Ηταν μέσα δεκαετίας 1980, στο περίφημο τότε μπαρ «Dada» επί της Εμμ. Μπενάκη, μες στους καπνούς και τις αλκοολικές αναθυμιάσεις, προχωρημένη ώρα, η σάλα ήταν μισοάδεια, οι εναπομείναντες ήταν παραδομένοι στην ημιμέθη και τη νύστα, κανείς δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Εγώ παρακολουθούσα εντατικά, αχόρταγα, αδιάκριτα στο παραδίπλα τραπέζι τον ποιητή Νίκο Καρούζο να παλεύει μ’ ένα κομμάτι χαρτί κι ένα στιλό, ανάμεσα σε μια διαλυμένη παρέα νεοτέρων, πυρετικά να γράφει με τσιγάρο στο χέρι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα, και τον είδα κι άλλες φορές αργότερα, αλλά αυτή είναι η εικόνα που έχω συγκρατήσει, η δική μου εικόνα.
Ο Καρούζος ήταν πολύ δημοφιλής ποιητής στους ανθρώπους της γενιάς μου, τον διεκδικούσαν περισσότερο κάπως σαν μπίτνικ, σαν φλανέρ της επαρχιακής μεγαλούπολης των Αθηνών, σαν ποιητικό πνεύμα της νύχτας. Είχα διαβάσει ήδη δυο βιβλία του, το «Φαρέτριον» και τη «Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη», και είχα συναντήσει έναν υπαρξιακό μεταφυσικό ποιητή, απόκρημνο πίσω από τις λάμψεις της λεξιπλασίας του. Τον έβαζα τότε πλησίον του Μιχάλη Κατσαρού και του Μίλτου Σαχτούρη. Μπίτνικ πάντως δεν βρήκα.
Δεκαετίες αργότερα τον διάβασα εκτενέστερα. Εξακολουθούσε να με ενοχλεί κάπως η μυθολόγηση του προσώπου του. Και ξάφνου, τέσσερις δεκαετίες μετά το ταμπλό βιβάν του «Dada», ήρθε στα χέρια μου το βιβλίο της συντρόφου του, της ζωγράφου Εύας Μπέη, «Με τον Νίκο Καρούζο. Ημερολόγιο» (εκδ. Loggia). Μια εξαιρετικά φροντισμένη έκδοση, ένα ντοκιμαντέρ φανταζόμουν για τον άνθρωπο και τον ποιητή.
Οχι. Το «ημερολόγιο» της Εύας Μπέη είναι για τον Καρούζο, αλλά όχι μόνο γι’ αυτόν. Καθώς το τέλειωνα, ένιωθα την πρόζα της να ανασυστήνει όχι μόνο το πρόσωπο και τον δημιουργό, αλλά και την εποχή του, την πόλη, την πνευματική και κοινωνική ατμόσφαιρα, τις προκαταλήψεις και τον μικροαστισμό, την επαρχιωτίλα και τη ματσίλα, την ξεχασμένη πια «φαλλοκρατία». Και κυρίως να αναδύεται ακέραιο, πολυδιάστατο, με παρρησία και δισταγμούς, το πρόσωπο της Εύας Μπέη, μιας δυνατής γυναίκας που στάθηκε ισοϋψώς πλάι στον σπουδαίο και δύσκολο άνθρωπο. Αυτοβιογραφία λοιπόν, όχι μόνο ημερολόγιο· όχι «για» τον Ν. Καρούζο, αλλά «με» τον Ν. Καρούζο. Ημερολόγιο μιας πρόσφατης εποχής όπου η γυναίκα εθεωρείτο γκόμενα και δορυφόρος και στους κύκλους των διανοουμένων και των προοδευτικών· μιας εποχής που δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Γύρευα να βρω τον ποιητή, τον άνδρα, σε αυτό το λαμπερό κόκκινο βιβλίο και τον βρήκα, αλλά μαζί του βρήκα κυρίως τη γυναίκα, τη στοχάστρια και ζωγράφο. Χωρίς διάθεση αυτοδικαίωσης, χωρίς ιδιοτέλεια, με τεράστια χρονοκαθυστέρηση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του Ν.Κ., η Εύα Μπέη μιλά για την υπαρξιακή εμπειρία του κοινού βίου, της δύσκολης συμβίωσης, των ταυτίσεων και των αποκλίσεων, αλλά και για την προσωπική της πορεία προς την ωριμότητα, την αυτογνωσία, την παραδοχή του εαυτού, το γήρας. Δεν θυμάμαι στην ελληνική βιβλιογραφία καμιά παρόμοια καταγραφή κοινού βίου, από σύντροφο σπουδαίου ανδρός. Ασφαλώς υπήρξαν δυνατές γυναίκες, ισχυρές προσωπικότητες, αλλά μιλώ για τέτοια καταγραφή, σαν ουσιώδες φεμινιστικό ντοκιμαντέρ.
Στη στοχαστική, ανατέμνουσα πρόζα της Μπέη βρίσκουμε τη μοναχική πορεία μιας γυναίκας έξω από την οδό του γάμου, της οικογένειας, της συμβατικής καριέρας. Δεν επικρίνει όσες ακολουθούν αυτή την οδό, απλώς περιγράφει την άλλη διαδρομή, μια διαδρομή με υλική ανασφάλεια και πενία, με μοναξιά, με δυσπιστία από τον περίγυρο και τους άνδρες. Στη διαυγή, γοητευτική της πρόζα, όπου ισορροπούν λεπτομέρειες, ακριβείς περιγραφές, συναισθήματα, στοχαστικές παρεκβάσεις, βρίσκουμε την κατορθωμένη μα εισέτι ημιτελή χειραφέτηση της γυναίκας, στην ελληνική κοινωνία από το 1980 έως τις μέρες μας.
Δεν ήταν χωρίς αγκάθια και εμπόδια αυτή η διαδρομή, και δεν είναι ομαλή ακόμη, καθόλου μάλιστα. Πολύ περισσότερο για μια γυναίκα που δεν κάνει «αρσενική» καριέρα, ενδυόμενη την ανδρική εξουσία με το αυστηρό ταγιέρ ή το σακάκι-παντελόνι-λευκό πουκάμισο. Αλλά για μια γυναίκα που υπηρετεί και λατρεύει την τέχνη και βιοπορίζεται από αυτήν, μια χίπισσα του 1960, χωρίς ευκολίες δημοσίων σχέσεων, χωρίς πλάτες κληρονομικού εισοδήματος, σχεδόν στο περιθώριο.
Αρκετά έχουν αλλάξει από το 1980 και το 1990. Ευτυχώς. Αλλά για να έρθουν τα πράγματα εδώ που βρίσκονται τώρα, κάποιες γυναίκες διήνυσαν μακρείς δύσβατους δρόμους, με πολλή μοναξιά. Η κατά Καρούζο «εμβέμβα Γκιαούρα», η ζωγράφος Εύα Μπέη είναι μια τέτοια σπουδαία γυναίκα. Το ημερολόγιό της είναι ακουαρέλα και ακτινογραφία ενός κόσμου και μιας εποχής, των δικών μας.
Νίκος Ξυδάκης