Μέγα μέρος του σαρανταένα-τα-εκατό είναι ένας κόσμος μιμούμενος και ματαιωμένος. Περιμένει τέσσερις μέρες διακοπών, προσομοίωση χάι-λάιφ, κράτηση ξαπλώστρας.
BEACH BOY
Μια παρέα νέων γυναικών, ανάμεσα 25 και 35. Καταφθάνουν σε οργανωμένη παραλία Κυκλάδος νήσου. Τσάντες, παρεό, καπέλα, γυαλιά, ολοστόλιστα κινητά, μανικιούρ πεντικιούρ, φρεγάδες. Κατευθύνονται στη «ρεσεψιόν». Τις υποδέχεται η χόστες του μαγαζιού που δεσπόζει στην παραλία, μακιγιάζ, τσίτα μαλλί, σορτς, τοπ, με κάτι σαν τάμπλετ-κινητό ανά χείρας.
Η χόστες ελέγχει τη συσκευή της, ναι, βλέπω την κράτησή σας, τέσσερις ξαπλώστρες, στη σειρά Α, έρχεται το παιδί να σας οδηγήσει.
Κρυφακούω: Μας έγδαραν, αλλά τι να κάνουμε, ένα τετραήμερο είναι, να το φχαριστηθούμε… Να δώσεις κάτι στο beach boy…
Στα μπροστινά τραπέζια, πάνω απ’ το κύμα, ζευγάρια μεσηλίκων, καλοζωϊσμένοι, μαυρισμένοι, μπραντσάρουν, σιγορουφάνε άπερολ, τσιμπολογάνε αυτάρεσκα ― κάτι θλιβερά κλαμπ σάντουιτς.
ΠΟΣΟ ΔΙΑΡΚΕΙ ΤΟ ΤΖΙΝ-ΕΝ-ΤΟΝΙΚ;
Παρατηρώ για πολλά χρόνια τον κόσμο των διακοπών, στο νησί που παραθερίζω, νησί χωρίς το γκλάμουρ των διάσημων προορισμών, παρ’ όλ’ αυτά Κυκλάδες. Μαθαίνεις πολλά από τον σχεδόν χαλαρωμένο άνθρωπο των διακοπών, που εντούτοις κουβαλάει στο πετσί του το έθος της πόλης, το έθος της τάξης του, ή το έθος της τάξης που μιμείται, αυτό το οποίο ποθεί να γίνει.
Ο τόπος των διακοπών είναι σχεδόν δημοκρατικό χωνευτήρι, όπου μπορείς να προσποιηθείς κάτι που δεν είσαι, να καλοντυθείς και να μαυρίσεις, να φορτώσεις λίγο την πιστωτική, εντέλει να πας κι εσύ, η φτωχάλα, ο άσημος, ο wannabe, ο μεταπτυχιακός των 800 ευρώ, να πιεις ένα μοναδικό, άντε δύο, τζιν-εν-τόνικ πλάι σε κάποιον ημιπλούσιο ή ημιδιάσημο, αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, τα γιοτ, τα SUV Καγιέν Τζάγκουαρ Μπε-εμ-Βε.
Να βρεθείς, έστω μια στιγμή, όσο διαρκεί μια ξαπλώστρα, ένα τζιν-εν-τόνικ, ένα άπερολ, ένα θλιβερό κλαμπ σάντουιτς, λίγο πιο ψηλά στην απόκρημνη κοινωνική ανωφέρεια, να υποψιαστείς πώς είναι να βλέπεις από ψηλά τον κόσμο των 800 ευρώ βασικό, με κινέζικο android, να βλέπεις τον εαυτό σου από ψηλά, έξω απ΄τον εαυτό σου, να είσαι μια εξωσωματική προβολή του εαυτού σου, να ίπτασαι στα χρυσά σύννεφα του Σάνγκρι Λα του χάι-λάιφ, να ενδοβάλλεις τους ημιπλούσιους έστω, αφού τους μεγαπλούσιους μπορεί να βλέπει μόνο ο bon genre Κυριάκος, να συντρώγει με Τζεφ Μπέζος και Τομ Χανκς στην Αντίπαρο και να παραδίδει τιμητικά διαβατήρια.
BCBG
Ενα από τα κομβικά στοιχεία της πρώτης χρονικά προπαγάνδας του Κυρ. Μητσοτάκη ήταν ακριβώς αυτός ο υπερτονισμός της ταξικής καταγωγής, του πλούτου, του συμβολικού κεφαλαίου της αργόσχολης τάξης του: μιλάει αγγλικά με προφορά, πήγε στο Κολέγιο και στο Χάρβαρντ, ντύνεται με στυλ πλούσιου, λατρεύει τις διαρκείς διακοπές, ιδού και η υπέρκομψη, ιδού και τα φωτογραφικά τεκμήρια με μαγιό έξω από τα ντους με τον κλώνο Ελτον Τζων Nikos Apostolopoulos.
Το πακέτο του BCBG πλούσιου Μητσοτάκη προβλήθηκε για να φθονήσουν και να μιμηθούν τα κατώτερα στρώματα, το πλήθος που έχει διαπαιδαγωγηθεί με σόσιαλ και στρήμινγκ, με όλους τους μηχανισμούς κατασκευής ομοιότυπων συνειδήσεων, μηχανισμούς κατασκευής υπηκόων. Για να κομπλάρουν τα ήδη εξουθενωμένα λαϊκά στρώματα.
Είναι ο κόσμος που κάποτε πίστευε στις σπουδές και τα επαγγέλματα διορισμού, για τα σχολεία, τον στρατό, το δημόσιο, όταν απέφεραν αξιοπρεπείς μισθούς, και κατόπιν πίστεψε ζηλωτικά στα θαυματουργά πυροτεχνήματα της νέας οικονομίας, σταρτ-απ apps μάνατζμεντ μάρκετινγκ πρότζεκτ ρίαλ εστέιτ. Είναι ο κόσμος του βασικού των 800 και του κάτι παραπάνω, ο κόσμος του 13ωρου και του εξαήμερου, τριαντάρηδες που δεν βγάζουν το νοίκι τους, είναι ο κόσμος που ρουφήχτηκε από την παρασιτική οικονομία, τις παρασιτικές υπηρεσίες, τα βουϊδοπανεπιστήμια, τριαντάρηδες νομικοί και οικονομικοί που δουλεύουν στις κατασχέσεις, σε finance πλυντήρια, χρυσές βίζες. Είναι ο κόσμος που διδάχτηκε να αποφεύγει και να περιφρονεί τις επιστήμες, τη μηχανική, τα παραγωγικά επαγγέλματα, τον κόπο της γνώσης, τον κόπο της παραγωγής αγαθών.
ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ – ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ
Η παρασιτική ελίτ διασπείρει παρασιτισμό, αυτό ξέρει, αυτό πράττει, κι αυτό πλέον είναι το κυρίαρχο habitus που ποτίζει αρμούς και θεμέλια, το Greek Dream της χρεοκοπημένης χώρας, της ημιπαράλυτης οικονομίας, της ξεκούρδιστης κοινωνίας.
Οι λαϊκές τάξεις μεταμφιέζουν την καταγωγή τους, κρύβουν τους εργατικούς γονείς και τους ξωμάχους παππούδες, ενδοβάλλουν την ξιπασιά των αρχόντων, πασχίζουν να μιμηθούν τους δυνάστες τους, βαδίζουν στα τυφλά με κερματισμένες ταυτότητες, χωρίς ταυτότητα, μόνο με φθόνο και ασίγαστη ματαίωση. Μέγα μέρος του σαρανταένα-τα-εκατό είναι αυτός ο κόσμος ο διηνεκώς μιμούμενος και ματαιωμένος.
Το έχει αποδεχτεί. Περιμένει τέσσερις μέρες διακοπών, προσομοίωση χάι-λάιφ, κράτηση ξαπλώστρας.