Macro

Ντέμπι Χάμφρι: Η αναπηρία και ο καπιταλισμός της λιτότητας

Σήμερα δημοσιεύουμε στις Ιδέες αποσπάσματα από ένα άρθρο της Ντέμπι Χάμφρι, επιστημονικής συνεργάτριας του βρετανικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου και του Πανεπιστημίου Όξφορντ Μπρουκς, με τίτλο “‘I’ve always felt these spaces were ours’: disability activism and austerity capitalism” [«”Πάντα θεωρούσα ότι αυτοί οι χώροι ήταν δικοί μας”: ο αναπηρικός ακτιβισμός και ο καπιταλισμός της λιτότητας»], που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στις 21 Φεβρουαρίου 2023 (www.tandfonline.com/doi/full/10.1080/13604813.2023.2172907) .

Όπως αναφέρει η συγγραφέας το συγκεκριμένο άρθρο περιέχει τους προβληματισμούς της μετά από συνέντευξη που πήρε, για λογαριασμό του εκδιδόμενου από την ίδια περιοδικού CityAnalysisofUrbanChange, Theory, από μια τετραμελή ομάδα ακτιβιστών και ακτιβιστριών της βρετανικής οργάνωσης Disabled People Against Cuts (DPAC) [Άτομα με Αναπηρία Ενάντια στις Περικοπές], η οποία ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2010 για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις που είχαν στη ζωή των ανάπηρων ατόμων οι κυβερνητικές περικοπές δαπανών. Η DPAC συνεχίζει τη λειτουργία της μέχρι σήμερα, με στόχο την προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ισότητας για όλα τα άτομα με αναπηρία, λειτουργώντας με βάση το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας (βλ. παρακάτω). Θεωρούμε ότι η παρουσίαση στο άρθρο της Χάμφρι της αντίστασης στον «καπιταλισμό της λιτότητας» από τα μέλη της DPAC μπορεί να είναι χρήσιμη και για το ελληνικό αναπηρικό κίνημα.

 

Χ.Γο.

 

Μια σύντομη ανασκόπηση του αποκλεισμού των ατόμων με αναπηρία κατά τη διάρκεια του βιομηχανικού καπιταλισμού του 19ου αιώνα είναι χρήσιμη για να οριοθετηθούν οι ιστορικές ρίζες της αλληλοσυσχέτισης μεταξύ της κατηγορίας των ατόμων με αναπηρία, του αποκλεισμού και του καπιταλισμού. Χρησιμοποιώντας το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, οι μαρξιστές/σοσιαλιστές μελετητές στηρίχθηκαν στη θεωρία των βασικών σταδίων του καπιταλισμού για να καταγράψουν τον τρόπο με τον οποίο ο αποκλεισμός θεσμοθετήθηκε τον 19ο αιώνα κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία της αγροτικής οικονομίας στο βιομηχανικό καπιταλισμό των πόλεων. Υποστήριξαν την άποψη ότι το αυτοματοποιημένο εργοστασιακό σύστημα, οργανωμένο με βάση την εμπορευματοποίηση ενός συνηθισμένου σώματος, απέκλεισε τα άτομα με αναπηρίες, τα οποία στη συνέχεια τυποποιήθηκαν [ως ειδική κατηγορία]. Συνεπώς, η αναπηρία κατασκευάστηκε από τις υλικές δομές του βιομηχανικού καπιταλισμού, οι οποίες κατέληξαν στις ιδεολογικές δομές που παρήγαγαν την κατηγορία των αναπήρων. Ως εκ τούτου, το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας διακρίνει τη σωματική βλάβη από την αναπηρία, με την πρώτη να είναι μια κατάσταση του σώματος και τη δεύτερη να αναφέρεται στα κοινωνικά εμπόδια για αυτοδύναμη επιβίωση και κοινωνική συμμετοχή. Τα άτομα με αναπηρία απέκτησαν μια κάποια ισοτιμία κατά τη διάρκεια του καπιταλισμού του κράτους πρόνοιας του 20ού αιώνα, κυρίως με τους αγώνες τους στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 για πρόσβαση και κοινωνική ένταξη, αλλά ο αποκλεισμός ουδέποτε εξαλείφθηκε πλήρως, όπως αποδεικνύεται από το συνεχιζόμενο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ανάπηροι και οι ανάπηρες στην αγορά εργασίας.
 
Οι ελπίδες ότι ο τομεακός, ψηφιακός και οργανωτικός μετασχηματισμός της μεταβιομηχανικής πόλης θα δημιουργούσε ευνοϊκότερες συνθήκες απασχόλησης έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτες, καθώς η λογική του ιδιωτικού τομέα που κυριαρχεί στον τομέα των υπηρεσιών δημιούργησε ένα περιβάλλον εργασιακής πειθαρχίας που αποσκοπεί στη μέγιστη παραγωγικότητα, το οποίο δεν ταιριάζει στα εργαζόμενα άτομα με σωματικές βλάβες. Αλλά και η διαδραστική εργασία στον τομέα των υπηρεσιών απαιτεί συγκεκριμένα είδη «επιθυμητών σωμάτων», και έτσι είναι εξίσου ακατάλληλη [για τους ανάπηρους και τις ανάπηρες].
 
 
Η κατασκευή της αναπηρίας
 
 
Επομένως, η κατασκευή της κατηγορίας των ατόμων με αναπηρία συνεχίζει να υφίσταται, μεταβαλλόμενη ανάλογα με τους διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας, με τη λιτότητα να έχει προκαλέσει νέες μορφές αποκλεισμού, καθώς η κατάργηση του δικτύου ασφάλειας που παρείχε το κράτος πρόνοιας απειλεί την επιβίωση τους. Η Νάνσυ Φρέιζερ, υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός της λιτότητας έχει δημιουργήσει μια «κρίση φροντίδας», δεδομένου ότι οι ακραίες περικοπές των παροχών κοινωνικής πρόνοιας θέτουν σε κίνδυνο τις αναπαραγωγικές διαδικασίες από τις οποίες εξαρτάται η παραγωγή. Από την πλευρά της, η Σίλβια Φεντερίτσι επισημαίνει ότι η κρατική αποεπένδυση στον τομέα της κοινωνικής αναπαραγωγής προέκυψε ακριβώς επειδή οι έρευνες έδειξαν ότι οι κοινωνικές επενδύσεις δεν αυξάνουν την παραγωγικότητα. Αν σε αυτά προστεθεί η μειωμένη ζήτηση μισθωτής εργασίας και η αύξηση ενός μακροχρόνια άνεργου μη παραγωγικού στάσιμου πλεονάζοντος πληθυσμού, τότε, από καπιταλιστική σκοπιά, η κρατική στήριξη της κοινωνικής φροντίδας και αναπαραγωγής είναι περιττή.
 
Σε αυτό το πλαίσιο, οι στάσιμοι πλεονάζοντες πληθυσμοί -αυτοί που ο Μαρξ αποκαλούσε «λούμπεν προλεταριάτο»- μετατρέπονται σε ανθρώπινα απόβλητα μιας χρήσης. Η Τίτι Μπατατσάρια και η ακτιβίστρια της DPAC, Έλεν Κλίφορντ, ωστόσο, προχωρούν παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η αντιμετώπιση κάποιων ανθρώπων ως αναλώσιμων εξυπηρετεί τον σκοπό του καπιταλισμού, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε είδους εργασία θεωρείται προτιμότερη [από την ανεργία]. Με άλλα λόγια, η απειλή που συνιστά η λιτότητα για την αναπαραγωγή των ατόμων με αναπηρία είναι μια σκόπιμη και βασική διάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας, επειδή λειτουργεί αποτρεπτικά για την διεκδίκηση δικαιωμάτων από ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες, ωθώντας το γενικότερο περιπλανόμενο πλεόνασμα των επισφαλώς εργαζόμενων μισθωτών στην αποδοχή όλο και χειρότερων εργασιακών συνθηκών και αμοιβών από τον φόβο μήπως καταστούν άτομα που δεν δικαιούνται επιδομάτων, χωρίς ταυτόχρονα να έχουν τα αναγκαία μέσα επιβίωσης.
 
Η Φεντερίτσι χαρακτηρίζει την ιδιωτικοποίηση της φροντίδας ως χρηματιστικοποίηση της αναπαραγωγής, η οποία συνεχίζεται εδώ και τρεις δεκαετίες, αλλά έχει ενταθεί από την περίοδο της λιτότητας. Αν αυτό που τονίζει είναι οι δυσανάλογες επιπτώσεις αυτής της ιδιωτικοποίησης στις γυναίκες, η συγκριμένη πολιτική λιτότητας επηρεάζει δυσανάλογα και τα άτομα με αναπηρία.
 
Η θεωρία των βασικών σταδίων του καπιταλισμού έχει επικριθεί για το γεγονός ότι είναι υπερβολικά μονοσήμαντη και γενικευτική, και γι’ αυτό διάφοροι μελετητές έχουν προσπαθήσει να ενσωματώσουν σ’ αυτήν διαφοροποιήσεις και πολυπλοκότητες, επισημαίνοντας την ύπαρξη πιο συμμετοχικών μοντέλων μικρών επιχειρήσεων, καθώς και την πίεση των εργατικών συνδικάτων για διευκολύνσεις σε άτομα με αναπηρία. Φυσικά, τα ανάπηρα άτομα ανήκουν σε διαφορετικές τάξεις, αλλά στο Ηνωμένο Βασίλειο υπερεκπροσωπούνται στις ομάδες που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας. Το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο της καπιταλιστικής πόλης στην κατασκευή της αναπηρίας, δημιουργώντας συναινέσεις για τον αποκλεισμό των ατόμων με αναπηρία από την αγορά εργασίας και την κοινωνία, καθώς με διάφορους τρόπους τα οδηγούν σε μια σειρά δομών-εργοστάσια, άσυλα, οικισμούς και ειδικά σχολεία- προκειμένου το παραγωγικό εργατικό δυναμικό να απαλλαγεί από αυτά.
 
 
Αγώνες κατά της λιτότητας
 
 
Όπως υποστηρίζει η Μπατατσάρια, η διαπίστωση ότι θεσμοθετείται η απόγνωση δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τις ελπίδες μας για αλλαγή της κατάστασης ∙ αντίθετα μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαδικασίες της λιτότητας. Αποτελεί επίσης έναν χρήσιμο οδηγό για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η στρατηγική της καμπάνιας της DPAC προσπαθεί να αμφισβητήσει και να αναιρέσει τις ρατσιστικές ελεγκτικές διαδικασίες της λιτότητας που προκαλούν αυτήν την απόγνωση.
 
Η διαρκής διαδικασία ενημέρωσης και υποστήριξης από την DPAC των ατόμων που δικαιούνται επιδομάτων αναπηρίας και ασκούν έφεση κατά των αποφάσεων αξιολόγησης της κατάστασής τους είναι σημαντική τόσο από πρακτική όσο και από ιδεολογική άποψη. Την περίοδο 2013-2018, περισσότερα από 550.000 άτομα με αναπηρία, που άσκησαν έφεση κατά των αποτελεσμάτων αξιολόγησης δικαιώθηκαν, με το ποσοστό επιτυχίας να φτάνει στο εκπληκτικό 50%∙ επίσης, το 2019, το ποσοστό επιτυχίας των εφέσεων για το Επίδομα Προσωπικής Ανεξαρτησίας (PIP) και το Επίδομα Στήριξης της Απασχόλησης (ESA), που συνιστούν οικονομικές ενισχύσεις σε άτομα με διάφορες σοβαρές ασθένειες, αναπηρία ή ψυχικές διαταραχές, αυξήθηκε κατά 76% και 77% αντίστοιχα. Εκτός από την ανάκτηση των υλικών δικαιωμάτων των δικαιούχων, αυτή η εξέλιξη συνιστά μια συντριπτική διάψευση του χαρακτηρισμού από το κράτος των ατόμων που διεκδικούν τα νόμιμα επιδόματα αναπηρίας ως «απατεώνων».
 
Παράλληλα με την κατηγορία του «απατεώνα», η απόδοση του χαρακτηρισμού «θύμα» στα άτομα με αναπηρία είναι επίσης διαρκής και προβληματική. Και οι δύο κατηγοριοποιήσεις είναι εξατομικευτικές και παθολογοποιητικές αφηγήσεις που εντοπίζουν την αναπηρία στα σώματα των ατόμων και όχι στις κοινωνικές δομές. Η Κλίφορντ εξηγεί πώς αυτό δημιουργεί προβλήματα στην αντίσταση κατά της λιτότητας: «Είναι σαν να ακροβατούμε σε τεντωμένο σχοινί, γιατί, ναι, έχουμε ανάγκη υποστήριξης, χρειαζόμαστε πόρους και η πόλη πρέπει να είναι χτισμένη με τρόπο που να μπορούμε να λειτουργούμε σ’ αυτήν, αλλά όχι επειδή είμαστε ευάλωτα άτομα ή θύματα».
 
Οι άμεσες δράσεις των μελών της DPAC στην πόλη αποτελούν βασική στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, δεδομένου ότι αξιοποιούν και ταυτόχρονα αμφισβητούν την ιδιότητα του «θύματος». Μετά τη δημόσια κατακραυγή, το 2010, όταν η Μητροπολιτική Αστυνομία έσυρε τον Τζόντι Μακ Ιντάιρ έξω από το αναπηρικό του καροτσάκι κατά τη διάρκεια των φοιτητικών ταραχών στο Λονδίνο, οι ανάπηροι ακτιβιστές αξιοποιούν τον φόβο της αστυνομίας μήπως θεωρηθεί ως αυτουργός βίας. Ο ακτιβιστής της DPAC, Άντι Γκριν, υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στην πόλη λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησης του κόσμου και των μέσων ενημέρωσης, την οποία αντιπαραβάλλει με την στάση απέναντι στους ανάπηρους ακτιβιστές που δραστηριοποιούνται ενάντια στις εξορύξεις, οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένοι από τον Τύπο και δεν απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια: «Υπάρχει μια ξεκάθαρη διαχειριστική τεχνική της αστυνομίας ή των ιδιωτικών εταιρειών ασφάλειας (securiry), η οποία συνίσταται στην ανάσχεση και στη συνέχεια στην απομάκρυνση από τον χώρο, είτε αυτή γίνεται με την άσκηση βίας είτε όχι. Αλλά εμάς δεν μπορούν να μας αντιμετωπίσουν με αυτόν τον τρόπο, ιδίως μπροστά στα μάτια του κόσμου. Έτσι, μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε ένα χώρο, καθώς το να δέρνουν οι αστυνομικοί άτομα με αναπηρία είναι μία απαράδεκτη πράξη για την κοινή γνώμη… Πάντα θεωρούσα ότι αυτοί οι χώροι ήταν δικοί μας».
 
Έτσι, ενώ οι εν γένει διαδηλωτές κατά κανόνα μπορούν να συλλαμβάνονται και να υφίστανται σωματική βία, οι ανάπηροι διαδηλωτές έχουν τη δυνατότητα να αντιστέκονται στους περιορισμούς και να μετακινούνται σε χώρους στους οποίους οι άλλοι ακτιβιστές δεν έχουν πρόσβαση, γεγονός που τους δίνει ένα μοναδικό πλεονέκτημα στις καταλήψεις. Τα μέλη της DPAC εκμεταλλεύτηκαν αυτό το πλεονέκτημα όταν κατέλαβαν το υπουργείο Εργασίας και Συντάξεων, καθώς όταν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το κτίριο επέμειναν ότι η αναπηρία τους καθιστούσε υποχρεωτική την αποχώρηση τους από την κύρια είσοδο, γεγονός που τους έφερε σε απευθείας επαφή με τα μέσα ενημέρωσης. Έχοντας κατασκευάσει τα άτομα με αναπηρία ως «διαφορετικά», εκτός των ορίων της ισότιμης και χωρίς αποκλεισμούς ιδιότητας του πολίτη, το κράτος τινάζεται στον αέρα από τα εκρηκτικά που έχει ζωστεί (δηλ. ματαιώνεται από την ίδια την στρατηγική του), καθώς οι ακτιβιστές της DPAC χρησιμοποιούν και ταυτόχρονα αντιστρέφουν τον κυρίαρχο λόγο της εξουσίας. Οικειοποιούνται και μετασχηματίζουν τον αστικό χώρο και τις σχέσεις εξουσίας μέσω των ενσώματων ενεργειών τους, αποδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι κυρίαρχες διαδικασίες αστικοποίησης που εφαρμόζουν πανίσχυρα πολιτικά καθεστώτα μπορούν να αποδιοργανωθούν από απλές καθημερινές πρακτικές.
 
Οι δράσεις της DPAC αποδεικνύουν επίσης τη δυνατότητα παρέμβασης και ακυρώνουν τη θεσμοθέτηση της απόγνωσης, όπως τότε που κάποια μέλη της κατέλαβαν το οδόστρωμα έξω από την είσοδο της πρωθυπουργικής κατοικίας. Ας δούμε πώς αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός ο Γκρίν: «Θυμάμαι τη μέρα που ήμασταν έξω από τον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να διασχίζουν τον δρόμο με μια ενέργεια και μια έκφραση χαράς στα κόκκινα, ιδρωμένα και γελαστά πρόσωπά τους, που έκαναν το χώρο να μοιάζει νεκρός, ενώ όλοι τους ήταν ενθουσιασμένοι».
 
Αυτές οι μαχητικές, χαρούμενες και συγκρουσιακές δράσεις αποτελούν ένα αποτελεσματικό αντίδοτο στο αίσθημα αδυναμίας που επιδιώκει να επιβάλει η πολιτική της λιτότητας, καθώς ενσαρκώνουν τις δυνατότητες για αλλαγή της κατάστασης. Ζωντανεύουν και διαταράσσουν τις υποδομές πειθάρχησης της πόλης, μετατρέποντάς την σε πεδίο μάχης. Όπως υποστηρίζει η [καναδή κοινωνιολόγος και ερευνήτρια σε θέματα πολιτικής της φροντίδας], Μαίρη Τζιν Χαντ, τα άτομα με αναπηρία είναι «αναπόσπαστο μέρος και όχι ατυχές θύμα των αγώνων στο κέντρο της πόλης». Ο απροσδόκητος, ευκαιριακός και αναρχικός χαρακτήρας των δράσεων της DPAC επιβεβαιώνει στην πράξη την άποψη ότι μια φεμινιστική/κουήρ προσέγγιση της θεωρίας της πόλης αφήνει χώρο «για αυτή την υπέροχη αναρχία … που είναι απαραίτητη για μια μετασχηματιστική πολιτική».
 
H DPAC επιδιώκει επίσης να αντικρούσει τη σκόπιμη παραπλάνηση που υπάρχει στα έντυπα αξιολογήσεων [της αναπηρίας] και στις διαδικασίες υποβολής ενστάσεων εναντίον τους. Η ενημέρωση των ανάπηρων ατόμων είναι λιγότερο εντυπωσιακή και πιο συνηθισμένη, αλλά εξίσου σημαντική. Όπως μας είπε η, επίσης ακτιβίστρια του DPAC, Πόλα Πίτερς, «[α]ν δεν υπήρχαν οι ομάδες των κοινωνικών δικτύων και οι ιστότοποι δεν θα είχα ιδέα πώς να συμπληρώσω αυτό το έντυπο … Έπρεπε να μάθουμε τον νόμο για να προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε. Έπρεπε να μάθουμε τα δικαιώματά μας, για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα άλλων ανθρώπων …Η γνώση είναι δύναμη».
 
Η DPAC αντιστρέφει επίσης τις διαδικασίες ελέγχου της πολιτικής της λιτότητας, καθιστώντας υπόλογο το κράτος και τους φορείς του, κάτι που έχει ένα παρόμοιο αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα για το σύστημα. Ας ακούσουμε, πάλι, την Πίτερς: «Όταν κάνουμε μια σιωπηλή διαμαρτυρία μας έξω από ένα κέντρο εύρεσης εργασίας, ή έξω από ένα κέντρο αξιολόγησης, το κατεστημένο αναστατώνεται. Όταν εισβάλουμε στο Κοινοβούλιο, τούς αναστατώνουμε. Όταν τους παρακολουθούμε στις ακροάσεις των ειδικών επιτροπών τους, τούς αναστατώνουμε. Όταν διαμαρτυρόμαστε σε ανοιχτούς χώρους, τους τρομάζουμε. Όταν καθόμαστε στα θεωρεία της Βουλής, δεν τους αρέσει».
 
Αυτό δείχνει ότι η γνώση των τεχνολογιών της λιτότητας, αλλά και της τακτικής και του λόγου της, είναι σημαντική όχι μόνο για την κατανόησή τους, αλλά και για να μπορούμε να οργανώσουμε την αντίστασή μας. Ο Χάρβεϊ υποστηρίζει ότι το δικαίωμα στην πόλη είναι μια ενεργός διαδικασία κατασκευής ενός καλύτερου κόσμου για εμάς, η οποία στη συνέχεια μάς επιτρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας. Επιπλέον, εξετάζοντας το δικαίωμα στην πόλη από την σκοπιά του σώματος, μπορούμε να παρακολουθήσουμε μια αντίστροφη πορεία από την συνήθη, μέσω της οποίας ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητάς μας (ως δρώντων και όχι ως θυμάτων, ως κάποιων που προβάλλουν εμπόδια και όχι ως συμμορφούμενων με τους κανόνες, ως ορατών και όχι ως αποκλεισμένων, ως χαρούμενων και όχι ως απελπισμένων) συμβάλλει στην αλλαγή της πόλης. Όπως έχουν υποστηρίξει διάφοροι μελετητές, η εστίαση στο σώμα παρέχει πληροφορίες για απρόβλεπτες, μη προαποφασισμένες δυνατότητες πρόκλησης αναταραχής και αντίστασης, ενώ οι γειωμένες, «μουσκεμένες στον ιδρώτα» προσεγγίσεις του σώματος μπορούν να αποκαλύψουν τη δομή και την στρατηγική της εξουσίας.
 
 
Δρόμοι που οδηγούν στη μετα-καπιταλιστική κοινωνία
 
 
Είναι απολύτως σαφές ότι το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας διαμορφώθηκε σε συνδυασμό με ένα αναπηρικό κίνημα που έχει στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η αναπηρία κατασκευάζεται από την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, ο μόνος δρόμος για την πλήρη ισότητα των ανάπηρων ατόμων είναι η πολιτικο-οικονομική αναδιοργάνωση εκτός καπιταλισμού, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με την ανάληψη του ελέγχου των πόρων και του λόγου. Η DPAC συμφωνεί με αυτή την άποψη. Όπως λέει η Κλίφορντ, «δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πλήρης ισότητα των ατόμων με αναπηρία αν δεν απαλλαγούμε από τον καπιταλισμό». Αλλά στην πράξη η στρατηγική της οργάνωσης δεν είναι ευθύγραμμη ή άμεση. Η αντίθεση στη λιτότητα απαιτεί πολιτικές μεταρρυθμίσεις, που δεν είναι απαραίτητα αντικαπιταλιστικές.
 
Οι προτάσεις της DPAC, παρά το γεγονός ότι εντάσσονται στις καπιταλιστικές δομές πρόνοιας, οικοδομούν και δομές διακυβέρνησης που μεταφέρουν τον έλεγχο από πάνω προς τα κάτω, γεγονός που δεν συνάδει με την καπιταλιστική λογική. Βραχυπρόθεσμα, αυτή η στρατηγική αντιμετωπίζει την επίθεση της λιτότητας στην αναπαραγωγή και μακροπρόθεσμα προεικονίζει μετακαπιταλιστικές μορφές ιδιοκτησίας και πολιτικού ελέγχου των μέσων αναπαραγωγής που θα ελέγχονται από τους χρήστες. Η ριζοσπαστική πολιτική δράση απαιτεί την απόκτηση του ελέγχου των πόρων και των υπηρεσιών προκειμένου να ανατραπεί ο κρατικός εναγκαλισμός της κοινωνίας των πολιτών. Ακόμα και οι Μαρξ και Ένγκελς επισήμαιναν ότι η βελτίωση των υλικών συνθηκών της εργατικής τάξης την καθιστά περισσότερο ικανή να προχωρήσει σε μια αντικαπιταλιστική επανάσταση, μια προσέγγιση που επαναλαμβάνει ο Γκριν, ο οποίος αναγνωρίζει την άμεση ανάγκη αμφισβήτησης της λιτότητας, αλλά τη συνοδεύει με την παρότρυνση [στους ακτιβιστές και τις ακτιβίστριες] «να σκέφτονται πιο μακροπρόθεσμα» έχοντας ως στόχο τις διαρθρωτικές αλλαγές και την οικοδόμηση μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας.
 
 
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης