Ο ελιτισμός είναι πάντοτε αθεμελίωτος. Δεν συμβαίνει να θεμελιώνεται υπό την αίρεση του τάδε ή του δείνα παράγοντα, να βρίσκει μερική μόνο θεμελίωση σε αυτά τα δεδομένα εκείνου του πεδίου των επιστημών, να βρίσκει φιλοσοφική, τουλάχιστον, νομιμοποίηση σε ορισμένα θεωρητικά συστήματα, κ.ο.κ. Όχι! Είναι πάντοτε αθεμελίωτος, διότι πολύ απλά η ελιτίστικη θέση μπορεί να διαπιστωθεί, μπορεί να διατυπωθεί, μόνο από κάποιον ο οποίος είναι, με τον οποιονδήποτε τρόπο, μέρος της ελίτ που περιγράφει. Ο ελιτισμός είναι μια θεωρία (ευμενούς) εξαίρεσης και ως τέτοια προσκρούει στο δομικό πρόβλημα των θεωριών αυτών: αυτοί που εξαιρούνται είναι πάντοτε αυτοί οι οποίοι εξαιρούν. Δύσκολα κάποιος θα φτιάξει μια θεωρία εξαίρεσης εξαιρώντας τον εαυτό του, μια θεωρία ελιτισμού τοποθετώντας τον εαυτό του στις γραμμές των εκτός της ελίτ. Για αιώνες αυτή η παράδοξη μορφή θεωρίας λειτουργούσε απροβλημάτιστα, καθώς οι διανοούμενοι των ελίτ θεμελίωναν απλώς περιγράφοντας. Κανείς δεν προβληματίζονταν περαιτέρω μιας και οι υποτελείς τάξεις φαίνονταν ότι ανταποκρίνονταν αδιαμαρτύρητα στις απαιτήσεις της υποτελούς θέσης, και όταν κάποτε εξέφραζαν αντιρρήσεις, οι θεωρίες προσαρμόζονταν και αυτές. Έπλασαν για τις κατώτερες τάξεις την ανθρωπολογική κατηγορία της ενδιάμεσης θέσης μεταξύ ανθρώπου και ζώου, ενός όντος έρμαιου παθών, ενστίκτων και ανορθολογισμού. Τα πλεονεκτήματα της θέσης αυτής ήταν ποικίλα και η χρησιμότητά της όπως αποδείχτηκε μεγάλη, και κυρίως διαχρονική. Διότι ο ελιτισμός, δηλαδή η θεμελίωση και νομιμοποίηση της εξαίρεσης, έπρεπε, με την έλευση των δημοκρατικών χρόνων και σε πείσμα αυτής, να εξακολουθεί να εξαιρεί. Αυτή τη φορά, όμως, δεν μπορούσε να εξαιρεί απροβλημάτιστα, διότι το δυσμενώς εξαιρούμενο μέρος δεν ανταποκρίνονταν τόσο εύκολα πια. Από τη δημοκρατική ‘ισοπέδωση’ επέζησε ένας μη αρτιμελής πνευματικός ελιτισμός, μόνο που αυτός μπορεί να σιτίζεται σε περιβάλλοντα επιστημονικά ή καλλιτεχνικά, όχι όμως στο πεδίο της πολιτικής. Παρατηρούνται, βεβαίως, κάποιες απόπειρες επαναφοράς μιας μορφής πνευματικού ελιτισμού και στο πεδίο της πολιτικής, όπως, για παράδειγμα η επιστημοκρατία (epistocracy) του Jason Brennan, αλλά αυτές αργούν ακόμη να ωριμάσουν και μάλλον δύσκολα θα μπορέσουν να επιβληθούν. Βεβαίως, ο πνευματικός ελιτισμός παραμένει ο ανομολόγητος έρωτας κυρίως πλέον των φιλελεύθερων διανοούμενων. Εκφράστηκε, για παράδειγμα, η απορία για το γεγονός ότι, ενώ η γερμανική σοσιαλδημοκρατία «πολλές φορές είχε ηγέτες που δεν προέρχονταν από την ελίτ, ήταν όλοι τους καλλιεργημένοι άνθρωποι»1. Όλα αυτά, βεβαίως, θα μπορούσαν να αποτελούν απλώς εκφάνσεις του αυτοτροφοδοτούμενου λειτουργικού του διανοούμενου, αν δεν μεταφέρονταν αυτούσια και στο πεδίο της πολιτικής. Έτσι, πιο κάτω στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε ότι μια σύγχρονη και συνεπής σοσιαλδημοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζει τις ελίτ με «κριτική, και όχι με απαξίωση». Παραβλέποντας το λογικό μπλοκάρισμα της πρότασης -διότι είναι εξαιρετικά πιθανόν μια κριτική στάση έναντι των ελίτ να επιβάλλει την απαξία τους, αλλά και διότι μια προσδιορισμένη στα αποτελέσματά της κριτική δεν είναι κριτική- το νόημά της αποτελεί το δομικό υλικό με το οποίο χτίζονται τα υποστυλώματα ενός επαναθεμελιωμένου ελιτισμού, αυτή τη φορά ως αντιλαϊκισμού.
Ή, μάλλον, θα πρέπει να πούμε, πιο σωστά, ότι αυτό το προστατευτικό περιτείχισμα του ελιτισμού έχει ως βασικό του υλικό εκείνη την πολύ παλιά θεωρία περί αφρόνων και ανορθόλογων μαζών. Με περισσότερη εκλέπτυνση, βεβαίως, και με κοινωνιολογική αναφορά: «Τα σκληρά και δημοφιλή χαρακτηριστικά [της ριζοσπαστικής Δεξιάς και του προσφεύγοντος σε αυτήν λαϊκισμού], ο πολιτικός συντηρητισμός, η απόρριψη των ‘ανοιχτών συνόρων’ και η αντίδραση στις μεταναστευτικές πιέσεις, είναι τα συναισθήματα που επικρατούν στις εργατικές και κατώτερες μεσαίες τάξεις των σύγχρονων κοινωνιών»2. Αυτό που φαίνεται να έχει βασικά αλλάξει είναι απλώς η φορά της καθοριστικής επίδρασης, από τις κοινωνικές συνθήκες στον ψυχισμό, και όχι το αντίστροφο. Αυτό που παραμένει ακέραιο είναι η ύπαρξη ενός «ψυχικού εδάφους», που έπεται πια και δεν προηγείται, αλλά που σε αυτό, όπως ανέκαθεν, «ριζώνουν η αποδοκιμασία των ‘παλαιών ελίτ’ και η αναζήτηση νέων ηγεσιών». Αυτή η ισοπεδωτική επίθεση στρέφεται κατά κύριο λόγο ενάντια στο «κεντρώο – φιλελεύθερο παράδειγμα» και στους εκφραστές του που δεν είναι άλλοι από «τον ‘παλιό πολιτικό κόσμο’ και τις ακαδημαϊκές, επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ που συνδέθηκαν με το Κέντρο». Έτσι, η ερμηνεία του λαϊκισμού ως αντισυστημικού αντιελιτισμού, μέσω και της προφανούς απόρριψής του ως πολιτικού ανορθολογισμού, προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία στον φιλελεύθερο ελιτισμό να επαναπροσδιορίσει τη μορφή του. Αφήνοντας άθικτο, ει δυνατόν, το περιεχόμενό του. Τούτος ο επαναπροσδιορισμένος ελιτισμός είναι ένας θεσμικός ελιτισμός. Η θεσμική ύπαρξη των πνευματικών, οικονομικών και πολιτικών ελίτ κρίνεται ως η απολύτως απαραίτητη θεσμική συγκράτηση της κοινωνίας που παρασύρεται στον γκρεμό του ανορθολογισμού. Και γι’ αυτό είναι, επίσης, απαραίτητη η διαρκής επανενεργοποίηση της θεωρίας περί των αφρόνων μαζών. Είναι ένα παλαιό πλέγμα ιδεών που επικαιροποιείται, αυτή τη φορά όμως με ξεκάθαρο αίτημα τη διάσωση των ελίτ ως τέτοιων και όχι, ας πούμε, της ιδιοκτησίας, της κοινωνικής ειρήνης, κ.ο.κ. Διότι το αίτημα για δημοκρατία μπορεί πάντοτε να επανέλθει στο γενέθλιο στόχο του: τη ριζική οικονομική και πολιτική ισότητα, η οποία βεβαίως και δεν επιτρέπει την ύπαρξη ελίτ. Και τούτη είναι μια δημοκρατία, όχι το προϊόν της πολιτικής εκμετάλλευσης «των φοβιών και των ενστίκτων του πλήθους»3, ούτε ενός «κανονιστικού και ιδεαλιστικού ευχολογίου»4, αλλά η έμπρακτη κριτική της κοινωνίας των ανισοτήτων, που σε πείσμα των φιλελευθέρων ήταν και θα παραμείνει συνώνυμη της κοινωνίας της πολιτικής διαίρεσης.
* Πιο ενδιαφέρουσες φαίνονται να είναι οι ερμηνείες που ακολουθούν τις ταραχές στη Γαλλία. Ο κουρασμένος, σε πείσμα της φιλελεύθερης διανόησης, ψυχοκοινωνικός ελιτισμός εμπλουτίζεται με μια κοινωνική μεταφυσική του βιώματος διαφορετικών και συγκρουόμενων χρονικοτήτων. Ο προς τα εμπρός μεταρρυθμιστικός χρόνος των ελίτ εναντίον ή μάλλον αμυνόμενος ενάντια στο φοβικό χρόνο των “από κάτω”, οι διαφορετικές χρονικότητες του χωριού και της πόλης, του στατικού επαρχιωτισμού και του δυναμικού κοσμοπολιτισμού. «Η μεγάλη πρόκληση είναι και η χρονική ασυμφωνία […] η μεταρρυθμιστική ελίτ παράγει και διανέμει εικόνες του μέλλοντος, αλλά για ένα σοβαρό τμήμα του πληθυσμού οι εικόνες αυτές είναι ακατανόητες»5. ΄Η, αλλιώς, ως ερμηνεία «τελμάτωσης δομών και μοντέλων συγκρότησης», η οποία όμως δεν ξεχνά το παλαιό, παλαιότατο, επιχείρημα: «τα λούμπεν στοιχεία της κοινωνίας που δεν έχουν ιδεολογική ταυτότητα ή άνωθεν καθοδήγηση [και] απλώς ως όχλος ακούν την προαιώνια αταβιστική κραυγή του Homo Homini Lupus να ηχεί στους παγωμένους δρόμους του Παρισιού»!6
1 Γ. Σιακαντάρης, «Όταν οι σοσιαλδημοκράτες χειροκροτούν τον λαϊκισμό», Το Βήμα, 18 Νοεμβρίου 2018.
2 Ν. Σεβαστάκης, «Το φάρμακο που είναι φαρμάκι», Το Βήμα, 30 Σεπτεμβρίου 2018.
3 Β. Κιντή, «Απλοϊκά, ιδεολογικά ράκη»,Το Βήμα, 18 Νοεμβρίου 2018.
4 Σεβαστάκης, «Το φάρμακο…», ό.π.
5 Ν. Σεβαστάκης, «Το σχίσμα του χρόνου και η Γαλλία», Το Βήμα, 9 Δεκεμβρίου 2018.
6 Σπ. Λίτσας, «Ο αταβισμός της ριζοσπαστικοποίησης», Το Βήμα, 9 Δεκεμβρίου 2018.
Ο Κώστας Γαλανόπουλος είναι Διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας
Πηγή: Η Αυγή