την πόρτα ανοιχτή.
Ηταν μια ιδιαίτερη περίπτωση, μια περίπτωση «ροκ» στο έντεχνο τραγούδι ο Κώστας Γανωτής, όμως αποσύρθηκε νωρίς από τις μουσικές παραστάσεις. Η Χαρούλα Αλεξίου ήταν εκείνη που καθόρισε την πορεία του, και έχουν ακόμη σήμερα στενή σχέση. Γεννημένος στη Νέα Αγχίαλο, ο Γανωτής μπήκε στη «νύχτα» από τα 17 του, παίζοντας μπάσο σε ένα μαγαζί του Βόλου, και την εγκατέλειψε 37άρης το 1992.
Αυτός που είχε τραγουδήσει με τον Μητσιά, με τη Γαλάνη, την Αλκηστη Πρωτοψάλτη, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, αλλά και με τη Σωτηρία Μπέλλου, αυτός που έκανε επιτυχίες με τους προσωπικούς του δίσκους, και παρέα με τον διεθνή Ελληνα σκηνοθέτη Ανδρέα Βουτσινά, έφτασε στη βρύση και… τα κλότσησε όλα: «Δεν μπορούσα να συνεχίσω να κάνω τον διασκεδαστή…». Στράφηκε στο γράψιμο. Παρακολούθησε τον καθημερινό άνθρωπο που, εφησυχασμένος, πιστεύει ότι η πραγματικότητα περιορίζεται σε ό,τι βλέπουν τα μάτια του («Ευδαίμων Κοντοθώρης», Εκδ. του Εικοστού Πρώτου). «Ξαναζωντάνεψε» έναν παλιό λαϊκό τραγουδιστή, φίλο του, τον Λάκη Ράντζιο, που υπήρξε η αφορμή να κατέβει στην Αθήνα («Περιμένοντας τον Λάκη Ρα», Εκδ. του Εικοστού Πρώτου). Σκάλισε κριτικά τον εαυτό του και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου («Λαλούτος Περτσινάβαλος» – έτσι τον φώναζε μικρό η μάνα του, και εννοούσε «φιγουρατζής», Εκδ. Ηβη, Βόλος). Αυτά είναι τα μυθιστορήματά του που εκδόθηκαν το 1995, το 2010 και το 2023. Το καινούργιο του βιβλίο, είναι μια νουβέλα μόλις 102 σελίδες. Αλλά για γερά στομάχια.
Στην εποχή των ρευστών ταυτοτήτων, σε μια στιγμή που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη θα ήθελε να εμφανίζεται καβάλα στο αύριο, το «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ» του Γανωτή θυμίζει ότι σε τούτη τη χώρα τα έμφυλα ζητήματα δεν είναι λυμένα, και μια μεγάλη μερίδα συνανθρώπων μας αντιμετωπίζονται σαν παρίες. Ωστόσο, ενώ αυτή η νουβέλα κοιτάζει κατάματα την κόλαση, ενώ βουτάει στη λάσπη, ενώ ενοχλεί, ενώ ρίχνει βέλη, προχωράει παραπέρα. Και αφουγκράζεται την καρδιά, τις λαχτάρες, το θάρρος, την μπέσα, τη συγκίνηση, την τρυφερότητα των ανθρώπων που πάντως μεταξύ τους δεν χρειάζονται ταμπέλες και δεν συστήνονται με τον όρο ΛΟΑΤΚΙ+ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλα, Τρανσέξουαλ, Κουίρ, Ιντερσεξ), ο οποίος και δεν υπάρχει στο βιβλίο.
Ο Γανωτής αφιερώνει τη νουβέλα «Σ” αυτούς που άφησαν την ψυχή τους να τους οδηγήσει». Οπως λέει στην «Εφ.Συν.», με ποιητικό οίστρο: «Δεν έχω καμία σχέση με τα παιδιά των συντεχνιακών ή οικογενειακών θερμοκηπίων. Είμαι αγριολούλουδο που έχει συνομιλήσει με γαϊδουράγκαθα, ξεκομμένα κυκλάμινα που έχουν κατουρηθεί όπως κι εγώ από αγριοκάτσικα, πρόβατα, γαϊδούρια, τσοπανόσκυλα, και ενίοτε έχουν καταπατηθεί από αγνώμονες γαλότσες, άρβυλα, και από σκληραγωγημένα πέλματα φτωχοδιάβολων μεταναστών, προσφύγων, συνειδητών αναχωρητών και αγίων».
● Υπήρξες βαρύ «όνομα» στις μουσικές πίστες της νύχτας μέχρι τις αρχές του ‘90. Γιατί έγραψες μια νουβέλα όπου πρωταγωνιστεί ένα «αγορίτσι» που μας ανοίγει την καρδιά του;
«Ενιωθα πάντα αλληλέγγυος με τους ανθρώπους που δεν ήταν “ενταγμένοι” στην κοινωνία με την έννοια της κοινής αποδοχής. Δεν έβλεπα σε αυτούς “διαφορετικότητα” αλλά ένα ανοιχτό πνεύμα και έναν νταλκά που ήθελαν να μοιραστούν. Εκεί έβρισκα αυτιά να ακούσουν και το δικό μου μαράζι. Το λεγόμενο “περιθώριο”, όχι το στημένο αλλά ο πραγματικός λοξός δρόμος, με συγκινούσε ανέκαθεν γιατί κι εγώ μεγάλωσα με τρόπο “περιθωριακό”. Δουλεύοντας τη νύχτα συνυπήρξα, έκανα παρέα και φιλίες, με άντρες και γυναίκες ομοφυλόφιλους/ες, με ανθρώπους που λαχταρούσαν να είναι γυναίκες ενώ ήταν άντρες, με ανθρώπους που ήταν και τα δύο. Τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Είναι και γκρίζα. Είναι δικαίωμα το “Το” και η κοινωνία οφείλει να το αποδεχτεί. Ο αυτοπροσδιορισμός μας είναι δικαίωμα, και πρέπει να είναι σεβαστός».
● Η γλώσσα παίζει καθοριστικό ρόλο στο «Μαμά, εγώ δεν είμαι εγώ». Είναι μια γλώσσα χωρίς φερετζέ, ωμή, σκληρή, σαν κραυγή αγωνίας και σαν χαστούκι όταν μιλούν οι κεντρικοί χαρακτήρες, που όμως ακούγεται σαν πεζοτράγουδο όταν παρακολουθούμε τον αναστοχασμό του Μανόλη-Μάγδας που πρωταγωνιστεί.
«Χα! “Χωρίς φερετζέ”. Εγώ τη λέω “γλώσσα χωρίς γάντια”, γιατί κάποια πράγματα δεν έχουν αίμα αν τα πεις με το γάντι της κοινωνίας. Χρησιμοποιώ και τα καλιαρντά, αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό. Διότι προτίμησα να παρακολουθήσω τη γλωσσική ατμόσφαιρα αυτής της κοινότητας, που όταν δεν ήταν απολύτως καλιαρντή ήταν η “μιλητή” τους και δική μου. Ηδη από το ’85, στον δίσκο μου, σε βινύλιο τότε, “Εθνος εξαιρετικά” υπάρχει στιχάκι μου για μια διαφορετική περίπτωση, για τις γυναίκες που κάνανε πιάτσα Σόλωνος και Βουκουρεστίου και τη μοναχικότητά τους που με συγκινούσε. Πιστεύω πως όταν γράφεις, γίνεσαι αυτό που γράφεις. Στο “Μαμά…” αυτή η γλώσσα μού προέκυψε. Δεν τη διάλεξα για να γίνω “συγγραφέας”».
● Στην Ελλάδα είχε κάνει θόρυβο το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Ελισάβετ Βακαλίδου «Μπέττυ. Καπετάνιος της ψυχής μου» (εκδ. Τυπωθήτω/Δαρδανός 2007), και στη διεθνή σκηνή υπάρχουν σημαντικές αυτοβιογραφικές καταθέσεις για την αλλαγή φύλου. Πίσω από τον/την Μανόλη-Μάγδα υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο;
«Η δική μου νουβέλα είναι φιξιόν από την αρχή ώς το τέλος. Αλλά όπως είπα, η νύχτα έχει πρόσωπα πολλά. Εχω γνωρίσει ανθρώπους που σκέφτονται “πόσο πάει η μαχαιριά που τη γυναίκα μέσα απ’ τον άντρα ελευθερώνει”. Ξέρω τι εννοεί ο Μανόλης όταν μιλά για τη “φορεμένη ηθική” που τον πνίγει, και για τον “ασίγαστο καημό” του να φορέσει “επάξια το φουστάνι”».
● Κι όμως, αυτό το αφήγημα το τόσο επίκαιρο για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα το κρατούσες στο συρτάρι μια δεκαετία. Σε ποιον ήθελες να απευθυνθείς όταν το έγραφες; Στην κοινωνία; Στο κράτος;
«Απέναντί μου είχα, και έχω, την υποκριτική κοινωνία. Το ψεύτικο σύστημα. Σε όλη αυτή τη διαδικασία υπάρχει πολύς ρατσισμός, και πρέπει αυτό το κλίμα να διαλυθεί. Κάτω από τον ήλιο είμαστε όλοι ίδιοι. Ο έρωτας δεν έχει φύλο. Δεν υπάρχει Ο Θεός. Υπάρχει ο/η Θεός. Οσο έγραφα αυτό το κείμενο, ένιωθα τον Καβάφη δίπλα μου. Εκείνος, ως τυραννισμένος, με παρηγορούσε, εμένα που είχα κυλιστεί μέσα στα μπουζούκια και βρισκόμουν στο δικό μου περιθώριο. Τότε άρχισα να τον μελοποιώ. Κι έτσι γεννήθηκε η μουσική παράσταση “Καβάφης, ένας Ποιητής, δύο Κόσμοι” που παρουσιάσαμε στα “Καβάφεια”, στην Αλεξάνδρεια, το 2019, όταν έγινε το συνέδριο που οργάνωσε το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού στη θητεία των Κ. Τσουκαλά, Η. Νικολακόπουλου».
● Σήμερα, τι είναι το πιο σημαντικό για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα;
«Το πιο σημαντικό κατά τη δική μου γνώμη είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας ως κανονικότητας. Η αναγνώριση του δικαιώματος στον γάμο και στην τεκνοθεσία θα υπογραμμίσει αυτή την αποδοχή. Ομως στη Βουλή το δικαίωμα του Γάμου Ανεξαρτήτως Φύλου μπαίνει με πολιτικάντικο και ψηφοθηρικό τρόπο. Αν χρειάζεται να κάνεις νόμο γι’ αυτό, σημαίνει ότι έχεις μια κοινωνία υποκριτική που δεν είναι ανοιχτή στο διαφορετικό».
● Δεν ανήκεις στην κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+. Ομως γράφεις ένα λογοτεχνικό έργο σε πρώτο πρόσωπο, σαν «αγορίτσι» (δικός σου νεολογισμός) που τον/την εκμεταλλεύονται ακόμα και ισχυροί άνθρωποι της Εκκλησίας, ακόμα και τσαμπουκαλήδες ασφαλίτες «που αρνούνται την αλήθεια», ενώ τον/την ερωτεύονται και καθωσπρέπει οικονομικοί παράγοντες. Είσαι ένας… τρίτος που μπαίνεις στο πετσί των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Σκέφτηκες μήπως αυτό ενοχλεί την κοινότητα;
«Εγώ μιλάω για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να ζήσει όπως η ψυχή του το προστάζει, ανεξάρτητα από το πώς είναι το σώμα του. Δεν μιλώ εξ ονόματος των ΛΟΑΤΚΙ+, ούτε υπαινίσσομαι κάτι τέτοιο».
● Οι κοινωνικοί κανόνες οδηγούν πολλά ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσωπα σε ένα «ζην επικινδύνως» που συχνά είναι συνυφασμένο με την καθημερινότητά τους. Και κάποιες φορές το πληρώνουν ακριβά. Ετσι έχασαν τη ζωή τους με φριχτό τρόπο ο Παζολίνι (1975), ο Ταχτσής (1988), ο Σεργιανόπουλος (2008), ο Κουμανταρέας (2014), ο Ζακ-Zackie Oh (2018) κ.ά.
«Μια τέτοια ζωή είναι το άλμα αυτών των ανθρώπων για να έχουν ισορροπία με αυτό που νιώθουν, για να δικαιώσουν αυτό που είναι. Αλλά οι συγκεκριμένοι, ήταν άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος. Για έναν φτωχοδιάβολο τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Είναι ένας σύγχρονος μεσαίωνας στη σκιά της τεχνολογίας».
● Οι αγωνίες και οι επιθυμίες των ΛΟΑΤΚΙ+ και το ζήτημα της φυλομετάβασης με τις οικονομικές παραμέτρους του έχουν και ένα ταξικό πρόσημο που προβάλλει πολύ έντονο. Ιδιαίτερα σε χώρες με φτωχά λαϊκά στρώματα και ανδροκρατούμενες κοινωνίες όπου και η σχετική νομοθεσία είναι σε νηπιακό στάδιο. Οπως είναι η Ελλάδα ή η Χιλή όταν την περιέγραψε με κουίρ ματιά το 2001 ο Πέδρο Λεμεμπέλ στο μυθιστόρημα «Φοβάμαι ταυρομάχε» (Καστανιώτης).
«Ναι, φυσικά υπάρχει και ταξικό ζήτημα. Αλλες δυνατότητες έχει ένα παιδί τσομπάνος και άλλες ένα παιδί της Φιλοθέης. Η κοινωνία μας είναι φοβική και ατομικιστική, πνιγμένη στα μικροσυμφέροντα. Ανέχεται την ύπαρξη ανθρώπων που μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να δέχονται επικρίσεις, σαν να έχουν γύρω τους υπηκόους. Ο δικός μου Μανόλης-Μάγδα κάνει πιάτσα αλλά κάποια στιγμή συγκρούεται με εκείνους που πάνε να τον εξουσιάσουν. Είναι ελεύθερο πουλί “με σύμμαχό του τον Χριστό”. Ομως, ένα νέο παιδί που έχει μόνο ενστικτώδη συνείδηση της διαφορετικότητάς του και δεν έχει οικονομικό στήριγμα, θα ορμήσει στα τυφλά για να δικαιώσει αυτό που νιώθει, και τότε θα βρεθεί σε μεγάλο ρίσκο.
Το ζητούμενο είναι να αλλάξουν αυτά όχι μόνο με νόμους αλλά με την ενσυναίσθηση και την αποδοχή από την κοινωνία του δικαιώματος για κάθε άνθρωπο να επιλέγει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Το έχω δει να πραγματώνεται σε μικρές κοινωνίες και τα άτομα να ανθίζουν. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί: μια κοινωνία που να μπορεί να κατανοεί και να περιθάλπει χωρίς οικονομικά ανταλλάγματα».
● Στο βιβλίο σου διαφαίνεται ότι για την απόφαση να αλλάξει φύλο ένα άτομο, ο έρωτας παίζει καθοριστικό ρόλο. Ομως, στη συνέχεια η ζωή μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω.
«Είναι σημαντικό να καταλάβουμε και να αποδεχτούμε ότι η φυλομετάβαση είναι μια απόφαση τελείως ατομική. Δεν είναι ψυχοθεραπευτική περίπτωση ούτε ιατρικό θέμα. Ο έρωτας από την άλλη είναι μια υπερβατική κατάσταση. Υπερβαίνει τη σάρκα».
● Είναι ενδιαφέρον ότι στο βιβλίο θίγεις δύσκολα θέματα όπως το τι γίνεται αν εκείνος ή εκείνη που άλλαξε φύλο το μετανιώσει;
«Στη ζωή μας δεν υπάρχουν βεβαιότητες για τίποτα. Ομως αιώνες τώρα, ο κόσμος μεγαλώνει με δογματικά στερεότυπα, επειδή η εξουσία μάς θέλει μονοσήμαντους. Αν μπορούσαμε να είμαστε ειλικρινείς και να ανοίξουμε την πολυσήμαντη ύπαρξή μας και την πολυσήμαντη ψυχή μας προς τους άλλους, τότε οι εξουσίες θα κατέρρεαν. Και κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το όποιο φύλο του, θα είχε ισότιμη θέση σε αυτόν τον κόσμο. Θεωρώ λοιπόν ότι από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε πως δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα, θα μπορέσουμε να αποδεχτούμε όλες τις μεταβολές ως μέρος του εαυτού μας. Ο άνθρωπος δεν είναι μονοσήμαντο ον».
● Το «αγορίτσι» της νουβέλας σου πιστεύει στον Θεό. Εσύ σε τι πιστεύεις;
«…σε ό,τι με ωθεί πέρα απ’ τη λογική, από αγαπημένος να γίνω αγαπών».
♦ Ο Κώστας Γανωτής αποσύρθηκε από τα νυχτερινά κέντρα αλλά παραμένει δημιουργικά αφοσιωμένος στη μουσική και στην πεζογραφία. Το διάστημα 1983-1996 κυκλοφόρησε τα προσωπικά άλμπουμ (σύνθεση, στίχος, ερμηνεία) «Κατά τα άλλα καλά», «Εθνος εξαιρετικά», «Γαλάζιο», «Καραβάνια», «Πακέτο», «ΕκΠοίηση 1». Το 2004 συνέθεσε το τραγούδι της Ολυμπιακής Εκεχειρίας σε ποίηση Τάκη Παπατσώνη («Ωδή στον Υδροχόο») Εχει επίσης μελοποιήσει Καβάφη, Καρούζο, Ρίτσο, Μουντέ, Κική Δημουλά. Το 2024 αναμένονται τα LP «Ανατολή Ανατολών» σε ποιήματα του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου, και οι «Μέρες επιταφίου» με τα ομότιτλα ποιήματα του Νίκου Γκάτσου που μελοποίησε και ερμηνεύει ο ίδιος
Μικέλα Χαρτουλάρη