Macro

«Ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων» και τα μυστικά των Αθηνών

Αυτό που με απασχόλησε από την αρχή δεν ήταν το όνομα του κράτους αυτού […]. Το πρόβλημα ήταν να μη δημιουργηθεί ένα δεύτερο μειονοτικό πρόβλημα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, 1995

Αλυτρωτισμός δεν είναι εν γένει η μέριμνα της διασποράς. Εγκυροι Ελληνες συνταγματολόγοι, όχι ακριβώς φιλικά διακείμενοι στην κυβέρνηση, ούτε φυσικά «μειωμένης εθνικής συνείδησης» ή με ελλιπή επίγνωση των λεγομένων τους (Βενιζέλος, Σωτηρέλης π.χ.) έχουν αποφανθεί πως αλυτρωτισμός στο Σύνταγμα της γείτονος δεν υπάρχει.

Προς διευκρίνιση: αλυτρωτισμός –από το ιταλικό irredenta– είναι η ιδεολογία χειραφέτησης, «λύτρωσης» των ομοεθνών που βρέθηκαν εκτός εθνικής στέγης με στόχο τη συμπερίληψή τους στα εδάφη της μητέρας πατρίδας. Ο αλυτρωτισμός λοιπόν εξ αντικειμένου περιλαμβάνει την αλλαγή των συνόρων. Δεν ισοδυναμεί, γενικά, με το ενδιαφέρον μιας χώρας για τους ομοεθνείς της εκτός συνόρων. Αν ήταν αυτό, τότε όλες οι χώρες του κόσμου θα ήταν αλυτρωτικές, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Δεν είναι όμως.

Αλυτρωτισμός είναι να λέει κανείς «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα είναι» και όχι απλώς να ενδιαφέρεται για τους απόδημους. Μετά τη συνταγματική αλλαγή που επήλθε στην πγδ της Μακεδονίας, κατόπιν συστάσεων της Επιτροπής Μπαντεντέρ (1992) και της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (1995),1 η σχετική συνταγματική ρήτρα που μεριμνά για τη διασπορά (άρθρο 49) είναι σχεδόν πανομοιότυπη με την ελληνική (άρθρο 108).

Τότε γιατί μιλάμε για «αλυτρωτισμό των Σκοπίων»; Με αναντιρρήτως δεδομένα τα παραπάνω, προκαλεί απορία η ελληνική θέση περί «αλυτρωτισμού των Σκοπίων», η οποία στις μέρες μας εμφανίζεται εμμονικά στον λόγο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι μόνο: εμφανίζεται και στις δηλώσεις του γ.γ. του ΚΚΕ, του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε ανακοινώσεις αριστερών ομάδων, ακόμη και –με κάποια αμηχανία– στον λόγο της κυβέρνησης που θέλει να βρει λύση.

Η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κυριολεκτικά ολέθρια: ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι η τρίτη τρανή απόδειξη –μέσα μόλις σε δέκα χρόνια– ότι η ελληνική οικογενειοκρατία μπορεί να οδηγεί σε εθνικές καταστροφές, όχι μόνο με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από γόνους μεγάλων ανδρών, αλλά και με την προσδοκία της. Η Νέα Δημοκρατία συμβάλλει σήμερα στην ανατροφή μιας νέας εθνικοφροσύνης που οδηγεί στον εθνικό διχασμό και την υπονόμευση της δημοκρατίας. Οι ευθύνες της γι’ αυτό είναι ιστορικές.

Ωστόσο, και η θέση της κυβέρνησης, ενώ απολύτως καλοδεχούμενη ως προς την πρόθεση συμβιβασμού, αυτοϋπονομεύεται με την αναφορά στον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων». Προσφεύγοντας στη χρήση ενός πραγματολογικά αβάσιμου πλην όμως βαθιά ιδεολογικού επιχειρήματος, κατά βάση, συνομιλεί και δικαιώνει την απορριπτική γραμμή της νεόκοπης εθνικοφροσύνης.

Ο μόνος λόγος που μπορεί να εξηγήσει την αναφορά της ελληνικής διπλωματίας σε αλυτρωτισμό των Σκοπίων είναι ότι έχει έτοιμο ένα επιχείρημα απόδοσης ευθυνών στη γείτονα σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις για το όνομα έρθουν σε αδιέξοδο. Η λογική αυτή όμως υπονομεύει την πολιτική στρατηγική στο όνομα ενός διαπραγματευτικού τακτικισμού.

Διότι όταν ζητάμε από τους γείτονες να αλλάξουν Σύνταγμα –σε γνώση μας ότι όχι μόνο αυτό δεν γίνεται με βάση τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς εκεί, αλλά δεν χρειάζεται κιόλας– πριονίζουμε το κλαρί της ίδιας της διαπραγμάτευσης. Ετσι λοιπόν, προσπαθώντας να βρούμε ένα πειστικό επιχείρημα για το blame game που θα ξεκινήσει σε περίπτωση αδιεξόδου, ουσιαστικά καθιστούμε πιο ορατό το αδιέξοδο αυτό.

Θα αναρωτηθεί κανείς: «Καλά, τότε γιατί εξαρχής η ελληνική θέση έχει επικεντρωθεί στον αλυτρωτισμό των Σκοπίων; Δεν υπάρχει καμία πραγματική βάση σ’ αυτό;» Η απάντηση είναι πως υπάρχει ιστορική βάση, πλην όμως αυτή είναι εθνικώς ανομολόγητη. Αφορά, κυρίως, στην ύπαρξη μιας μικρής σήμερα και πιο πολυάριθμης παλιότερα ομάδας σλαβόφωνων Μακεδόνων στην Ελλάδα.

Αυτό λοιπόν που προκαλεί φρενίτιδα στην Αθήνα είναι πως, κατά βάθος, φοβάται αλλά δεν μπορεί να παραδεχτεί γιατί. Διότι φυσικά, είναι αστείο να υποθέσει κανείς ότι η Αθήνα είναι αλλιώς ανασφαλής απέναντι σε μια αδύναμη διαιρεμένη χώρα που ικετεύει να γίνει μέλος σε διεθνείς οργανισμούς, πρωτίστως, προκειμένου να σώσει την ενότητά της. Η ελληνική λοιπόν εμμονή στον αλυτρωτισμό δεν έχει συνταγματικό άλλοθι στον 21ο αιώνα. Εχει, όμως, ιστορικό βάθος στον 20ό.

Από την εποχή της προσάρτησης των Νέων Χωρών στην ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενσωματώσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες. Με κάθε τρόπο, σημαίνει δηλαδή διά της εξαναγκαστικής αφομοίωσης. Αυτοί λοιπόν που, κατά Στράτη Μυριβήλη στην πρώτη έκδοση της «Ζωής εν Τάφω», το 1924, δεν ήθελαν να είναι «μήτε Μπουλγάρ», «μήτε Σρρπ», «μήτε Γρκρ», μονάχα «μακεντόν ορθοντόξ» έπρεπε να πληρώσουν ακριβό τίμημα προκειμένου να γίνουν καθώς πρέπει Ελληνες πολίτες και όχι «μιάσματα». Επρεπε να ξεχάσουν τη γλώσσα και την ταυτότητά τους.

Οι πολιτικές της βίαιας αφομοίωσης που ασκήθηκαν στην ελληνική Μακεδονία από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ώς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έφεραν τα αποτελέσματά τους: πλέον, οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες είναι κατά πολύ λιγότεροι, είναι όλοι δίγλωσσοι και μόνο ένα πολύ πολύ μικρό κομμάτι τους δεν έχει ελληνική εθνική συνείδηση.

Απέναντι σε αυτόν τον πληθυσμό, κατά καιρούς, όντως εκπέμπεται αλυτρωτισμός από εθνικιστικούς κύκλους των Σκοπίων, κάτι που απολύτως ευλόγως ενοχλεί, παρά την ανεδαφικότητά του, την Αθήνα που δεν θέλει να ακούει ούτως ή άλλως γι’ αυτούς.

Κι εκεί λοιπόν που όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν για την εθνική αφήγηση, έρχεται η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και η αυτοδιάθεση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ώστε να γρατζουνίσει έναν ιστορικό λογαριασμό που είχε ξεφτίσει μεν, αλλά δεν είχε κλείσει. Αυτό έγινε. Τα έθνη δεν κάνουν ψυχοθεραπεία. Διπλωματία κάνουν.

Απ’ την άλλη, όσα έθνη έχουν θαρρετά ομολογήσει στον εαυτό τους πρωτίστως τις πικρές αλήθειες και τα ντουλαπιασμένα μυστικά τους μόνο κερδισμένα βγαίνουν. Πόσω δε μάλλον όταν αυτά είναι κοινά τοις πάσι… Οπως ακριβώς κι οι άνθρωποι.

(1) Στο άρθρο 6 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, αναφέρεται ότι το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος (η πΓΔΜ) «διακηρύσσει ότι τίποτε στο Σύνταγμά της και ιδίως στο Προοίμιό του ή στο Αρθρο 3 αυτού, δεν μπορεί ή δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως εμπεριέχον ή δυνάμενο να εμπεριέχει στο μέλλον την βάση για εδαφική αξίωση πέραν των συνόρων της»

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν. καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών