Οσα λέει ο Λουί περιγράφουν όσα ζούμε στην Ελλάδα, τη γενικευμένη βουβαμάρα, τη ρευστοποίηση της Αριστεράς, τη θαυματουργή κολυμπήθρα του Κασσελάκη, τον γάμο ομοφύλων και τον Μπελέρη του Μητσοτάκη.
O γνωστός συγγραφέας Εντουάρ Λουί προ ημερών δημοσίευσε ένα σύντομο κείμενο (ελλην. μετάφραση στο jacobin.gr) με το οποίο απαντούσε σ’ έναν σκηνοθέτη που ζητούσε άδεια να διασκευάσει ένα βιβλίο του για το θέατρο, «παρότι» ήταν στρέιτ και όχι γκέι, όπως ο Λουί.
Ο δημοφιλής και στην Ελλάδα Λουί, υπό τις πολλαπλές του ταυτότητες –γκέι, αριστερός, συγγραφέας κ.λπ.– απάντησε, μεταξύ άλλων:
«Εχεις πάντοτε το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θελήσεις και κανείς άλλος δεν μπορεί να σου πει τι μπορείς και τι δεν μπορείς να κάνεις. Οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι αριστεροί αλλά τραβάνε μια γραμμή ανάμεσα στο ποιος έχει δικαίωμα να μιλήσει και ποιος πρέπει να το βουλώσει, είναι στην πραγματικότητα δεξιοί.
Η εμπειρία δεν είναι αλήθεια. Μπορεί να είναι μια πηγή της αλήθειας, μπορεί να βοηθήσει, αλλά δεν αποτελεί ποτέ εγγύηση. Στη ζωή μου είδα ομοφοβικούς ομοφυλόφιλους, συνάντησα κάποιους μη λευκούς ρατσιστές και κάποιες μισογυνικές γυναίκες. Η εμπειρία δεν προστατεύει κανέναν από τις ιδεολογίες. […]
Οι άνθρωποι που σκέφτονται την ταυτότητα ως κάτι που ανήκει μόνο σε μια ομάδα ανθρώπων είναι καπιταλιστικοί. Αποτελούν μέρος της καπιταλιστικής καταπίεσης. Ομιλούν για την ταυτότητα σαν να είναι κάποια μικρή ιδιοκτησία – το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου, το πορτοφόλι μου, η ταυτότητά μου, η κουιριά μου. Αυτό είναι λάθος. Η ταυτότητά μου δεν μου ανήκει. Ανήκει σε σένα στον ίδιο βαθμό που ανήκει και σ’ εμένα. […]»
Το κείμενο του Λουί συζητήθηκε, στα σόσιαλ βέβαια, όχι στα μίντια, κυρίως μεταξύ αριστερών και δικαιωματιστών. Πολλοί επικρότησαν, είδαν μια αμφισβήτηση της woke μικροτυραννίας, της πολιτικής ορθότητας· άλλοι όμως διέκριναν μια πατριαρχική αριστερή δομή, μια λογική ανάθεσης από τους «κάτω» προς τους «πάνω».
Βέβαια ο Λουί δεν είναι ανυποψίαστος για τις σχέσεις κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, είναι μαθητής του Μπουρντιέ. Ο λόγος του κατά κάποιον τρόπο είναι σε συνάφεια με τον λόγο του Ντιντιέ Εριμπόν, της Ανί Ερνό, του Τόμας Φρανκ, για τα δεινά των λαϊκών στρωμάτων, την εγκατάλειψή τους από τη «βραχμανική» Αριστερά, τις πολιτικές μετατοπίσεις των νεοπληβείων προς την προσφέρουσα ισχυρές ταυτίσεις Ακροδεξιά. Γιατί δεν μιλούν, γιατί δεν διεκδικούν, γιατί δεν ξεσηκώνονται οι φτωχοί, οι λαϊκοί άνθρωποι, οι λαβωμένοι της διαρκούς κρίσης;
Ο Λουί απαντά: «Η μητέρα μου είναι μια γυναίκα της εργατικής τάξης και δεν θέλει να μιλάει για τη φτώχεια, δεν θέλει να κάνει πολιτική συζήτηση γύρω από αυτό, είναι υπερβολικά εξαντλημένη από πενήντα χρόνια ζωής στη φτώχεια. Στο εργατικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα, οι άνθρωποι συχνά έλεγαν ότι τα αριστερά κόμματα τους αγνοούσαν -“Κανείς δεν μιλάει για εμάς”. Δεν έλεγαν, “Θέλουμε να μιλήσουμε”. Ελεγαν, “Κανείς δεν μιλάει για εμάς”. Πολλοί άνθρωποι που υπέφεραν πολύ θέλουν να μιλήσουν άλλοι άνθρωποι για εκείνους. Αποτελεί μικροαστική φαντασίωση το να νομίζει κανείς ότι όλοι ονειρεύονται να μιλήσουν για τον εαυτό τους, να προσθέσουν κι αυτή την οδύνη σε όλες τις υπόλοιπες μορφές οδύνης από τις οποίες ήδη πέρασαν. Το πρόβλημα με το πολιτικό πεδίο σήμερα είναι ότι ελέγχεται όλο και περισσότερο από την αστική τάξη, και οι αστοί νομίζουν ότι ο φανταστικός τους κόσμος είναι ο πραγματικός κόσμος».
Με μερικές προσαρμοστικές πινελιές, όσα λέει ο Λουί περιγράφουν όσα ζούμε στην Ελλάδα, το 41%, τη γενικευμένη βουβαμάρα, τη ρευστοποίηση της κυβερνήσασας Αριστεράς, τη θαυματουργή κολυμπήθρα του Κασσελάκη, τον γάμο ομοφύλων και τον Μπελέρη του Μητσοτάκη κ.ο.κ.
Στον φτωχότερο και πιο απαισιόδοξο λαό της Ευρώπης, με τις αλλεπάλληλες γυναικοκτονίες και τις αλλεπάλληλες εκτελέσεις της Greek Mafia, με τη συστηματική καταστροφή των όρων κοινωνικής αναπαραγωγής των φτωχών από τους πλούσιους, με διαγουμισμένα τα δημόσια αγαθά, η ποικίλη Αριστερά, ηττημένη πια, έχει αναλώσει μέγα μέρος της ζωτικότητάς της σε μάχες ταυτοτήτων και ατομικών δικαιωμάτων. Και ορθώς, όταν κανείς άλλος δεν τα υπερασπιζόταν. Αλλά φαίνεται ότι μαζί με τη διαρκή εκβαρβάρωση ο εγχώριος ληστροκαπιταλισμός –μια τάξη άξεστων και λούμπεν κατά το μορφωτικό της κεφάλαιο– προσφάτως συναινεί στην αναγνώριση ταυτοτήτων, στους γάμους, συναινεί στη φαντασιακή ατομική αυτοπραγμάτωση, ο καθείς μπορεί να κάνει όσα τατουάζ και πίρσινγκ τραβάει η ταυτοτική του όρεξη, να παίζει στα δάχτυλα τα σόσιαλ και τα app, να κυκλοφορεί στα Εξάρχεια non binary, να συμπεριφέρεται/να είναι όσο θέλει έτερος, μη «κανονικός», υπό έναν υπόρρητο και ρητό και απαράβατο όρο: Να μην αμφισβητεί την κυρίαρχη σχέση· θα είναι από κάτω, για πάντα, ένας μισθωτός σκλάβος κακοπληρωμένος, άντε ψευτο-εντρεπρενέρ, εφεξής αμόρφωτος (χωρίς δημόσια παιδεία), ανασφαλής (χωρίς δημόσια περίθαλψη), επισφαλής (χωρίς συμβάσεις, χωρίς συνδικάτα), σχεδόν άστεγος. Αλλά θα είναι ταυτοτικά μοναδικός, αυτοπραγματωμένος με τατού. Και απολύτως κυριαρχούμενος.
Επιστρέφω στον Λουί. Η δική μου μητέρα, τέκνο της εργατικής τάξης, του άγριου Μεσοπόλεμου, της Κατοχής και του Εμφύλιου, δεν ήταν αριστερή, έλεγε τα ίδια.
Νίκος Ξυδάκης