Macro

Κατέ Καζάντη: Ο όντως χριστιανός Ιούδας ως επαναστατικό υποκείμενο

Στο πρόσωπο του Ιούδα συμπυκνώνονται όλα εκείνα που οι άνθρωποι λατρεύουν να μισούν: η κακότητα, απέναντι στον Αμνό του Θεού, η αχαριστία, απέναντι στη θεία Χάρη, η φιλαργυρία απέναντι στην απέραντη γενναιοδωρία. Το αρχέτυπο εκείνου που διέπραξε την έσχατη προδοσία, ανοίγει, με την ύπαρξή του, τη συζήτηση για το εν τω κόσμω κακό και πώς τούτο συμβιβάζεται με έναν πάνσοφο και δίκαιο θεό.
 
Αυτό που οι θεολογούντες φιλόσοφοι αποκαλούν θεοδικία είναι εδώ: το ερώτημα που έθεσε ο Γκότφριντ Λάιμπνιτς, πώς επιτρέπει ο Θεός να εισβάλλει το κακό στον κόσμο, απαντάται με το υπαρκτικό παρών του Ιούδα. Διότι η ύπαρξη ενός θεόθεν απόλυτου προορισμού, της βασιλείας δηλαδή του καλού, προσκρούει στην ατέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Και στο αυτεξούσιο, η διαχείριση του οποίου είναι η αιτία των δεινών. Ένας βαθιά δημοκράτης Θεός, όμως, διά του κακού παραδίδει μαθήματα: τα λάθη και οι οδύνες κάνουν τους ανθρώπους σοφότερους –όταν δεν τους σκοτώνουν.
 
Η ιστορία του Ιούδα είναι ενδεικτική. Ενώ κατανοείται μοναχά ως δεσμώτης στον φαύλο κύκλο του κακού, φορέας των προπατορικών αμαρτημάτων, κλείνει αυτοβούλως τον κύκλο της επίγειας ζωής του βαθύτατα αλλαγμένος. Διότι κατανόησε και, κατανοώντας, μετανόησε: η διά του Χριστού απολύτρωση, η νίκη του αγαθού καταφθάνει μέσω της μετάνοιας και της αυτοχειρίας. Δεν άντεξε την πληγή που ανοίχτηκε στη συνείδησή του, πλήρωσε τα επίχειρα, κρεμάστηκε. Επιστρέφοντας στην πίστη του στον Εσταυρωμένο, κατήγγειλε τον κόσμο που κάνει τον άνθρωπο υποχείριο στα αργύρια, διέρρηξε την εξάρτηση από το χρήμα, αποδόμησε την εξουσία των αρχιερέων. Επί της ουσίας, άνοιξε το δρόμο προς μιαν ιδιότυπη θεολογία της απελευθέρωσης, όπου ο αρχετυπικός άνθρωπος επαναρυθμίζει την αυθεντικότητά του, ακόμα και, δια του θανάτου του. Και απεμπολεί κάθε τι κακό. Γίνεται επαναστατικό υποκείμενο, σπάζοντας τις αλυσίδες της αμαρτίας και σώζοντας τον εαυτό του.
 
Καταγεγραμμένος «Ιούδας ο δόλιος, φιλαργυρίας ερών», που, φιλήματι, πρόδωσε «τον θησαυρόν της ζωής», υπέστη μιαν ιστορική και θρησκειολογική αδικία: αντί να αποτελέσει το πρότυπο εκείν@ που εν τέλει επαναστατεί απέναντι στην αμαρτωλή ταξική κοινωνία στην οποία η αυταξία είναι ανάλογη των αργυρίων, αντί δηλαδή οι χριστιανοί να σταθούν στην τελική του πράξη, εστιάζουν στην πρώτη, που έχει ήδη διά της δεύτερης, και τελικής, ακυρωθεί: η τραγικότητα του τέλους αναιρεί την κακότητα της απαρχής. Το αγαθό κυριαρχεί.
 
Μια ιδιότυπη αισιοδοξία αναφύεται από το πάθος μιας βούλησης που στάθηκε εν τέλει στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Διότι αυτός είναι ο Ιούδας: μια αλλοτριωμένη συνείδηση, η οποία όμως ανυψώθηκε στον ιστορικό του ρόλο, ως υπηρέτης του Καλού.
 
O Ισκαριώτης, ο ζηλωτής με το ξίφος, όπως ομολογεί το όνομά του (σικάριος), είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο, το κατεξοχήν επαναστατικό υποκείμενο της ιστορίας του Θείου Πάθους των χριστιανών. Δίχως το φιλί του, ούτε σταύρωση ούτε Ανάσταση θα λάμβαναν χώρα, το δε σωτηριώδες σχέδιο της θείας οικονομίας, χάριν του ανθρώπου, θα έμενε κενό γράμμα. Στον Βάρναλη, τον μη χριστιανό, τον ποιητή της ύλης, που στέκει απέναντι σε κάθε μεταφυσική, ο Ιούδας αναδομείται. Γίνεται ο όντως άνθρωπος, τέλειος στην οντολογική ατέλειά του, που παλεύει και αγανακτεί για το δίκιο του. Και για τον Θεό του.
 
“…Τούτ’ η καρδιά, και που μισεί και δικιοσύνη λαχταρά,
 
ζητάει δικά της δω στης Γης δυο πιθαμές χαλίκια,
 
απ’ τ’ αγαθά, που δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!
 
Ποιος το φτωχό μου το κορμί και την ψυχή μου τη φτωχιά
 
απ’ τον κρυφό το Φαρισαίο κι απ’ τον τραχή Λατίνο,
 
από τον ξένο γέρακα θα σώσει κι απ’ την ντόπια οχιά;
 
Αυτούς σ’ ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν’ αφήνω
 
κ’ εγώ ανεμόσκαλα σωμού στο γαλανό να στήνω;..”
 
Στην ιδεολογική μάχη που έδιναν οι πρωτοχριστιανοί, ξεχασμένη από καιρό, υλική και μεταφυσική ταυτόχρονα, το πρόσωπο του Ιούδα πρωταγωνιστεί. Κατέχει την πιο σημαντική, μετά τον Ιησού, θέση: είναι ο τραγικά αναγεννημένος προλετάριος άνθρωπος, αυτός που ενέδωσε στην τρυφή και προσκύνησε την κοσμική εξουσία αλλά σύντομα ανένηψε, θυσιάζοντας εαυτόν.
 
Και αν οι ιστορίες από το τέλος κρίνονται, η ιστορία του Ισκαριώτη δεν είναι η ιστορία ενός «δόλιου», αλλά το ανάποδό της.
 
Κατέ Καζάντη