Η κυβέρνηση επιχειρεί να πείσει τη κοινή γνώμη ότι το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις αποτελεί ένα βήμα προς τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό της χώρας, ενώ τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜεΡΑ25 αλλά και μερικώς το ΚΙΝΑΛ) ότι επιχειρείται μια πολιτικοϊδεολογική αναβάθμιση της θωράκισης του κράτους / συστήματος απέναντι σε ό, τι αντιστέκεται. Σύμφωνα με τον νομοσχέδιο ανατίθεται στην αστυνομία η ευθύνη να εκτιμήσει / πιθανολογήσει τη σοβαρότητα του κινδύνου διάπραξης εγκλημάτων ή διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής και αναλόγως να απαγορεύσει ή να διαλύσει τη συνάθροιση, αν οι όροι διεξαγωγής της δεν έχουν τηρηθεί ή αν αυτή μετατρέπεται από ειρηνική σε βίαιη. Σύμφωνα με το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο, λοιπόν, η αστυνομία μετατρέπεται σε απόλυτο ρυθμιστή της άσκησης του δικαιώματος στην διαμαρτυρία.
Το βασικό – και πιο δημοφιλές – επιχείρημα της κυβέρνησης στην υπεράσπιση του νομοσχεδίου είναι ότι συχνά (και πάντως συχνότερα από ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) διασαλεύεται η κοινωνική και οικονομική ζωή της πρωτεύουσας. Ωστόσο, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (βλ. ECPR – Participation and Mobilization) ο αριθμός των διαδηλώσεων και των απεργιών στη χώρα μας τα τελευταία 25 χρόνια είναι πολύ χαμηλότερος από αυτόν που έλαβαν χώρα στη Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία και αλλού, ενώ η τάση για συμμετοχή σε κάποια μορφή διαμαρτυρίας στη χώρα μας είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με χώρες, όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία. Εν τούτοις, η χώρα μας, ιδίως από το 2009 και έπειτα καταγράφει σχετικά υψηλή αύξηση του αριθμού των διαδηλώσεων, ίδιου μεγέθους ωστόσο με αυτήν που ανιχνεύεται μεταξύ των χωρών, στις οποίες εφαρμόστηκαν μέτρα οικονομικής λιτότητας (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία).
Παρά την σχετικά έντονη αλλά και ιστορικά εξηγήσιμη κουλτούρα διαμαρτυρίας σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει και ένας πολύ πιο υλικός λόγος, για τον οποίο οι δράσεις διαμαρτυρίας σε συγκεκριμένες χώρες είναι αυξημένες τα τελευταία περίπου 10 χρόνια: Είναι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές. Οι ομάδες πίεσης (αυθόρμητες ή οργανωμένες) και τα κινήματα δεν διαμαρτύρονται από καπρίτσιο. Είναι οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες διαβίωσης και η κατάσταση στο πεδίο των δικαιωμάτων, τα οποία οδηγούν (συναισθηματικά ή ορθολογικά) σε κινητοποίηση. Είναι τελικά η ίδια η Δημοκρατία, που θεμελιώθηκε και συνεχίζει να εμβαθύνεται με αυτό τον τρόπο, με τις ομάδες πίεσης και τα κινήματα να αποτελούν την ατμομηχανή της, φέροντας τη δυνατότητα αποτελεσματικής πίεσης προς τους άρχοντες. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τα μικρά και μεγάλα δικαιώματα που απολαμβάνουμε σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες κατοχυρώθηκαν με ιδιαίτερης έντασης κινητοποιήσεις από την μεριά των διαδηλωτών. Και ας σκεφτούμε βέβαια και τούτο: Αν η σημερινή κυβέρνηση πραγματικά έχει τη βούληση να «ρυθμίσει» και όχι να «περιορίσει» το πλαίσιο εντός των οποίων θα γίνονται οι διαδηλώσεις, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι μια αυταρχική κυβέρνηση στο μέλλον δεν θα αξιοποιήσει το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο που αποδίδει απόλυτα ρυθμιστικό ρόλο στην αστυνομία για να καταστρατηγήσει οριστικά το δικαίωμα της διαμαρτυρίας;
Σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η στάθμιση των ελευθεριών υπαγορεύει παράλληλα και τον αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο δράσης της αστυνομίας. Και είναι αυτή η κρίσιμη λεπτομέρεια, που καθιστά αποδεκτή ή μη (εκσυγχρονιστική ή μη) την απόδοση του «ρυθμιστικού ρόλου» στην αστυνομία: Υπάρχει παγιωμένη φιλελεύθερη δημοκρατική κουλτούρα στην βάση της οποίας μπορούν να ρυθμιστούν με κάποιον κατ’ ελάχιστο έστω τρόπο οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες στη χώρα μας; Με άλλα λόγια, η ιστορική συγκρότηση και κουλτούρα της Ελληνικής Αστυνομίας επιτρέπουν στην τελευταία να ασκήσει έστω υποτυπωδώς έναν τέτοιο ρόλο; Η συμπεριφορά μονάδων της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και τα αποτελέσματα των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου σε περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο (περιστατικά στη Χίο με αστυνομικούς με πολιτικά να κυνηγάνε πολίτες, υπόθεση «ζαρντινιέρα», ξυλοδαρμοί μεταναστών σε αστυνομικά τμήματα, ζημιές σε καταστήματα από την ασφάλεια κ.α.).
Εν τέλει, η αναγκαία ρύθμιση σε σχέση με το πλαίσιο των διαδηλώσεων / κινητοποιήσεων που θα επιτρέπει την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος μέσα σε ένα κλίμα διαφανών κανόνων και λογοδοσίας σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετείται από την απόδοση του ρόλου του απόλυτου ρυθμιστή στην Ελληνική Αστυνομία. Υπό αυτή την έννοια, η επιδιωκόμενη διαίρεση σε αυτή την περίπτωση δεν θα πρέπει να εστιάζει σε δεξιές και αριστερές αντιλήψεις αλλά σε φιλελεύθερες και μη φιλελεύθερες. Εκεί τοποθετείται πραγματικά το δίπολο. Μεταξύ όσων αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα αποτελεσματικής πίεσης για κατοχύρωση δικαιωμάτων και εμβάθυνση της Δημοκρατίας και μεταξύ όσων πιστεύουν ότι «η ιστορία έχει τελειώσει» και οι διεκδικήσεις από τα κάτω έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
O Άγγελος Σεριάτος είναι υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης