ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΚΑΚΗΣ, Μοντέρνα Κίρκη: Τουρισμός και ελληνική κοινωνία την περίοδο 1950 – 1974, πρόλογος: Γεράσιμος Ζαχαράτος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 200
Είναι κοινά αποδεκτό το συμπέρασμα της σχετικής βιβλιογραφίας ότι ο διεθνής τουρισμός είναι ευάλωτος στις αναταράξεις της διεθνούς πολιτικής σκηνής, ωστόσο σύντομα ανακάμπτει ανοίγοντας νέους δρόμους και χαράσσοντας νέες διαδρομές για την τουριστική οικονομία[1]. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπήρξε μία τέτοια αφετηρία «επανεκίνησης» του διεθνούς τουρισμού, ευνοημένου από την πτώση της τιμής των καυσίμων, την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, τη δημιουργία ή τον πολλαπλασιασμό τουριστικών προορισμών σε χώρες της Ασίας και της περιοχής του Ειρηνικού, αλλά και από την περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και την δημιουργία ακόμη περισσότερων ειδικών ζωνών οικονομικής ανάπτυξης.
Η Ελλάδα, μέσα στις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης, διατήρησε την ανταγωνιστική της θέση μεταξύ των τουριστικών προορισμών της περιοχής της Μεσογείου[2], παρά την εσωτερική οικονομική και κοινωνική κρίση και την ανάδειξη των νεότευκτων τουριστικών προορισμών στην ευρύτερη περιοχή. Ιδιαίτερα, η εμπειρία της φετινής τουριστικής σαιζόν σε εξέλιξη, με αφορμή και το παράδειγμα της Αθήνας, αφήνει δείγματα εντυπωσιακής προσαρμοστικότητας αλλά και αναδυόμενων νέου τύπου εκσυγχρονιστικών τάσεων στη μορφή και στο χαρακτήρα των υπηρεσιών που προσφέρονται. Επιπλέον, η τουριστική επένδυση στην Αθήνα ως ένα σύγχρονο πεδίο παραγωγής πολιτιστικών δράσεων –όπως για παράδειγμα η διοργάνωση της Documenta 14– διαμορφώνει το δίχως άλλο ένα πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο συζήτησης για τον σύγχρονο ελληνικό τουρισμό μέσα στις συνθήκες στις οποίες η πόλη και οι πόλεις συνεχίζουν να βιώνουν τις υλικές συνέπειες της μνημονιακής λιτότητας και της καταστολής των τελευταίων –σχεδόν πλέον– δέκα χρόνων.
Από την σκοπιά αυτών των παραδειγμάτων, η μελέτη της άνθησης του ελληνικού τουρισμού στο πλαίσιο των μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί το κεντρικό θέμα συζήτησης για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα από τις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας μέχρι σήμερα. Το βιβλίο του Μιχάλη Νικολακάκη πιάνει το νήμα της ιστορικής ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού από τις αρχές της δεκαετίας του πενήντα και για μία εικοσαετία, εξετάζοντας τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τις πολιτικές επιλογές που επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των κεντρικών χαρακτηριστικών του ελληνικού τουρισμού, ορισμένα από τα οποία παρά τους όποιους επιμέρους μετασχηματισμούς επιβιώνουν μέχρι και σήμερα.
Συμβάλλοντας, στη διαμόρφωση και στον εμπλουτισμό της επιστημονικής βιβλιογραφίας που μελετά τον ελληνικό τουρισμό, ο Νικολακάκης απασχολείται με το κεντρικό ζήτημα που θέτει η τουριστική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες, δηλαδή, όπως επισημαίνει ο Γεράσιμος Ζαχαράτος στον πρόλογο του βιβλίου, «θέτει το ερώτημα του κατά πόσον η τουριστική ανάπτυξη στην Ελλάδα κινήθηκε αυτόνομα ή ήταν αποτέλεσμα κοινωνικής κατασκευής και κανονιστικής ρύθμισης[3]». Συνεπώς εξετάζει τη διπλή όψη του τουριστικού φαινόμενου στην Ελλάδα –η οποία συνδυάζεται με εκείνη της μεταπολεμικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας–, δηλαδή από τη μία πλευρά την ανθεκτικότητα των προκαπιταλιστικών μορφών δραστηριότητας (βλ. ανάπτυξη μικρομεσαίας τουριστικής επένδυσης κλπ.) και από την άλλη την κάθετη, μικρότερης κλίμακας αλλά μεγάλης έντασης επένδυση προερχόμενη από το εξωτερικό. Όλα τα παραπάνω, μελετώνται μέσα από το πρίσμα των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων της εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου.
Η κομβική σημασία της τριπλής σχέσης μεταξύ δημόσιου σχεδιασμού, ιδιωτικού τομέα και θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εντοπίζεται σε όλη τη διάρκεια της τουριστικής ιστορίας που μελετάται, από την περίοδο του σχεδίου Μάρσαλ μέχρι και τη δικτατορία. Η ιστορική τεκμηρίωση της εξέλιξης του ελληνικού τουρισμού που παρέχει ο Νικολακάκης φωτίζει ορισμένες από τις πιο κρίσιμες στιγμές για την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα, από τις πρώτες απόπειρες θεσμικής του συγκρότησης, την αμερικανική «παρέμβαση» στην οργάνωση της μεταπολεμικής τουριστικής οικονομίας [4], την ίδρυση του ΕΟΤ, τη θέσπιση του 2687/1953 περί ξένων ιδιωτικών επενδύσεων, «ο οποίος νοούνταν ως όχημα που θα έδινε ώθηση στην τουριστική ανάπτυξη της χώρας[5]», την ίδρυση της αλυσίδας των Ξενία από το δημόσιο, γεγονός το οποίο έδινε «στη δημιουργία των ελληνικών τουριστικών υποδομών τον χαρακτήρα ενός πρωτοκεϋνσιανισμού[6]», καθώς και την πρόσληψη της τουριστικής ανάπτυξης από τις τοπικές κοινωνίες αλλά και μερίδες της μεσαίας και αστικής τάξης ή της διανόησης της περιόδου[7]. Μεταξύ άλλων, εξετάζει τις πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις των κυρίαρχων λόγων για τον τουρισμό, εκφερόμενων από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου, της χούντας αλλά και «εξωτερικών παραγόντων», αλλά και έμμεσα από τις μπροσούρες του ΕΟΤ και τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο.
Ειδικότερα, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Νικολακάκης μελετά την εργαλειακή σχέση της χούντας με την υπόθεση του τουρισμού επισημαίνοντας εύστοχα ότι «η εξωτερική σχέση του καθεστώτος με τον τουρισμό εκκινούσε από τις μέριμνες για την εξωτερική του νομιμοποιήση[8]». Επιπλέον, αναλύει διεξοδικά τη θεμελιακή αντίφαση που διέτρεχε τη στρατηγική της χούντας αναφορικά με την τουριστική ανάπτυξη, η οποία περιελάμβανε την ενίσχυση της ρευστότητας του τραπεζικού τομέα και την επέκταση του κλάδου των κατασκευών –με κάθε κόστος για το φυσικό περιβάλλον–, τον ηθικό πανικό για τους «μαλλιάδες» και τους χίπηδες που ταξιδεύουν, αλλά και την επικοινωνιακή καμπάνια του ΕΟΤ, η οποία διαμορφωνόταν με γνώμονα «τη βελτίωση της εικόνας της χώρας προς το εξωτερικό, αλλά απολύτως αυτόνομα προς τα ιδεολογήματα με τα οποία το καθεστώς προσπαθούσε να πειθαρχήσει τους πολίτες[9]».
Επιπλέον, στην ευσύνοπτη αλλά εμβριθή μελέτη της ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού, ο συγγραφέας αναδεικνύει κι άλλες πλευρές της μετασχηματιστικής επιρροής του τουρισμού στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν τον μετασχηματισμό των κοινωνικών – των ενδοοικογενειακών σχέσεων αλλά και των έμφυλων καταμερισμών με εφαλτήριο την επέκταση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και τη μαζική συμμετοχή των γυναικών στις δραστηριότητες της οικονομίας του τουρισμού[10].
Το βιβλίο του Νικολακάκη είναι ένα σημαντικό τεκμήριο της έρευνας των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων του τουρισμού στην Ελλάδα, το οποίο υπερβαίνει τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις του τουρισμού ως μιας ακόμη πλευράς της ιμπεριαλιστικής επέκτασης. Επιπλέον, συμβάλλει στην κατανόηση όψεων της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, στην «αποφυσικοποίηση» της έννοιας του τουρισμού ως αναπόσπαστου κομματιού της ελληνικής οικονομίας αλλά και στην αμφισβήτηση κυρίαρχων στερεοτυπικών όρων –και κατά συνέπεια και των αντιλήψεων που απορρέουν από αυτούς– όπως για παράδειγμα η «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού κ.ά.
————————————–
[1] (επιμ.) Αλέξης Χατζηδάκης, Τάσεις Τουριστικής Κίνησης 2008 – 2015, Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού, Εθνικό Τυπογραφείο: Αθήνα, 2015, σ. 16.
[2] Στο ίδιο, σ. 17.
[3] Από τον πρόλογο του Γεράσιμου Ζαχαράτου, Μιχάλης Νικολακάκης, Μοντέρνα Κίρκη: Τουρισμός και ελληνική κοινωνία την περίοδο 1950 – 1974, πρόλογος: Γεράσιμος Ζαχαράτος, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2017 σ. 13.
[4] Η οποία αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων και στη Μελέτη των Αναγκών της Ελληνικής Τουριστικής που δημοσιεύτηκε από τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης το 1948, στο ίδιο, σ. 57.
[5] Στο ίδιο, σ. 65.
[6] Στο ίδιο, σ. 65.
[7] Στο ενδιαφέρον απόσπασμα του δημοσιευμένου στις Εικόνες του 1958 οδοιπορικού του Καραγάτση, που παρατίθεται στο βιβλίο, αναφέρεται: «Όλοι περιμένουν με λαχτάρα το καλοκαίρι να καταπλεύσουν οι περιηγητές –ιθαγενείς και αλλοδαποί– που θα αφήσουν χρήμα στο νησί. Γνωρίζοντας, πως ο ξένος είναι το ψωμί τους, διαισθάνθηκαν την πιο κατάλληλη μέθοδο για τον προσελκύσουν, να τον ευχαριστήσουν, να τον ενθουσιάσουν. Και η μέθοδος αυτή είναι ένα σοφό μείγμα φλογερού ενδιαφέροντος και υπέρτατης αδιαφορίας. Ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά την άνεση, την καλοπέραση, την ψυχική ευφορία του ξένου. Αδιαφορία όσον αφορά τις πράξεις και τον τρόπο ζωής του». Στο ίδιο σ. 89.
[8] Στο ίδιο, σ. 121.
[9] Στο ίδιο, σ. 141.
[10] Στο ίδιο, σ. 159.
Πίνακας: Μίκης Ματσάκης, Στην πλαζ, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε χάρντμπορντ, 41 x 51 εκ.
Πηγή: Αναγνώσεις της Αυγής