Macro

Ο Django, ο Stephane, η τζαζ και η γερμανική Κατοχή

Στα λίγα χρόνια της παραμονής μου στη γαλλόφωνη πόλη των πρώτων πολυτεχνικών σπουδών μου στην Ελβετία, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλά τους πολύ αγαπητούς εκεί εκφραστές της ρυθμικής και πάντα “έξω καρδιά” ευρωπαϊκής τζαζ. Και ήταν κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1920, στην εποχή του μεγάλου οικονομικού κραχ, που έκανε τους απελπισμένους χρηματιστές να πηδάνε από τους εξώστες των μεγαθήριων της Wall Street και τους φτωχούς να ζητιανεύουν για μια μπουκιά ψωμί, όταν ο Stéphane Grappelli έβγαζε το δικό του παντεσπάνι -με σαμπάνια- παίζοντας γεμάτος ζωντάνια το βιολί του στα παρισινά σοκάκια.


1956, μια συνάντηση κορυφής: Django Reinhardt και Duke Ellington

Στα παριζιάνικα μπουλβάρ

Εκεί, σε ένα μπουλβάρ της Πόλης του Φωτός, γνωρίστηκε τυχαία με έναν Βέλγο και γαλλόφωνο φτωχό τσιγγάνο, τον Django Reinhardt. Λίγο καιρό μετά, μαζί ξεσήκωναν την Ευρώπη με την τζαζ του κουιντέτου του Hot Club de France, αποδεικνύοντας σε όλο τον κόσμο ότι αυτή η νέα μουσική που γεννήθηκε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού από τους μαύρους σκλάβους που με το ζόρι βρέθηκαν στην Αμερική δεν μπορούσε να ήταν αποκλειστικά αμερικανική.

Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Grappelli κατέφυγε μαζί με το βιολί του στο ελεύθερο Λονδίνο, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1940 επέστρεψε στη Γαλλία. Χρόνια μετά, το 1969, εμφανίστηκε για πρώτη φορά μπροστά στο δύσκολο και απαιτητικό αμερικανικό κοινό στο περίφημο φεστιβάλ τζαζ του Newport, μαζί με τον Louis Armstrong.


Stéphane Grappelli (26 Ιανουαρίου 1908 – 1997)

Ο Stéphane Grappelli – που γεννήθηκε τον χειμώνα του 1908 – ήταν πάντα το υπόδειγμα ενός ευφυούς και τολμηρού μουσικού, ανοιχτού σε κάθε μορφής συνεργασία, ακόμη και με μουσικούς μακριά από τον αυτοσχεδιασμό της τζαζ, σαν τον κορυφαίο κλασικό βιολονίστα Yehudi Menuhin. Ποτέ όμως δεν έπαψε να αντλεί ευχαρίστηση και ενέργεια από τις ζωντανές του εμφανίσεις ώς και τα πιο βαθιά του γεράματα και τον θάνατό του, το 1997.

Django. Κάθε Ρομά θα ήθελε ο γιος του να γίνει σαν κι αυτόν

Django

Αιώνιος σύντροφός του στη μουσική, αυτή που αργότερα οι Γάλλοι ονόμασαν Jazz Manouche, o γεννημένος στο Βέλγιο ρομά Jean Baptiste Reinhard περιπλανήθηκε τα χρόνια της νιότης του σαν ένας αγνός τσιγγάνος που ήταν με ένα τροχόσπιτο στις χώρες της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Σε ένα τροχόσπιτο έγινε και το ατύχημα που του κόστισε τα δύο κρίσιμα για την τέχνη του δάχτυλα του αριστερού χεριού του, όταν η επί τροχών ερωτική φωλιά του με τη δεύτερη σύζυγό του καταστράφηκε από μια πυρκαγιά. Όμως αυτός δεν το έβαλε κάτω. Προϊόν πεισματικής εξάσκησης, η τεχνική που ανέπτυξε, απέκτησε χιλιάδες θαυμαστές κιθαρίστες. Ανάμεσά τους ήταν και ο κορυφαίος ηλεκτρικός κιθαρίστας όλων των εποχών, ο Jimi Hendrix, που, λίγο πριν “φύγει”, το τελευταίο συγκρότημά του το ονόμασε ”The Band of Gypsies” προς τιμήν του.

Hot Club de France

Λίγο πριν, λίγο μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, ο Django, με το χαρακτηριστικό του λεπτό μουστακάκι, ντυμένος πάντα στα μαύρα και φορώντας τις αγαπημένες του κόκκινες κάλτσες -γιατί το αίμα νερό δεν γίνεται- έπαιξε παντού και ηχογράφησε με επιτυχία δεκάδες δίσκους.

Το 1934, μαζί με το βιολί του φίλου και προστάτη του Stephane Grappelli, ο Django δημιούργησε το κουϊντέτο του Hot Club de France. Το πιο επιδραστικό και πολυηχογραφημένο σχήμα της εποχής για τη Γηραιά Ήπειρο. Χρόνια μετά ταξιδεύει και εντυπωσιάζει στις ΗΠΑ παίζοντας με την απαράμιλλη κιθαριστική τεχνική του στα σαλόνια της αμερικάνικης τζαζ. Παλιά ινδάλματά του, σαν τον Duke Ellington ή τον Louis Armstrong, τον προσκαλούν, τον συναντούν και ηχογραφούν μαζί του. Μεγαλεία!

Τα πολλά “μπράβο”, όμως, τον κούρασαν. Άρχισε να αποφεύγει τις εμφανίσεις μπροστά στο κοινό που τον λάτρεψε και, στα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του, ακολουθώντας το αντάρτικο πνεύμα της φυλής του, το έριξε στο… ψάρεμα. Το αλκοόλ και μια αλαζονική στάση ζωής χαρακτήρισαν την πιο αντιπαραγωγική περίοδο της καριέρας του. Μπορούσε να πάει σε μια συναυλία χωρίς την κιθάρα του ή να μην πάει και καθόλου, αρνούμενος να σηκωθεί από το κρεβάτι. Υπήρξαν φορές που ο Django άφηνε στα κρύα του λουτρού τους συνεργάτες του σε sold out συναυλίες για να “περπατήσει στην παραλία” ή να “μυρίσει τη δροσιά”. Είχε καταντήσει αναξιόπιστος και οι προστριβές με τους συνεργάτες του ήταν σχεδόν καθημερινές.

“Ο Django με θύμωνε πάρα πολύ. Πολλές φορές δεν ερχόταν, δεν ξέραμε πού να τον βρούμε. Άλλες ξεχνούσε να φέρει μαζί του την κιθάρα. Έπινε όλη μέρα. Πολλές φορές του έδωσα χρήματα, πολλές φορές τον μίσησα. Τα ξεχνούσα όλα όμως όταν έπιανε την κιθάρα. Όταν έπαιζε, τον λάτρευα. Όλοι τον λάτρευαν όταν έπαιζε. Ακόμα και οι ναζί!”.

Μόνο ένας άνθρωπος θα μπορούσε να μιλήσει με τέτοιον τρόπο απρεπή για τον θρυλικό κιθαρίστα. Όμως ο φίλος και συνοδοιπόρος του Stéphane Grappelli είχε βάλει το χεράκι του για να εξελιχθεί από ένας μελλοθάνατος τσιγγάνος σε πόλο έλξης, μια ατραξιόν ακόμα και γι’ αυτούς που κανονικά έπρεπε να τον εξορίσουν σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και να τον σκοτώσουν για να τον “φιμώσουν”.


Django Reinhardt (23 Ιανουαρίου 1910 – 16 Μαΐου 1953)

Η γερμανική Κατοχή

600.000 Ρομά εκτελέστηκαν στους θαλάμους αερίων στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, όμως ο Django, αφού προσπάθησε να αποδράσει με αποτυχία από την κατεχόμενη Γαλλία, έπαιζε ακόμα σε πολυπληθείς συναυλίες με -ανάμεσα στο κοινό- λίγους Γερμανούς αξιωματικούς που τον εκτιμούσαν. Κάποιοι από τους κατακτητές του Παρισιού έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στην μπάντα-φαινόμενο που ξεσήκωνε τα πεινασμένα πλήθη δίνοντας “άρτο και θεάματα” σε ένα νικημένο και ταλαιπωρημένο λαό. Δεν συμπάθησε ποτέ τους κατακτητές κι ένα από τα τραγούδια του, το “Nuages”, έγινε ο παριζιάνικος ύμνος της ελπίδας για την ελευθερία. Οι συνθέσεις του γίνονταν ανάρπαστες κι ας ήταν ανάμεσα στα “απαγορευμένα” της γερμανικής Κατοχής. Εξάλλου, από το 1933, η τζαζ ήταν απαγορευμένη στη Γερμανία και οι φίλοι της υπό διωγμόν, καθώς ο Χίτλερ θεωρούσε ότι ήταν μέρος μιας “διεθνούς συνωμοσίας με στόχο να υπονομεύσει το μεγαλείο της Γερμανίας”!

Ο Django Reinhardt έγινε μύθος, έγινε σχολή, έγινε κίνητρο για ζωή για τους κατατρεγμένους ομόφυλούς του όπου Γης. Κάθε Ρομά θα ήθελε ο γιος του να γίνει σαν κι’ αυτόν και του χαρίζει μια κιθάρα σαν τη δική του! Έζησε σαν ένας πλανήτης και έφυγε στα 43 του χρόνια σαν ένας κομήτης, αφήνοντας πίσω του πάνω από εκατό τραγούδια. Κάποια από αυτά, σαν τα “Minor Swing”, “Daphne”, “Belleville”, “Swing 42”, “Nuages” και “Djangology” είναι ανάμεσα στα πιο κλασικά standards της τζαζ. Στις 16 Μαΐου του 1953, σχεδόν έξω από το σπίτι του, κάπου 60 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, ύστερα από μια εμφάνισή του σε ένα τζαζ κλαμπ του Παρισιού, κατέρρευσε. Ήταν Σάββατο και ο γιατρός άργησε να φτάσει.

Ιλάν Σολομών

Πηγή: Η Αυγή