Σαν το χαλάζι έπεφταν οι αυξήσεις επιτοκίων στην Ευρώπη χθες, λίγες μόνο ώρες μετά την αντίστοιχη κίνηση της αμερικανικής Fed. Τράπεζα της Αγγλίας, Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας και Ελβετική Κεντρική Τράπεζα προχώρησαν όλες σε μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων τους ακολουθώντας τη στρατηγική επιθετικής νομισματικής σύσφιγξης που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ στον αγώνα της κατά του πληθωρισμού.
Αντίθετα, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, που δεν ακολούθησε αυτήν την κατεύθυνση αφήνοντας τα επιτόκιά της αμετάβλητα στο -0,1%, αναγκάστηκε να παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος για πρώτη φορά μετά από 24 χρόνια προκειμένου να στηρίξει το γεν. Αναλυτικότερα, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (Swiss National Bank) αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 75 μονάδες βάσης, στο 0,5%, τερματίζοντας την πολιτική αρνητικών επιτοκίων που ακολούθησε τα τελευταία 7,5 χρόνια, με στόχο τη συγκράτηση του ελβετικού φράγκου. Η αύξηση ήταν μόλις η δεύτερη τα τελευταία 15 χρόνια και η SNB δεν απέκλεισε νέες στη συνέχεια, όπως και παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος.
Νωρίτερα, η Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας (Norges Bank) αύξησε και αυτή το επιτόκιό της κατά 0,5%, στο 2,25%, ενώ προανήγγειλε ακόμη μία αύξηση για τον Νοέμβριο. Η Τράπεζα της Αγγλίας (Bank of England) προχώρησε από την πλευρά της στην 7η διαδοχική αύξηση του επιτοκίου της, αυτή τη φορά κατά 0,5%, ανεβάζοντάς το στο 2,25%, ενώ διεμήνυσε και αυτή συνέχιση των αυξήσεων έως ότου χαλιναγωγηθεί ο πληθωρισμός. Η χθεσινή αύξηση ήταν διπλάσια όσων είχαν προηγηθεί (0,25%) σε αυτόν τον κύκλο ανόδου των επιτοκίων, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι αποφασίστηκε παρά την πρόβλεψη της ΒΟΕ ότι η βρετανική οικονομία εμφάνισε αρνητική ανάπτυξη (-0,1)% και στο β’ και στο γ’ τρίμηνο του έτους, βουτώντας σε «τεχνική» ύφεση.
Η επιλογή αυτή, η συντονισμένη μεγαλύτερη και ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός, όπως και ο παραμερισμός της ζημιάς που θα προκληθεί στην οικονομία από το υψηλότερο κόστος του χρήματος φαίνεται ότι συναποφασίστηκαν από την πλειονότητα των κεντρικών τραπεζιτών της υφηλίου στο φετινό οικονομικό συμπόσιο της Fed, που πραγματοποιήθηκε στο Τζάκσον Χόουλ του Γουαϊόμινγκ στα τέλη Αυγούστου.
Αμέσως μετά, το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, ακολούθησε μπαράζ επιθετικών αυξήσεων, με προεξέχουσες αυτές της ΕΚΤ (κατά 0,75% στο 1,75%), της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά (κατά 0,75% στο 3,25%), της Αυστραλίας (κατά 0,5% στο 2,35%).
Την περασμένη Τρίτη πήρε τη σκυτάλη η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας, που προχώρησε στη μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων της από το 1992 (κατά 1% στο 1,75%), ενώ προχθές η Fed προέβη στην τρίτη διαδοχική αύξηση κατά 0,75%, ανεβάζοντας το εύρος του βασικού της επιτοκίου στο 3%-3,25%. Ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, διεμήνυσε ότι «η τράπεζα θα προχωρήσει μέχρις ότου γίνει η δουλειά», ενώ σε όσους εκφράζουν ανησυχίες για τη ζημιά στην οικονομία είπε πως κανείς δεν γνωρίζει αν ο αγώνας κατά του πληθωρισμού θα φέρει μια ύφεση.
Η νομισματική πολιτική όμως αργεί να φέρει αποτέλεσμα και οι οικονομίες της υφηλίου μειώνουν συνεχώς ταχύτητα. Το απότομο πάτημα του φρένου που επιχειρούν σε αυτή τη φάση με την επιθετικότερη σύσφιγξη οι κεντρικοί τραπεζίτες ενδέχεται αποβεί τόσο οδυνηρό όσο το πάγωμα της παγκόσμιας οικονομίας με τις καραντίνες της πανδημίας. Και τη νύφη θα την πληρώσουν και αυτή τη φορά οι εργαζόμενοι, τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, και όχι οι πολύ πλούσιοι, οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι μέτοχοί τους, που αβγάτισαν τον πλούτο τους σε νέα επίπεδα-ρεκόρ την τελευταία διετία.
Μπάμπης Μιχάλης