Η Ντζαϊλί Αμαντού Αμάλ είναι γεννημένη στο Καμερούν και ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Πελ (ή Φούλμπε ή Φουλάνι ή Φαλάτα κ.ά., κ.ά. – η ομάδα αυτή αποκαλείται με διάφορα ονόματα, ενώ κάποια από αυτά είναι οι ονομασίες που χρησιμοποιούσαν οι διάφοροι αποικιοκράτες, ο καθένας στη γλώσσα του· υπολογίζονται γύρω στα 40 εκατομμύρια και ζουν σε πάνω από 15 χώρες της Αφρικής). Στους Πελ υπάρχει πολυγαμία – δεν είναι ο απόλυτος κανόνας, δεν είναι νόμος, αλλά επιτρέπεται και εφαρμόζεται συχνά. Η πολυγαμία και το πώς την βιώνουν οι γυναίκες είναι το θέμα που πραγματεύεται η συγγραφέας σε αυτό το μυθιστόρημά της, το οποίο τιμήθηκε το 2020 με το βραβείο Goncourt des lycéens.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε τρεις ιστορίες, με βάση τρεις διαφορετικές πρωταγωνίστριες. Στην πρώτη, πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια είναι η Ραμλά: μια γυναίκα ερωτευμένη και αρραβωνιασμένη με τον Αμινού – αρραβώνας όμως που διαλύεται όταν ο πατέρας της αποφασίζει να την δώσει ως δεύτερη σύζυγο σε έναν πλούσιο άνδρα που είναι ήδη παντρεμένος με τη Σαφιρά. Η Ραμλά έχει επίγνωση για τον εαυτό της και το λέει: «εγώ είμαι διαφορετική. Πάντα ήμουν». Ασχολείται με τα βιβλία της, θέλει να γίνει φαρμακοποιός, σχεδιάζουν με τον Αμινού να πάνε στην Τυνησία για να σπουδάσουν. Όλα καταρρέουν όμως όταν εμφανίζεται ο πλούσιος γαμπρός και ο πατέρας της σπάει τον αρραβώνα. Η μάνα της μοιάζει να δείχνει αρχικά μια σχετική κατανόηση («θα προτιμούσα να αποφύγεις την πολυγαμία. Βλέπεις τι τραβάω εγώ τόσα χρόνια»), αλλά τελικά υπακούει στην επιθυμία του πατέρα. Μάλιστα στο χωριό παινεύουν τη Ραμλά που κατάφερε «να κάν[ει] πολυγαμικό έναν κατηγορηματικά μονογαμικό άντρα». Τίποτα δεν θα μεταπείσει τον πατέρα, κανένα επιχείρημα («Ω, πατέρα! Γιατί παραβλέπεις την εντολή του Προφήτη που ορίζει ότι η συγκατάθεση της κόρης στον γάμο της είναι υποχρεωτική;»).
Η αδελφή της Ραμλά, η Ιντού, επίσης εξαναγκάζεται να παντρευτεί έναν άνθρωπο μέθυσο και βίαιο. Την κακοποιεί διαρκώς αλλά η Ιντού σύμμαχο δεν βρίσκει πουθενά («ούτε ο γιατρός έδειξε σοκαρισμένος. Δεν υφίσταται βιασμός εντός γάμου»). Όταν τελικά θα το ρισκάρει και θα αποφασίσει να δραπετεύσει (φυσικά θα την πιάσουν και θα την φέρουν πίσω), κάποιοι συγγενείς προσπαθούν να συνετίσουν τον σύζυγο, αλλά είναι πλέον αργά, η πορεία προς την τραγωδία είναι μονόδρομος.
Αν στις δύο πρώτες ιστορίες η συγγραφέας θίγει (ρητά ή υπαινικτικά) διάφορες πλευρές του ζητήματος (το θέμα της παράδοσης, της θρησκείας, το ταξικό ζήτημα κ.ά.), έρχεται η τρίτη ιστορία να προσθέσει ακόμα μία ψηφίδα, ακόμα μία απόχρωση στην πραγματικότητα την οποία περιγράφει το μυθιστόρημα. Πρωταγωνίστρια εδώ είναι η Σαφιρά, η πρώτη σύζυγος του συζύγου της Ραμλά. Για τη Σαφιρά, ο σύζυγος είναι πεδίο διεκδίκησης, ο εχθρός είναι η δεύτερη σύζυγος, σε έναν κόσμο όπου «η ζήλια είναι ντροπιαστικό συναίσθημα». Το λέει και η ίδια, είναι αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει τα πάντα στον πόλεμο εναντίον της Ραμλά: μαγεία και ξόρκια, θυσίες και θαυματοποιούς, παγίδες και συκοφαντίες, ανταγωνισμούς και ψέματα. Όταν όμως μιλήσουν οι δυο τους, η Σαφιρά θα ξεκαθαρίσει στη Ραμλά: «Μα δεν μισώ εσένα! Τη γυναίκα του άντρα μου μισώ. Την πολυγαμία είναι που…», και μέσα στη σιωπή θα καταλάβουν ότι «καθεμιά σκάλιζε το δικό της άχτι». Ακόμα όμως κι όταν η Ραμλά κάνει την τομή, η Σαφιρά θα καταλάβει με τρόπο οδυνηρό ότι, μέσα σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, καμία «νίκη» δεν μπορεί ποτέ να είναι τελεσίδικη.
Κώστας Αθανασίου