Macro

Νόμος και εξουσία

Πριν από περίπου δύο μήνες («Εφ.Συν.», 21/8/2018), είχα δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο «Λαμογιανός καπιταλισμός». Δεν είθισται στη σφαίρα της «ακαδημαϊκής» (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό) κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας να χαλκεύονται όροι που αντλούνται από το «αργκό» λεξιλόγιο.

Δεν έχω μετανιώσει όμως για τούτη μου την αποκοτιά. Κι αυτό όχι μόνον επειδή δικαιολογώ στον εαυτό μου να «κάνω και λίγη πλάκα» απευθυνόμενος σε κοινό ευρύτερο από εκείνο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Στην προκειμένη περίπτωση τουλάχιστον, η λέξη «λαμόγιο», μαζί τα παράγωγά της, «λαμογιά», «λαμογιανός» κ.ο.κ., αναδεικνύεται ως εννοιολογικά γόνιμη και ίσως αποκαλυπτική.

Στις γλωσσικές μου συνήθειες είμαι δύσπιστος απέναντι στους νεολογισμούς. Και αυτό κυρίως στο ακαδημαϊκό μου πεδίο, στην κοινωνική και πολιτική θεωρία, που ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες βρίθει από δαύτους. Αλλά στην περίπτωση του «λαμόγιου» η δυσπιστία μου επεκτεινόταν και στην καθημερινή «αργκό». Δεν μου άρεσε η λέξη, και αναρωτιόμουν γιατί ο κόσμος δεν χρησιμοποιούσε τον «δόκιμο» όρο «απατεώνας» («απατεωνιά» κ.λπ.).

Κάποια στιγμή όμως κατάλαβα ότι δεν είναι το ίδιο – άλλο «λαμόγιο» κι άλλο «απατεώνας». Και τούτη η συνειδητοποίηση μου έμαθε κάτι. Πως είχαμε να κάνουμε με μια περίπτωση όπου η γλώσσα της λαϊκής καθημερινότητας είχε σκεφτεί πράγματα «πριν» αυτά συστηματοποιηθούν από τη θεωρία.

Στην «κλασική» αντίληψη περί πολιτικής και εξουσίας, τούτη η τελευταία περιορίζεται στη λειτουργία των τριών θεσμικών εξουσιών, που διακρίνονται μεταξύ τους και ορίζονται σύμφωνα ακριβώς με τις διακριτές τους λειτουργίες ως προς τον νόμο: η νομοθετική εξουσία (το κοινοβούλιο) θεσπίζει τους νόμους, η εκτελεστική (η κυβέρνηση) τους εφαρμόζει, ενώ η δικαστική (τα δικαστήρια) επιβάλλει την τήρησή τους. Κατά συνέπεια, στην «κλασική» πολιτική σκέψη η εξουσία τείνει να ταυτίζεται με τον νόμο και το δίκαιο, ή έστω να ορίζεται αποκλειστικά με αναφορά στους δικαιικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς.

Αν λοιπόν «απατεώνας» είναι κάποιος (απλός πολίτης ή πολιτικός) που σκόπιμα και συστηματικά παραβαίνει τον νόμο προς ίδιον όφελος, τα πράγματα στην περίπτωσή του είναι απλά. Εμπίπτει στην αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας, και εκεί εξαντλείται η πολιτική του σπουδαιότητα.

Ισως πιο πολύ και από τη «διαφθορά», που επίσης υπονοεί κάποια συνειδητή και συστηματική παραβίαση της νομιμότητας έστω και σε πιο «πολιτικοποιημένη» μορφή από την απλή «απατεωνιά», πιο πολύ και από τη «διαπλοκή», που από μόνη της δεν σημαίνει τίποτα, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν «στεγανά» σε κανέναν τομέα της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας, η έννοια της «λαμογιάς» είναι αποκαλυπτική ως προς μια πιο σύνθετη και πιο κοντά στην πραγματικότητα σύλληψη της εξουσίας και της σχέσης της με τον νόμο.

Στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική σκέψη, κατόπιν των σχετικών εννοιολογήσεων κυρίως του Μισέλ Φουκό αλλά όχι μόνο, η εξουσία δεν ταυτίζεται ούτε συνεπεκτείνεται με τον νόμο και τους πολιτειακούς θεσμούς, αλλά διαχέεται στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών και νοείται ως κάθε κατάσταση κατά την οποία οι πολιτικο-οικονομικά ή κοινωνικά ισχυρότεροι επιδρούν στις ζωές και στις πράξεις των λιγότερο ισχυρών.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως ο νόμος τοποθετείται «εκτός» εξουσίας και πολιτικής. Απλώς και ο ίδιος ο νόμος γίνεται αντιληπτός μέσα σε ένα πλαίσιο συσχετισμών ισχύος, στο οποίο ιδανικά, σε συνθήκες δημοκρατίας, θα εξασφαλίζεται η αρχή της πλειοψηφίας όσον αφορά τη θέσπιση του νόμου και εκείνη της ισονομίας ως προς την εφαρμογή του και την τήρησή του. «Ιδανικά» όμως.

Ο λαϊκότροπος όρος «λαμογιά», με τον τρόπο που κατά κανόνα τουλάχιστον χρησιμοποιείται, σηματοδοτεί μια εξουσιαστική στην ουσία της πρακτική, κατά την οποία οι ισχυροί του κόσμου τούτου είναι σε θέση να ενεργούν όχι «ακριβώς» παραβαίνοντας τον νόμο, δεδομένου ότι η ισχύς που διαθέτουν τους επιτρέπει να επιδρούν και στον ίδιο τον νόμο, είτε κατά τη θέσπισή του είτε κατά την εφαρμογή του είτε κατά την τήρησή του.

Η «λαμογιά» είναι η λέξη που αποκαλύπτει πως ο σύγχρονος –εγχώριος αλλά όχι μόνο– νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, τη στιγμή ακριβώς που ομνύει στο όνομα της «αξιοκρατίας» και του «θεμιτού ανταγωνισμού», στηρίζεται ο ίδιος σε πρακτικές που διαρκώς μας θυμίζουν την «πικρή αλήθεια» πως κάποιοι έχουν πιο ίσες ευκαιρίες και διαθέτουν περισσότερη ισονομία από τους άλλους (για να παραφράσουμε και τον Οργουελ, που είθισται να παρατίθεται ως καυστική σάτιρα στο καθεστώς του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» και μόνον).

Ως μη πολιτικό πρόσωπο δεν διατρέχω κίνδυνο να μιλήσει κανείς για «δόγμα Δοξιάδη». Κάποιοι που έπαιρναν μίζες πάνε φυλακή. Αυτοί που τις δίνουν;

Ο Κύρκος Δοξιάδης καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών